Αgora Docs Masterclass: Niels Pagh Andersen

24ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ // 10-20/3/2022

Αgora Docs Masterclass: Niels Pagh Andersen

Το Agora Docs Masterclass «Order in Chaos», με ομιλητή τον Niels Pagh Andersen, πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη, 16 Μαρτίου, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Αγοράς του 24ου ΦΝΘ. Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου, με τίτλο Order in Chaos – Storytelling and Editing in Documentary Films, ο διεθνούς φήμης δανός μοντέρ Niels Pagh Andersen μοιράζεται τις μεθόδους και τις εμπειρίες του από την πολύχρονη καριέρα του. Από το 1979 έχει μοντάρει περισσότερες από 250 ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, όπως τα The Act of Killing και The Look of Silence (αμφότερα υποψήφια για Όσκαρ). Ο Άντερσεν διδάσκει σε διάφορα επαγγελματικά εργαστήρια και σχολές κινηματογράφου σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ο Niels Pagh Andersen έχει συνηθίσει να δουλεύει στα σκοτεινά και να κρύβεται πίσω από τον σκηνοθέτη. Με την κυκλοφορία του βιβλίου του, αναγκάστηκε να βγει στο προσκήνιο και να μοιραστεί την οπτική του με τον κόσμο. «Ένα από τα πιο ωραία πράγματα όταν γερνάς είναι ότι αποκτάς σφαιρική αντίληψη» λέει, κι η αντίληψή του πλέον περιστρέφεται γύρω από την έννοια της αυθεντικότητας, παρατηρώντας πώς επιλέγουμε να αφηγηθούμε τις ιστορίες μας. Και ο τρόπος που επιλέγουμε λέει πολλά για το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας. Στην πολύχρονη καριέρα του, έχει μάθει να μην ενδιαφέρεται τόσο για την ερμηνεία όσο για τις ρωγμές σε αυτήν: τότε συντελείται το θαύμα, τότε χάνεται ο έλεγχος. Η αυθεντικότητα είναι το παράγωγο του να χάνεται ο έλεγχος. Η μαγεία λίγων δευτερολέπτων που χάνονται μέσα σε πλάνα εκατοντάδων ωρών. «Οι άνθρωποι του ντοκιμαντέρ είναι οι ποιητές της κινηματογραφικής βιομηχανίας», αναφέρει σχετικά. «Δεν μας θέλει κανείς, αλλά εμείς συνεχίζουμε».

Ο κ. Andersen ξεκίνησε με μια αναδρομή στην αρχή της επαγγελματικής του πορείας στο μοντάζ, ενώ προχώρησε σε μια ιστορική αναδρομή σχετικά με το είδος του ντοκιμαντέρ. Μίλησε το πώς η ιδιότητά του ως καθηγητή τού επέτρεψε να αποκτήσει συνείδηση ως μοντέρ και να εξελιχθεί ως επαγγελματίας. Συνέκρινε το είδος του ντοκιμαντέρ με το είδος της μυθοπλασίας και αναφέρθηκε στο πώς η αυγή της ψηφιακής εποχής και η κοινωνική απελευθέρωση επέτρεψε στο ντοκιμαντέρ να εξελιχθεί ως είδος και να γίνει δημοφιλές στο κοινό μέσω της τηλεόρασης. Την ομιλία προλόγισε η Ελίζ Ζαλαντό, γενική διευθύντρια του Φεστιβάλ, η οποία καλωσόρισε το κοινό και τη νέα επιτροπή της Ένωσης Ελληνικού Ντοκιμαντέρ, καθώς και τη νέα πρόεδρο, Αννέτα Παπαθανασίου. Τους ευχαρίστησε για την υποστήριξη και τη συνεργασία τους με το Φεστιβάλ και υποδέχτηκε τον Niels Pagh Andersen, «έναν σούπερσταρ του μοντάζ, με ταινίες όπως το The Act of Killing και The Look of Silence στο ιστορικό του, ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο για την τέχνη του μοντάζ», δήλωσε και έδωσε τον λόγο στον ομιλητή.

