Agora Talks

Η Αγορά, το αναπτυξιακό σκέλος του ΦΚΘ, απευθύνεται σε όλους τους νέους σκηνοθέτες και παραγωγούς δίνοντάς τους την ευκαιρία να μάθουν από καταξιωμένους επαγγελματίες του χώρου πώς μπορούν να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες που τους προσφέρονται στο πλαίσιο μιας διεθνούς αγοράς. Στο φετινό Agora Talks, το οποίο φιλοξενήθηκε στην αίθουσα «Τάκης Κανελλόπουλος» του Μουσείου Κινηματογράφου συζητήθηκαν ενδιαφέροντα ζητήματα που σχετίζονται με κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές, αλλά και σημαντικά case studies.

60ό ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ || 31/10-10/11

AGORA TALKS

Η Αγορά, το αναπτυξιακό σκέλος του ΦΚΘ, απευθύνεται σε όλους τους νέους σκηνοθέτες και παραγωγούς δίνοντάς τους την ευκαιρία να μάθουν από καταξιωμένους επαγγελματίες του χώρου πώς μπορούν να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες που τους προσφέρονται στο πλαίσιο μιας διεθνούς αγοράς. Στο φετινό Agora Talks, το οποίο φιλοξενήθηκε στην αίθουσα «Τάκης Κανελλόπουλος» του Μουσείου Κινηματογράφου συζητήθηκαν ενδιαφέροντα ζητήματα που σχετίζονται με κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές, αλλά και σημαντικά case studies. Η πρώτη ενότητα ξεκίνησε με μια συζήτηση σχετικά με τους περιορισμούς, αλλά και τις ευκαιρίες, που προσφέρουν οι παραγωγές χαμηλού κόστους, με συμμετέχοντες τους Antoine LeBos, (Καλλιτεχνικός Διευθυντή του Less is Μore - εργαστήρι ανάπτυξης σεναρίου), Katriel Schory (ειδικός σε κινηματογραφικά θέματα) και Αμάντα Λιβανού (παραγωγός, Neda Film). Τη συζήτηση συντόνισε η Marie-Pierre Macia (παραγωγός, MPM Film).

Ξεκινώντας, η κ. Λιβανού υποστήριξε ότι στην ελληνική πραγματικότητα τα μικρά μπάτζετ είναι τρόπος ζωής. Κατά της γνώμη της, η ποιότητα ενός φιλμ δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τα χρήματα που ξοδεύονται για την παραγωγή του. «Είναι αλήθεια ότι τα πράγματα είναι δύσκολα τα τελευταία δέκα χρόνια. Δυστυχώς, πρέπει να παίρνουμε δύσκολες αποφάσεις σε πολύ πιεστικά χρονοδιαγράμματα», είπε χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια, η κ. Λιβανού χρησιμοποίησε ως παράδειγμα την ταινία L του Μπάμπη Μακρίδη στην οποία υπήρξε παραγωγός. Ο σκηνοθέτης, έχοντας μαζέψει κάποια χρήματα από διαφημιστικά, αποφάσισε να γυρίσει σχεδόν μόνος του την ταινία, μετασχηματίζοντας πολλές από τις αρχικές του ιδέες και προσαρμόζοντας τις απαιτήσεις του στα οικονομικά δεδομένα της εποχής. «Επί της ουσίας ξαναέγραψε όλο το σενάριο, αποφάσισε να γυρίσει την ταινία όχι στα βουνά της Μακεδονίας αλλά έξω από την Αθήνα, χρησιμοποίησε ελάχιστους ηθοποιούς και κοστούμια και υιοθέτησε αυτό που ονομάσαμε “κομμουνιστικό σύστημα”: όλοι πληρώθηκαν ακριβώς το ίδιο. Γυρίσαμε την ταινία σε 24 ημέρες, προσπαθώντας να διατηρούμε μια όμορφη ατμόσφαιρα. Όταν στη συνέχεια μας επεστράφησαν κάποια χρήματα από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, δώσαμε σε όλους τους συντελεστές το ίδιο μπόνους και στο τέλος όλα δούλεψαν όπως έπρεπε», ανέφερε. Κλείνοντας τη δική της παρέμβαση, η Αμάντα Λιβανού στάθηκε στο γεγονός ότι από τότε πολλά έχουν αλλάξει και οι συνθήκες σταδιακά χειροτέρεψαν. Όμως αυτή η εμπειρία τής δίδαξε ότι οι επιλογές και οι δυνατότητες είναι αμέτρητες.

Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε ο κ. Schory, ο οποίος μίλησε αρχικά για την ανάγκη που υπάρχει να βοηθηθούν τόσο οι νέοι κινηματογραφιστές όσο και οι πιο πεπειραμένοι σκηνοθέτες, οι οποίοι πολλές φορές είναι εγκλωβισμένοι σε μια ατελείωτη αναμονή, περιμένοντας για επιχορηγήσεις ή εγκρίσεις των πρότζεκτ. Αφού αναφέρθηκε στο ότι τώρα πια (με την άνοδο της τεχνολογίας) ο κινηματογράφος έχει γίνει πιο δημοκρατικός, με την έννοια ότι οποιοσδήποτε έχει στη διάθεσή του μια κάμερα, ακόμη και στο κινητό του τηλέφωνο, μπορεί να γυρίσει ταινίες, επεσήμανε ότι οι ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού βασίζονται κατά κύριο λόγο στους ηθοποιούς και τις ερμηνείες τους. «Γι’ αυτό προσπαθούμε να παίρνουμε ειδικές άδειες, ώστε οι επαγγελματίες ηθοποιοί να συμμετέχουν σε low budget ταινίες. Πρέπει να σκεφτόμαστε κάθετα και όχι οριζόντια. Πώς δηλαδή να φέρουμε σε επαφή τους σωστούς ανθρώπους ώστε να έχουμε γρήγορα και αποδοτικά αποτελέσματα. Γι’ αυτό οι ταινίες πρέπει να βασίζονται σε εξαντλητικές πρόβες και όχι στον αυτοσχεδιασμό, γιατί απλούστατα οι ημέρες στο σετ είναι περιορισμένες», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Ο κ. Schory αναφέρθηκε στη συνέχεια σε ένα ιδιαίτερα πετυχημένο πρότζεκτ που είχε αναλάβει στο Ισραήλ, το οποίο βασίστηκε στην απλή ιδέα ενός ζευγαριού που γνωρίζεται σε ένα μπαρ, όπου σχεδόν όλος ο φιλμικός χρόνος κυλάει μέσα στο αυτοκίνητο, καθώς οι δυο τους αναζητούν πάρκινγκ. Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε τρεις ημέρες και γνώρισε τεράστια επιτυχία. Σε ένα ακόμη παράδειγμα, το πολιτικό φιλμ Room 514, ο Katriel Schory υπογράμμισε ότι προηγήθηκαν πρόβες τεσσάρων μηνών με αποτέλεσμα να γυριστεί η ταινία σε τέσσερις ημέρες γυρισμάτων, τα οποία πραγματοποιήθηκαν στο σπίτι του σκηνοθέτη. «Η κάμερα τοποθετήθηκε σε 6 σημεία στο δωμάτιο και το τελικό μοντάζ έγινε σε 27 συνεδρίες», συμπλήρωσε.

