Συνέντευξη Bela Tarr στο 43ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Συνέντευξη Bela Tarr στο 43ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Ο Oύγγρος δημιουργός της έβδομης τέχνης, Bela Tarr, παρέθεσε σήμερα, Σάββατο, Συνέντευξη Tύπου, στο πλαίσιο του 43ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Προλογίζοντας τον σκηνοθέτη, ο διευθυντής του Φεστιβάλ, Μιχάλης Δημόπουλος επισήμανε: «Ο Bela Τarr, του οποίου ταινία δεν έχει παιχτεί ποτέ στην Ελλάδα, είναι ένας σκηνοθέτης, ο οποίος δούλευε αρχικά επί 20 χρόνια εν μέσω του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Ουγγαρία. Μετά, στα τελευταία του έργα, άλλαξε την αισθητική του κατεύθυνση. Το έργο του έχει παρουσιαστεί σε πολλά φεστιβάλ του εξωτερικού και σε αφιερώματα. Μάλιστα, η τελευταία ταινία του έχει παιχτεί στις Κάννες και απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές. Εν πάσει περιπτώσει δεν είναι κάποιος άγνωστος, αλλά εδώ, στην Ελλάδα, δεν έτυχε να προβληθεί το έργο του».

 «Θέλω να αλλάξω τη γλώσσα του σινεμά».

Σε παλαιότερες δηλώσεις του, ο Ούγγρος σκηνοθέτης είχε τονίσει ότι όταν ξεκίνησε να κάνει σινεμά, ήθελε να αλλάξει τον κόσμο... Σήμερα; «Όταν, 22 χρονών, ξεκίνησα να κάνω ταινίες, έβλεπα ότι οι προϋπάρχουσες δεν ήταν αληθινές. Κακοί ηθοποιοί, ψεύτικα λόγια, πολλή διακόσμηση και φώτα... Στα 22 μου αποφάσισα ότι πρέπει να κάνω ζωντανά έργα, ταινίες οι οποίες θα μιλούν για αληθινούς ανθρώπους, ταινίες ασπρόμαυρες, με χειροκίνητη κάμερα. Δεν χτύπησα την πόρτα, αλλά εισχώρησα, μπήκα με δύναμη και την έριξα. Αυτό ισχύει και σήμερα. Αυτό που κατάλαβα είναι ότι δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο με ταινίες. Θα είμαι ευχαριστημένος αν αλλάξω τη γλώσσα του σινεμά».

»Πάντα στις ταινίες μου έχω στόχο τον άνθρωπο. Δεν θέλω να κομματικοποιηθώ και δεν το ήθελα ποτέ. Δεν ανήκω σε καμία παράταξη, αλλά πρέπει να δείχνω στον κόσμο αυτό που συμβαίνει γύρω μου. Αυτός είναι ο ρόλος μου, γιατί εγώ από τα λεφτά του κόσμου κάνω ταινίες».

Satan’s Tango

«Στην αρχή υπολογίζαμε ότι το έργο θα διαρκεί έξι ώρες. Όπως μπορεί να υπάρξει μεγάλο σε όγκο λογοτεχνικό έργο, έτσι μπορεί να υπάρχει και κινηματογραφικό. Όταν ο Τολστόι έγραψε το ‘‘Πόλεμος και Ειρήνη’’, κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε για το μέγεθός του. Είμαστε στην Ελλάδα, στη γη του Ομήρου... Γιατί να απορήσουμε για το μέγεθος της ταινίας; Εξάλλου, πολλές φορές είδα ταινία διάρκειας τριών λεπτών, η οποία ήταν πολύ βαρετή. Το ‘Satan’s Tango μιλάει για μας, για τον κόσμο, δεν μπορούμε να κόψουμε τη ζωή». »Οι ταινίες δεν είναι ιστορία. Είναι εικόνα, ήχοι, σχέσεις ανθρώπων, μεταεπικοινωνία. Όλα αυτά είναι εκτός της ιστορίας της ταινίας. Μισώ να πηγαίνω σινεμά, γιατί θεωρώ ότι οι ταινίες είναι όπως τα έργα κόμικς. Πληροφορίες, πληροφορίες, πληροφορίες..."

Τι σημαίνει πληροφορία;

«Συνήθως πιστεύουμε ότι η ιστορία του έργου είναι η πληροφορία. Δεν υπάρχουν όμως καινούριες πληροφορίες, όλα τα έχουμε δει και όλα τα έχουμε κάνει. Είμαστε συνέχεια στην ίδια, επαναλαμβανόμενη ιστορία. Γι’ αυτό πρέπει να δούμε πώς μπορούμε να έρθουμε πιο κοντά ο ένας στον άλλο, πρέπει να δούμε τις σχέσεις των ανθρώπων. Ποτέ δεν ξέρω πώς θα ξεκινήσει και πώς θα εξελιχθεί μια ταινία. Αλλιώς ξεκινάω και στην πορεία καταλήγω αλλού. Γι’ αυτό δεν ξέρω τι σημαίνει σινεμά, τι σημαίνει ταινία. 25 χρόνια απλώς προσπαθώ να έρθω πιο κοντά στο σινεμά. Γι’ αυτό δεν μ’ αρέσει να με φωνάζουν άνθρωπο του σινεμά».

Παρελθόν και μέλλον

Ο Bela Tarr δηλώνει ότι δεν αισθάνεται ως ‘συνέχεια’ παλαιότερων σκηνοθετών, τους οποίους δεν διστάζει να χαρακτηρίσει ‘αντίκες του μουσείου’. «Για τη νέα γενιά, θεωρούμαι αντίκα. Θα ήθελα να πιστεύω ότι η νέα γενιά θα θέλει να αλλάξει τη γλώσσα του σινεμά, όπως θέλω εγώ αυτή τη στιγμή. Πιστεύω ότι πάλι θα υπάρχουν νέοι άνθρωποι, οι οποίοι δεν θα χτυπούν την πόρτα, αλλά θα εισχωρούν και θα τη ρίχνουν».

Πάντως, ο ίδιος δηλώνει ότι δεν συμβιβάζεται. «Αν δεν μπορούσα να κάνω αυτό που θέλω στο σινεμά, θα το σταματούσα. Είμαι πολύ περήφανος για το γεγονός ότι επί 25 χρόνια έκανα αυτό που πραγματικά ήθελα, χωρίς συμβιβασμούς».

Oταν κλήθηκε να σχολιάσει την ταινία που ετοιμάζει, ο Bela Tarr ήταν κατηγορηματικός: «Αποκλείεται. Ο πρωταγωνιστής αυτής της ταινίας είναι μια φάλαινα. Εάν θα μπορούσα να διηγηθώ το ύφος, τη ματιά αυτής της φάλαινας, τότε δεν θα έκανα ποτέ ταινία. Δεν μπορώ να περιγράψω μια ματιά, ένα συναίσθημα. Το συναίσθημα ποτέ δεν μπορούμε να το εκφράσουμε, το βλέπουμε. Μόνο στο σινεμά, μπορούμε να το περιγράψουμε, αλλά αν μπορούσα να το περιγράψω, θα γινόμουν συγγραφέας ή ποιητής. Όχι σκηνοθέτης».