Ο Niels Pagh Andersen έχει έρθει αρκετές φορές στην Ελλάδα, και γνωρίζει το τοπίο του ελληνικού ντοκιμαντέρ. «Δεν είμαι σε καμία περίπτωση σούπερσταρ», σχολίασε. «Είμαι μοντέρ, συνήθως κρύβομαι πίσω από τον σκηνοθέτη σε ένα άνετο μέρος. Όλοι μας αγαπάμε τα άνετα μέρη, δύσκολα φεύγουμε από εκεί. Ωστόσο, με την κυκλοφορία του βιβλίου μου, οφείλω να βγω στο προσκήνιο και να επικοινωνήσω την οπτική μου». Η ενασχόλησή του με τον κινηματογράφο ξεκίνησε στα 16, στο πλευρό ενός δανού μοντέρ. «Ήμουν ένας νεαρός, με πάθος για το μοντάζ. Άλλοι παθιάζονται με τη μουσική, άλλοι με το ποδόσφαιρο, εγώ είχα το μοντάζ. Το πρώτο μου μοντάζ σε ταινία μυθοπλασίας -το τότε μεγάλο μου όνειρο- το έκανα στα 23 μου χρόνια. Όταν ήμουν νέος, πίστευα ότι όσα περισσότερα cuts κάνω, τόσο καλύτερος μοντέρ είμαι. Πλέον, φυσικά, δεν το πιστεύω αυτό. Η καριέρα μου εκτοξεύτηκε σχετικά γρήγορα και έφτασα ως το Χόλιγουντ. Δούλευα πάρα πολύ, δεν είχα καμία ιδιωτική ζωή. Κάπου στην πορεία έχασα το πάθος που με οδηγούσε και σχεδόν τα παράτησα. Οι δημιουργικοί χυμοί στον εγκέφαλό μου είχαν σταματήσει να ρέουν», δήλωσε.

«Μόνταρα ντοκιμαντέρ μονάχα ως άσκηση. Ήμουν νέος, πίστευα πως το νόημα κρυβόταν στις ταινίες μυθοπλασίας. Όταν στράφηκα στο ντοκιμαντέρ, είδα μεγάλη αλλαγή στην καριέρα μου. Βρήκα νόημα, πάθος. Το ντοκιμαντέρ μού δίδαξε πολλά, πρωτίστως ότι η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ αυτό που φαίνεται. Όλοι μας είμαστε γεμάτοι προκαταλήψεις, πράγμα λογικό, γιατί προσπαθούμε να κάνουμε κατηγοριοποιήσεις για να βάλουμε τάξη στο χάος και να αντλήσουμε νόημα από τον περιβάλλοντα κόσμο», ανέφερε σχετικά. Στη συνέχεια, προχώρησε σε μια σύγκριση ντοκιμαντέρ και ταινιών μυθοπλασίας: «οι άνθρωποι του ντοκιμαντέρ προσπαθούν πάντοτε να πουν κάτι στον κόσμο -αυτό δε συμβαίνει πάντα στη μυθοπλασία. Η μυθοπλασία είναι γεμάτη από φήμη, λεφτά και κόκκινα χαλιά, είναι ένα παιχνίδι που πρέπει να παίξεις, αν ελπίζεις να επιβιώσεις σε αυτήν τη δουλειά. Οι άνθρωποι που κάνουν ντοκιμαντέρ παραμένουν σε γενικές γραμμές ταπεινοί, το οποίο είναι λογικό, καθώς οι μεγάλοι σκηνοθέτες μυθοπλασία πρέπει να δείξουν δύναμη και ισχύ σε πλατό εκατοντάδων ανθρώπων. Ωστόσο, οι πιο ενδιαφέροντες άνθρωποι που γνώρισα ήταν σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ. Στο κέντρο του κόσμου τους, δεν βρισκόταν το εγώ τους, αλλά η ταινία που γύρισαν».

Στο θέμα των διαφορών του ντοκιμαντέρ με τις ταινίες μυθοπλασίας από την άποψη του μοντάζ, ο Niels Pagh Andersen σχολίασε: «στο ντοκιμαντέρ είσαι οργανικό μέρος της ιστορίας, την παρακολουθείς καθώς γεννιέται. Στη μυθοπλασία, προσπαθείς απλώς να κρατήσεις μια ισορροπία με το υπάρχον σενάριο. Οι ταινίες μυθοπλασίας συχνά πληρώνουν καλύτερα και είναι συγκριτικά πιο εύκολες. Τα ντοκιμαντέρ παραμένουν, ωστόσο, πιο ικανοποιητικά». Σχετικά με την εκπαίδευσή του, ανέφερε: «Δεν πήγα ποτέ σε κινηματογραφική σχολή. Εκείνα τα χρόνια στη Δανία, ο μεγαλύτερος μοντέρ είχε έναν βοηθό στον οποίο μεταλαμπάδευε τη γνώση. Μάθαινα παρακολουθώντας τον μέντορά μου. Μου άρεσε να δουλεύω με πραγματικό, απτό φιλμ. Έπρεπε να κόβω και να οργανώνω. Πλέον, στην εποχή των υπολογιστών, δεν βλέπω ποτέ τους βοηθούς μου!».