Η τρίτη τοποθέτηση ήταν αυτή του κ. LeBos, ο οποίος ανέλυσε στους παρευρισκόμενους το πρόγραμμα Less is More, που έχει ως στόχο να βοηθήσει τους σεναριογράφους στην ανάπτυξη των ιδεών τους. «Θεωρούμε ότι ο περιορισμός είναι αυτός που φέρνει αποτελέσματα, και όχι το αντίθετο. Όταν το μπάτζετ είναι πενιχρό, όταν γενικότερα υπάρχουν κάθε τύπου περιορισμοί, τότε είναι που ο σεναριογράφος πιέζεται να γίνει πιο παραγωγικός. Αυτό το παρατηρήσαμε κάνοντας διάφορες ασκήσεις με τους συμμετέχοντες στο πρόγραμμα. Παρατηρήσαμε ότι όταν δίναμε σε κάποιον απόλυτη ελευθερία τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά. Εξάλλου, έρευνες έχουν δείξει ότι ο εγκέφαλος χρειάζεται κάποιου είδους εσωτερικό ανταγωνισμό, που του προσφέρουν οι παντός τύπου περιορισμοί», υπογράμμισε. Ο Antoine LeBos τόνισε ότι το πρόγραμμα επιλέγει 16 πρότζεκτ τον χρόνο και όλες οι εργασίες γίνονται σε ένα μικρό χωρίο της Βρετάνης, μακριά από περισπασμούς. Προσπαθούν να μην επιλέξουν ιδέες που είναι ήδη πολύ οργανωμένες γιατί αυτό σκοτώνει, όπως είπε, τη δημιουργική διαδικασία. «Μπορείς να βρεις το άπειρο μέσα σε πολύ περιορισμένους χώρους. Για παράδειγμα, το ιρανικό η το ρουμάνικο σινεμά έφτασαν στην κορυφή ακριβώς εξαιτίας των περιορισμών τους», δήλωσε κλείνοντας. Στο επόμενο session πραγματοποιήθηκε case study της παιδικής ταινίας My Grandfather Is an Alien, μιας συμπαραγωγής επτά χωρών, όπου πήραν τον λόγο οι παραγωγοί Ida Weiss (Senca Studio/Bela Film -Σλοβενία) και Darija Kulenović Gudan (Studio Dim - Κροατία). Τη συζήτηση συντόνισε η Anne Schultka (project manager, Kids Regio).

Ξεκινώντας, η κ. Kulenović Gudan ανέφερε ότι το πρώτο teaser της ταινίας κυκλοφόρησε περίπου τα Χριστούγεννα του 2018, ενώ η ταινία βγήκε στις αίθουσες τον Μάρτιο του 2019. Στο πρότζεκτ εργάστηκε συνολικά 7 χρόνια, συναντώντας πολλές δυσκολίες, τόσο σε επίπεδο παραγωγής όσο και σεναρίου. Υπογράμμισε δε ότι ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν συνεργασίες καθότι ένα παιδικό φιλμ φαντασίας δύσκολα προσελκύει το ενδιαφέρον. «Στείλαμε το σενάριο σε πολλούς συνεργάτες και κάναμε πολλές αιτήσεις για χρηματοδότηση. Είχαμε πολλές απογοητεύσεις αλλά και πολλές επιτυχίες. Τελικά το πρότζεκτ απέκτησε δύο σκηνοθέτες και πολλούς παραγωγούς. Στο τέλος μαζεύτηκε ένα μπάτζετ 2,5 εκατομμυρίων ευρώ που, πιστέψτε με, δεν ήταν τελικά αρκετό».

Παίρνοντας  τον λόγο, η Ida Weiss πρόσθεσε ότι προφανώς χρειάστηκε να γίνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά τις χρηματοδοτήσεις που προήλθαν από χώρες όπως η Τσεχία, η Σλοβακία, το Λουξεμβούργο ή η Νορβηγία. «Για παράδειγμα, είχαμε αρχικά επιλέξει έναν Σλοβένο ηθοποιό για τον κεντρικό ρόλο αλλά εξαιτίας της νορβηγικής συμπαραγωγής επιλέξαμε τελικά έναν Νορβηγό ηθοποιό», επεσήμανε. Ολοκληρώνοντας, οι δύο ομιλήτριες ανέφεραν ότι η ταινία γυρίστηκε κατά κύριο λόγο στο Ζάγκρεμπ, αλλά και τη Σλοβενία, ενώ το τέλος της ταινίας γυρίστηκε στη Νορβηγία. Η ταινία τελικά βρήκε διανομή σε όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην παραγωγή και αυτό μάλλον αποτελεί και το σημαντικότερο πλεονέκτημα των διεθνών συμπαραγωγών. «Αυτό που επιδιώκουμε είναι τα παιδιά να βλέπουν ταινίες ποιότητας και να μην καταναλώνουν μόνο φιλμ των μεγάλων στούντιο. Εμείς θέλουμε να εκπαιδεύουμε τα παιδιά ώστε να μπορέσουν στη συνέχεια να γίνουν το κοινό των ντοκιμαντέρ ή των arthouse ταινιών που θέλουμε να παράγουμε. Πάντως, ο μάλλον σημαντικότερος θεσμός του παιδικού φιλμ στην Ευρώπη είναι το Cinekid Festival, που διεξάγεται στο Άμστερνταμ κάθε Οκτώβρη», κατέληξαν, ευχαριστώντας το κοινό για την προσοχή του.

