Μια «οπτική κοινωνική έρευνα» πάνω στη Σαντορίνη την εποχή που η πρωτόγονη αγροτική οικονομία δίνει σταδιακά τη θέση της στην ανερχόμενη τότε βιομηχανία του τουρισμού. Οι εξαθλιωμένοι και υποσιτισμένοι κάτοικοί της αντιπαραβάλλονται στην υποβλητική ομορφιά του νησιού με ηχητικό φόντο τους ψαλμούς του Όρθρου. Γυρισμένο στο νησί το καλοκαίρι του ᾽67, κατά την έναρξη της δικτατορίας, το μικρού μήκους φιλμ μέσα από τη δύναμη της αντίστιξης των εικόνων και της μουσικής ξεφεύγει από τα όρια ενός απλού λαογραφικού ντοκιμαντέρ και παρουσιάζεται ως ένα στοιχειωτικό πορτρέτο μιας κοινωνίας δύο ταχυτήτων, σαν δυσοίωνο όραμα ενός μέλλοντος που ήδη εξαπλωνόταν. «Έπρεπε να δέσουν σε μια ενότητα τραγικά, σατιρικά, επικά, λυρικά στοιχεία, να απαλλαγούν από οποιονδήποτε νατουραλιστικό χειρισμό στην ηχητική πλαισίωση, ν' αποκτήσουν μουσική έκφραση που να πηγάζει από την παράδοση αλλά που να είναι συγχρόνως σημερινή αντιμεταφυσική κραυγή του πάσχοντος», λένε οι δύο σκηνοθέτες, για αυτή την μέχρι σήμερα σπάνια και ευτυχή κινηματογραφική συνάντηση. Το ηχητικό τοπίο της ταινίας μετατρέπεται έτσι σε ένα πλαίσιο αντιπαραβολής και έκθεσης. Σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη χρήση του μοντάζ και της φωτογραφίας, η ταινία οδηγεί τον θεατή σε μια βαθιά, συγκλονιστική διαδρομή παρατήρησης. Ρημαγμένοι πληθυσμοί, μια ολόκληρη τάξη στην υπηρεσία της ραγδαίας τουριστικής ανάπτυξης, σε ένα αιχμηρά πολιτικό έργο-προπομπό του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, που θα ερχόταν με τη Μεταπολίτευση. Η ταινία αγοράστηκε μεταξύ άλλων και από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜΟΜΑ), που θέλησε να τη συμπεριλάβει στη συλλογή του. Η ταινία θα προβληθεί σε νέα αποκατεστημένη ψηφιακή κόπια (DCP), που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Δράσης «Χώρα, σε Βλέπω».