Αναφορικά με τον ρόλο της διδασκαλίας στην εξέλιξή του ως επαγγελματία, δήλωσε: «Περίπου 25 χρόνια πριν, συντελέστηκε μια αλλαγή στην καριέρα μου και τη ζωή μου γενικότερα. Άρχισα να κάνω workshops, να διδάσκω μοντάζ όπου μπορώ: αποδείχτηκε πολύ σημαντικό κομμάτι στη μετέπειτα εξέλιξή μου ως μοντέρ. Ήξερα πως η δουλειά μου έχει αποτέλεσμα. Αυτό που υποχρεώθηκα να κάνω μέσω της διδασκαλίας, ήταν να διατυπώσω ευκρινώς γιατί έχει αποτέλεσμα. Η διδασκαλία μού έδωσε την ευκαιρία να δημιουργήσω μια νέα γλώσσα που περιγράφει με διαύγεια το τι ακριβώς κάνω. Η δουλειά μου άρχισε να αποκτά συνείδηση. Μπορούσα να την αναλύσω. Και μέσω της ανάλυσης αυτής, μπόρεσα να αναπτύξω τις ικανότητές μου».

Στη συνέχεια, ανέλυσε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε το κατάλληλο έδαφος ώστε να γράψει το βιβλίο του: «Δέκα χρόνια πριν, έλαβα έδρα διδασκαλίας στο Norwegian Film School. Δίδασκα μόνο 20 ημέρες τον χρόνο κι αυτό μου έδινε χρόνο να μοντάρω και να κάνω έρευνα ταυτόχρονα: είχα τον χρόνο να δω τη μεγάλη εικόνα και να κατανοήσω τι ήταν αυτό που έκανα τα τελευταία 40 χρόνια της ζωής μου. Μπήκα στη διαδικασία να καταγράψω τις σκέψεις αυτές. Ο καρπός τους ήταν το βιβλίο αυτό: ένα βιβλίο διδασκαλίας, αλλά και το προσωπικό μου ταξίδι στον κόσμο του ντοκιμαντέρ. Αφορά επίσης την εξέλιξη των ντοκιμαντέρ της βορειοδυτικής Ευρώπης τα τελευταία 40 χρόνια».

«Είναι πολύ χρήσιμο να γνωρίζουμε από πού ερχόμαστε, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε πού κατευθυνόμαστε», δήλωσε σχετικά με την ιστορία του ντοκιμαντέρ ως είδους. «Το ντοκιμαντέρ ξεκίνησε παγκοσμίως ως εκπαιδευτικός κινηματογράφος. Ήταν ταινίες που φτιάχνονταν κυρίως από κυβερνητικούς φορείς με σκοπό την εκπαίδευση του πληθυσμού ή από ιδιωτικές επιχειρήσεις για προβολή κάποιου έργου τους. Σε γενικές γραμμές, είχαν εκπαιδευτικό χαρακτήρα, με ένα απλό voice over, λόγω έλλειψης μέσων της εποχής εκείνης. Ήταν ακριβώς αυτά τα πενιχρά μέσα που οδήγησαν τους κινηματογραφιστές της εποχής να τεστάρουν και να διευρύνουν τα όρια του ντοκιμαντέρ. Έτσι, γεννάται το ντοκιμαντέρ της δεκαετίας του ’60, όταν ξεκινά μια αντίδραση στον κυβερνητικό έλεγχο. Ξαφνικά προκύπτουν νέες τεχνικές, μικρές και ελαφριές κάμερες, φιλμ 16 χιλιοστών. Τα φιλμ είναι περισσότερο φωτοευαίσθητα και οι κινηματογραφιστές έχουν μεγαλύτερη αυτονομία. Ξεκινά έτσι η εποχή του ανεξάρτητου ντοκιμαντέρ, που δίνει αργότερα τη σκυτάλη στο cinéma vérité, το λεγόμενο observational cinema. Οι κινηματογραφιστές έκαναν μια μεγάλη δήλωση: πιστεύουμε στην πραγματικότητα. Την κοίταξαν ως έχει - κρύβεται μια μεγάλη αλήθεια σε αυτό».