Το τηλεοπτικό τοπίο στις ΗΠΑ και την Ελλάδα, οι αλλαγές στον τρόπο ανάπτυξης των τηλεοπτικών σειρών και οι σχέσεις με τον κινηματογράφο ήταν ανάμεσα στα θέματα που συζητήθηκαν στην ενότητα Unboxing Tv. Στο πάνελ συμμετείχαν οι: Μάικ Γουέρμπ (Face/Off, Η Μάσκα, σεναριογράφος-παραγωγός με έδρα το Λος Άντζελες, προσκεκλημένος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Διεύθυνση Hellenic Film Commission), Γουίλιαμ Χόρμπεργκ  (παραγωγός, The Queen's Gambit - Netflix, ΗΠΑ),  Αμάντα Λιβανού (παραγωγός, Sleepover - τηλεοπτική σειρά σε ανάπτυξη) και Λευτέρης Χαρίτος (σκηνοθέτης, Άγριες Μέλισσες - Antenna TV). Τη συζήτηση συντόνισε η δημοσιογράφος Έλενα Χρηστοπούλου.   

Ο Μάικ Γουέρμπ αναφέρθηκε στην εμπειρία συνεργασίας με τα μεγάλα αμερικάνικα τηλεοπτικά δίκτυα. «Όλα ξεκινούν από μία ιδέα. Κάποιες φορές είναι ένα μυθιστόρημα, μία είδηση που σου τραβάει την προσοχή ή μία ιδέα που έχει κάποιος άλλος. Η ανάπτυξη σεναρίου είναι μοναχική εμπειρία ακόμη και αν συνεργάζεσαι». Αναλύοντας τη διαδικασία ανάπτυξης σεναρίου, ο αμερικανός σεναριογράφος περιέγραψε τα εξής στάδια:

 

-Επεξεργασία της βασικής ιδέας.

-Προετοιμασία του pitching με εξάσκηση στον τρόπο παρουσίασης.

-Επαφές με τους παραγωγούς που συνεργάζονται με τα μεγάλα δίκτυα.

-Προώθηση του pitch σε υποψήφιους αγοραστές.

 -Ετοιμασία πιλοτικού επεισοδίου σε γραπτό κείμενο, από μία ως 15 σελίδες. Στο στάδιο αυτό συμφωνείς την αμοιβή και συχνά υπάρχει και ποσοστό.

 

«Η τηλεόραση είναι ένα πολύ ανταγωνιστικό σύστημα. Η σεζόν των 22 επεισοδίων πεθαίνει στις ΗΠΑ. Τώρα κάθε κύκλος έχει έξι με οκτώ επεισόδια κι αυτό είναι καλύτερο για να αφηγηθείς μια ιστορία», κατέληξε.

