51ο ΦΚΘ: Ανοιχτή συζήτηση «Το ελληνικό σινεμά ξεπερνά τα σύνορα»

ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Το Ελληνικό Σινεμά ξεπερνά τα σύνορα

Η πολύτιμη εμπειρία που αποκόμισαν απ’ την συμμετοχή τους σε διεθνή φεστιβάλ, οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν, αλλά και οι προοπτικές που ανοίγονται για τον ελληνικό κινηματογράφο στο εξωτερικό, ήταν ορισμένα από τα ζητήματα που τέθηκαν στην ανοιχτή συζήτηση με θέμα «Το ελληνικό σινεμά ξεπερνά τα σύνορα», την Τρίτη 7 Δεκεμβρίου, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, στο Λιμάνι, στο πλαίσιο του 51ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Στη συζήτηση συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Κωνσταντίνος Γιάνναρης, Αλέξης Αλεξίου, Βαρδής Μαρινάκης, Άρης Μπαφαλούκας και Σύλλας Τζουμέρκας. Παρόντες στη συζήτηση, που συντόνισε ο κριτικός κινηματογράφου Γιώργος Κρασσακόπουλος, ήταν μεταξύ άλλων ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Δημήτρης Εϊπίδης, ο πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Γιώργος Παπαλιός και ο πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, Τάσος Μπουλμέτης.

Υποδεχόμενος τους παριστάμενους, ο κ. Εϊπίδης τόνισε χαρακτηριστικά: «Είμαι αισιόδοξος ότι ο ελληνικός κινηματογράφος αλλάζει και πιστεύω ότι θα αξιοποιήσουμε τις άπειρες δυνατότητες που έχουμε για να δείξουμε στον υπόλοιπο κόσμο τον τόπο και τον πολιτισμό μας».

Στη συνέχεια, οι έλληνες δημιουργοί αναφέρθηκαν στην πρώτη τους εμπειρία σε διεθνή Φεστιβάλ, συμφωνώντας ότι εκτός από χαρά, τους προκάλεσε και αμηχανία. «Η πρώτη μου παρουσία στο Φεστιβάλ των Κανών ήταν μια μοναχική, φρικτή εμπειρία, κάθε άλλο παρά ευχάριστη. Βρισκόμουν σε μια παραζάλη», επεσήμανε ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης. «Σε ένα φεστιβάλ μπορεί να νιώσεις πολύ μόνος, καθώς εκτίθεσαι ουσιαστικά εκτός της χώρας σου», υπερθεμάτισε ο Βαρδής Μαρινάκης, η ταινία του οποίου Μαύρο Λιβάδι συμμετείχε στο Φεστιβάλ της Σεβίλλης. «Με είχε κυριεύσει απόλυτος τρόμος την ώρα της προβολής», τόνισε από την πλευρά του ο Σύλλας Τζουμέρκας, ο οποίος συμμετείχε με την ταινία του, Χώρα Προέλευσης στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Θετικότερα κατέγραψαν την παρουσία τους στα Φεστιβάλ του Μόντρεαλ και του Ρόντερνταμ αντίστοιχα, ο Άρης Μπαφαλούκας με την ταινία του Άπνοια και ο Αλέξης Αλεξίου με το φιλμ Ιστορία 52. «Πήγα στο Φεστιβάλ του Μόντρεαλ με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου. Ήταν εξαιρετική εμπειρία, διότι η ταινία προβλήθηκε πρώτα στο εξωτερικό και μετά στην Ελλάδα και είχα την ευκαιρία να δω τις αντιδράσεις του κόσμου», παρατήρησε ο Άρης Μπαφαλούκας. «Πήγα με την Ιστορία 52 στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ. Η εμπειρία είναι αποκαλυπτική για ένα νέο δημιουργό. Μάλιστα, πριν προβληθεί η ταινία μου, με έχει προειδοποιήσει κάποιος από τους διοργανωτές ότι το κοινό μπορεί να αντιδράσει ακραία, εξαιτίας του θέματος. Τελικά, με εξαίρεση έναν θεατή που μου φώναζε «Γιατί έκανες αυτή την ταινία;», όλα ήταν μια χαρά», πρόσθεσε ο Αλέξης Αλεξίου.

Αμέσως μετά τέθηκε το ερώτημα, κατά πόσο ένας δημιουργός πρέπει να ασχολείται και με το εμπορικό σκέλος (προώθηση και προβολή) της ταινίας του. «Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι και επιχειρηματίας, να ξέρει να πουλάει σωστά τη δουλειά του, γιατί και η τέχνη είναι μια επιχείρηση», τόνισε ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης. Απ’ την πλευρά του, ο Βαρδής Μαρινάκης, σημείωσε ότι στο εξωτερικό η προώθηση ενός project ξεκινά πολύ νωρίς από το treatment, γεγονός για το οποίο υπάρχει άγνοια στην Ελλάδα. «Με ενοχλεί όταν πολλές φορές απουσιάζει το συναίσθημα και αρχίζουμε να σκεφτόμαστε τα πρακτικά ζητήματα για την προώθηση μιας ταινίας. Στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το ένιωσα αυτό. Ήταν σαν παρουσιάζαμε την πραμάτεια μας, σα να πουλάμε κάλτσες», υπογράμμισε. «Το καλύτερο θα ήταν να μπορέσει να αναλάβει κάποιος άλλος το κομμάτι της επικοινωνίας και εμείς να επικεντρωθούμε στο κομμάτι της δημιουργίας, που είναι και το πιο ευγενές κομμάτι μας», συμφώνησε ο Άρης Μπαφαλούκας.