Συνέχισε με την ιστορία του ντοκιμαντέρ μέσα στις επόμενες δεκαετίες: «Ο μάστερ του είδους, ο αμερικανός Frederick Wiseman, κράτησε κριτικό ρόλο απέναντι στους θεσμούς. Πίστευε ότι ως κινηματογραφιστές, είμαστε μια μύγα στον τοίχο και απλώς παρατηρούμε. Έκανε μεγάλες ταινίες 2-3 ωρών, ως αντίδραση στους παλαιότερους θεσμούς. Εγώ, τη δεκαετία του ’80, όταν μόνταρα cinéma vérité, είχα πάρα πολλά πλάνα και πάλευα να τα κατηγοριοποιήσω. Έμαθα έτσι να κοιτώ την πραγματικότητα. Ομολογώ ότι το θεωρούσα βαρετό. Ήμουν νέος, δεν μπορούσα να προσθέσω πολλή μουσική, δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω όλη την εργαλειοθήκη μου. Αργότερα, ο κόσμος του ντοκιμαντέρ άρχισε να αλλάζει τη δεκαετία του ’90. Το νέο μάντρα ήταν “story”: ντοκιμαντέρ που προσεγγίζουν το ύφος της μυθοπλασίας. Τεχνικές της μυθοπλασίας στην αφήγηση του ντοκιμαντέρ. Οι νεότερες γενιές είναι εκπαιδευμένες στο είδος του ντοκιμαντέρ και ενδιαφέρονται περισσότερο για το story παρά για το αντικείμενο. Συνδέθηκα έτσι με μια γενιά πολύ μικρότερή μου. Βρήκαμε μια τομή στην επιθυμία μας να χρησιμοποιήσουμε πολλά μυθοπλαστικά εργαλεία στο ντοκιμαντέρ.»

Η διεύρυνση αυτή των ντοκιμαντέρ, συνέπεσε με μια περίοδο στη δύση όπου οι άνθρωποι ελευθερώθηκαν από όλα τα κοινωνικά δεσμά. «Το επίκεντρο ήταν η μονάδα: στο κέντρο, ο χαρακτήρας. Δεν πιστεύουμε πλέον στον Θεό, αλλά στην ψυχολογία, σε μια προσπάθεια να γνωρίσουμε τον εαυτό μας». Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στον κυρίαρχο διανομέα του ντοκιμαντέρ, την τηλεόραση: «όλοι οι κινηματογραφιστές είναι κομμάτι μιας μεγαλύτερης εικόνας. Ο κυρίαρχος παράγοντας σε διανομή και κέρδος στον χώρο του ντοκιμαντέρ παραμένει η τηλεόραση, που επέτρεπε αφήγηση που εστιάζει στους χαρακτήρες. Επίσης, στην εποχή μας, τα φεστιβάλ κινηματογράφου λειτουργούν ως σημαντικοί κοινωνοί και διανομείς του είδους του ντοκιμαντέρ». Στη συνεχεία, σχολίασε τις προκλήσεις που φέρνει η ψηφιακή εποχή στον χώρο του ντοκιμαντέρ: «Πλέον, στην ψηφιακή εποχή αντιμετωπίζουμε νέες προκλήσεις. Ξαφνικά, όλοι κάνουν ταινίες και ντοκιμαντέρ: όλοι μας κάνουμε εικόνες και δημιουργούμε αφηγήσεις. Όλοι μας γινόμαστε, κατά μία έννοια, ερμηνευτές της δικής μας ιστορίας κι αυτό φαίνεται όταν βρισκόμαστε μπροστά από μία κάμερα: υποδυόμαστε έναν ρόλο. Η δύναμη του ντοκιμαντέρ είναι η αυθεντικότητά του. Δεν αναζητούμε την ερμηνεία: αναζητούμε το λάθος στην ερμηνεία, τις ρωγμές της. Μέσα από εκεί, ξεπηδά η μαγεία. Όταν χάνουμε τον έλεγχο, έχουμε πραγματική αυθεντικότητα. Στο ντοκιμαντέρ, οφείλουμε να περιηγηθούμε και να πιστέψουμε στην πραγματικότητα».

«Ένα από τα πράγματα που συνειδητοποιώ τώρα είναι ότι στο μέλλον θα ξεπηδήσουν νέες μορφές έκφρασης, τις οποίες θα αδυνατώ να κατανοήσω. Είμαι είδος προς εξαφάνιση. Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν καταλαβαίνω. Είναι στο χέρι των νέων κινηματογραφιστών να ωθήσουν το ντοκιμαντέρ μπροστά και να προσπαθήσουν να καταλάβουν, όπως πασχίζω κι εγώ να καταλάβω τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος σ’ αυτή τη γη», ολοκλήρωσε.

Μπορείτε να δείτε το βίντεο με το masterclass του Niels Pagh Andersen ΕΔΩ