Στις αλλαγές στον χώρο της βιομηχανίας του θεάματος αναφέρθηκε ο  Γουίλιαμ Χόρμπεργκ.  «Μεγάλωσα όταν οι ταινίες ήταν ταινίες και προβάλλονταν στα σινεμά. Η αγορά αυτή αλλάζει συνέχεια», παρατήρησε. Ο αμερικανός παραγωγός αναφέρθηκε σε δυο project που έχει αυτόν τον καιρό, το κινηματογραφικό Flag Day σε σκηνοθεσία του Σον Πεν και το τηλεοπτικό The Queen's Gambit, για το Netflix. Όπως είπε, «για την ταινία του Πεν, μια ανεξάρτητη παραγωγή, η αναζήτηση χρηματοδότησης ήταν εφιαλτική. Αντίθετα, για το The Queen's Gambit χρειάστηκαν μόλις 18 μήνες από την πρώτη συνάντηση για να φτάσουμε στην παραγωγή». Ο αμερικανός παραγωγός έδωσε έμφαση στη σημασία της αρχικής ιδέας και του σεναρίου προκειμένου να υλοποιηθεί μία σειρά και τόνισε: «Υπάρχει υπεραφθονία περιεχομένου σήμερα, έχουμε αυτό που λέγεται posh television, οι αγοραστές αλλάζουν συνεχώς, όμως η αφήγηση ιστοριών είναι αιώνια. Από όλα τα στοιχεία για να γίνει μία ταινία ή σίριαλ, το σενάριο είναι το πιο σημαντικό. Είναι αυτό που προσελκύει έναν καλό σκηνοθέτη ή ταλαντούχους ηθοποιούς. Κι όπως είπε ο Κιούμπρικ, “το αληθινό είναι καλό αλλά το ενδιαφέρον είναι καλύτερο”. Εντέλει, τα σενάρια είναι δομή. Το καλά σχεδιασμένο τέλος εμπεριέχει την κάθαρση».

Ο Λευτέρης Χαρίτος, δημιουργός της μεγάλης επιτυχίας Άγριες μέλισσες αναφέρθηκε στην εμπειρία του, επιχειρώντας κάποιες συγκρίσεις με την αμερικάνικη πραγματικότητα. «Τα πάντα στην τηλεόραση έχουν γίνει φτηνά. Το low budget στην Ελλάδα είναι στην πραγματικότητα no budget. Ένα σίριαλ κοστίζει 40.000 το επεισόδιο, δεν έχουμε τα τεράστια ποσά της Αμερικής. Οι Άγριες μέλισσες σημειώνουν τεράστια επιτυχία διότι οι θεατές έλκονται  από τους χαρακτήρες, την ιστορία». Μιλώντας για τη διαδικασία συγγραφής ενός σεναρίου, παρατήρησε: «Στην Ελλάδα δεν κάνεις ανάπτυξη σεναρίου. Ο σεναριογράφος γράφει ένα επεισόδιο ή και περισσότερα, και αν προχωρήσει η ιδέα, θα γίνει η παραγωγή. Λόγω κρίσης, πολλά σενάρια έμειναν στην άκρη. Τα κανάλια, τα τελευταία 10 με 15 χρόνια, αγόρασαν σίριαλ από την Αργεντινή, την Ισπανία, την Τουρκία». O Λευτέρης Χαρίτος μίλησε και για την απόφασή του να συνεργαστεί στις Άγριες μέλισσες με άγνωστους στο ευρύ κοινό ηθοποιούς. Όπως είπε, μία από τις ηθοποιούς του, η Μαρία Κίτσου, παίζει και σε μία ταινία που προβάλλεται στο Φεστιβάλ, το Cosmic Candy, και είναι βέβαιος η επιτυχία του σίριαλ θα βοηθήσει και την ταινία. 

Στις διαφορές και τις ομοιότητες ανάμεσα στην ελληνική και την αμερικάνικη τηλεοπτική εμπειρία αναφέρθηκε και η παραγωγός Αμάντα Λιβανού, ενώ πρόσθεσε: «Ως παραγωγός δεν καταλαβαίνω τη διαφορά ανάμεσα σε μια κινηματογραφική ταινία, ένα ντοκιμαντέρ ή ένα σίριαλ. Προχωράω με το ένστικτο». Η κ. Λιβανού μίλησε για τη συνεργασία της με τη Μαρία Χατζάκου, η οποία αποφάσισε να στραφεί στη συγγραφή σεναρίου όταν συνέλαβε την ιδέα για το  σίριαλ Sleepover, μια παραγωγή της Neda Film και της Haos Film. «Δεν ξέρω ποιο κανάλι θα χρηματοδοτούσε μια σειρά για μια 40χρονη γυναίκα. Έκανα αίτηση για το πρόγραμμα Media - Developmnet της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η εξέλιξη ήταν θετική». Η κ. Λιβανού ανέφερε, επίσης, ότι η Ελλάδα είναι μία συντηρητική χώρα, όπου τα κανάλια παίρνουν δύσκολα ρίσκο  -«ένα λεσβιακό σίριαλ για παράδειγμα ποιος θα το τολμούσε;» είπε χαρακτηριστικά - εξέφρασε όμως τη βεβαιότητα ότι τα πράγματα σταδιακά αλλάζουν στο τηλεοπτικό τοπίο. Οι δύο αμερικανοί προσκεκλημένοι αναφέρθηκαν και στις προοπτικές που ανοίγουν λόγω της στροφής του Netflix σε τοπικές αγορές. Ο Γουίλιαμ Χόρμπεργκ εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι η Ελλάδα θα είναι μέσα στον σχεδιασμό αυτό. «Η χώρα σας μου φαίνεται σαν ένας κοιμισμένος γίγαντας. Πιστεύω ότι θα υπάρξουν πολλές ευκαιρίες τόσο για συμπαραγωγές όσο και για επαφές ανάμεσα σε Έλληνες και  ξένους κινηματογραφιστές».