Σχετικά με το ποιες ενέργειες εκ μέρους των θεσμικών φορέων θα βοηθούσαν περαιτέρω στην προώθηση της ελληνικής ταινίας στο εξωτερικό, οι σκηνοθέτες εντόπισαν το πρόβλημα περισσότερο στην επικοινωνία, αλλά και στα κριτήρια επιλογής των ταινιών. «Όλα είναι επικοινωνία και εκεί θα πρέπει να επενδύσουμε, στον τρόπο προώθησης των ταινιών. Θα πρέπει να εμβαθύνουμε στη διαδικασία επιλογής των project και να προωθούνται αυτά που έχουν μια αλήθεια, ακόμη κι αν αρχικά δείχνουν να μην ακολουθούν κάποιους βασικούς κανόνες», επεσήμανε ο Βαρδής Μαρινάκης. Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, εστίασε στον τρόπο λειτουργίας του θεσμού των Φεστιβάλ, ο οποίος όπως υποστήριξε, «είναι σε κρίση». «Για παράδειγμα, σε κάποια φεστιβάλ, όπως οι Κάνες, υπάρχουν κρούσματα οικογενειοκρατίας, ενώ σε πολλά φεστιβάλ εμπλέκονται σε μεγάλο βαθμό εταιρείες πωλήσεων. Επίσης πολλές φορές τα κριτήρια επιλογής δεν είναι αισθητικά ή καλλιτεχνικά αλλά, εμπεριέχουν ζητήματα πολιτικής», υποστήριξε ο σκηνοθέτης. Παίρνοντας το λόγο, ο πρόεδρος του ΕΚΚ, κ. Παπαλιός τόνισε ότι «το μεγάλο στοίχημα είναι να πείσεις κάποιον να δει την ταινία σου και οι έλληνες σκηνοθέτες αρχίζουν να το επιτυγχάνουν αυτό».

Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν αν πλέον, λόγω και της διεθνούς προβολής της χώρας μας με αφορμή την οικονομική κρίση, ο ελληνικός κινηματογράφος έγινε μόδα. «Εάν υπάρχει αυτή η μόδα μας συμφέρει πολύ», είπε ο Σύλλας Τζουμέρκας, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι «το ζήτημα είναι να ενδιαφέρει και το θέμα της ταινίας το κοινό του εξωτερικού». Παρεμβαίνοντας στη συζήτηση, ο πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, Τάσος Μπουλμέτης, εξέφρασε την πεποίθηση ότι «η οικονομική κρίση θα βοηθήσει στην προβολή του ελληνικού κινηματογράφου τα επόμενα χρόνια».
Στο ρόλο της τηλεόρασης σε σχέση με τον κινηματογράφο, αναφέρθηκαν στη συνέχεια οι συμμετέχοντες στη συζήτηση. «Η κατάσταση είναι τραγική, όμως δεν ευθύνεται μόνο ο κινηματογράφος γι' αυτό. Το τηλεοπτικό τοπίο είναι φοβερά υποβαθμισμένο και η τηλεόραση δεν κάνει τη δουλειά της, δεν ανεβάζει το επίπεδο», σημείωσε χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης. «Πυροβολούν τους σκηνοθέτες για την τέχνη που παράγουν, αλλά δεν σκέφτεται κανείς ότι όλοι είναι υπεύθυνοι για την σημερινή κατάσταση», πρόσθεσε ο Άρης Μπαφαλούκας. Από την πλευρά του, ο Αλέξης Αλεξίου, υποστήριξε ότι σήμερα βιώνουμε, μια έντονη πολιτιστική κρίση «κατά την οποία είναι δυσκολότερο από ποτέ να γυρίσει κανείς μια ταινία».

Στο θέμα τοποθετήθηκε και ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Δημήτρης Εϊπίδης: «Ο έλληνας θεατής έχει εθιστεί στα εμπορικά προϊόντα, δεν είναι εκπαιδευμένος να παρακολουθεί ποιοτικό κινηματογράφο. Παρόλα αυτά, εγώ παραμένω ρομαντικός και πιστεύω σε έναν καλύτερο κόσμο μέσα από την τέχνη και τον πολιτισμό. Είμαστε σε περίοδο ανάπτυξης και οι έλληνες σκηνοθέτες, που κατάφεραν να στρέψουν το διεθνές ενδιαφέρον στη ελληνική παραγωγή, έδωσαν το έναυσμα».