Στην τελευταία ενότητα της ημέρας, η Βασιλική Διαγουμά, εκπρόσωπος του ΕΚΟΜΕ, εξήγησε πώς η χρήση των οικονομικών κινήτρων στην κινηματογραφική βιομηχανία έχει επηρεάσει την ανάπτυξη του ελληνικού οπτικοακουστικού τομέα τα τελευταία δύο χρόνια. Αφού ευχαρίστησε το Φεστιβάλ, λέγοντας ότι το ταξίδι της εξωστρέφειας του ΕΚΟΜΕ άρχισε από τη Θεσσαλονίκη, αναφέρθηκε στους τρείς βασικούς πυλώνες στήριξης της οπτικοακουστικής παραγωγής στην Ελλάδα: την προσέλκυση επενδύσεων (Cash Rebate) την ψηφιοποίηση οπτικοακουστικών έργων και την εκπαίδευση.

Όσον αφορά την παραγωγή, η κ. Διαγουμά υποστήριξε ότι το ελληνικό Cash Rebate λειτουργεί εδώ και έναν χρόνο, με περίπου 80 έργα (κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές μέχρι ψηφιακά βιντεοπαιχνίδια) ενταγμένα στο πρόγραμμα, τα μισά εκ των οποίων είναι γυρισμένα στην Ελλάδα. «Το όφελος από τη συμμετοχή στο πρόγραμμα είναι η επιστροφή του 35% των χρημάτων, που μπορεί να φτάσει μέχρι και το 80%, αν τα γυρίσματα της ταινίας γίνουν εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα. Η αίτηση για cash rebate μπορεί να γίνει από οποιονδήποτε έχει ελληνικό ΑΦΜ μέχρι και 2 μήνες πριν από την έναρξη των γυρισμάτων, ενώ μετά από 45 ημέρες ο ενδιαφερόμενος θα λάβει απάντηση. Οφείλω εδώ να σημειώσω ότι τα χρήματα είναι αφορολόγητα, οπότε δεν υπάρχει παρακράτηση φόρων. Το συνολικό μπάτζετ του ΕΚΟΜΕ ανέρχεται στα 70 εκατομμύρια ευρώ, εγγυημένα από το ελληνικό κράτος. Ήδη έχουν επενδυθεί πάνω από 60 εκατομμύρια ευρώ στην παραγωγή και έχουν επιστραφεί περισσότερα από 20, ενώ έχουν βρει δουλειά πάνω από 15 χιλιάδες άνθρωποι», υποστήριξε.

Στη συνέχεια, η κ. Διαγουμά τόνισε ότι το 2020 ετοιμάζεται ένα νέο πρόγραμμα φοροαπαλλαγής, το οποίο θα προσφέρει μέχρι και 30% μείωση φορολογίας. «Θέλουμε να μετατρέψουμε την παραγωγή σε ελληνική υπόθεση. Γι’ αυτό έχουμε ιδρύσει ένα δίκτυο από film offices στις 13 περιφέρειες της Ελλάδας. Ιδιαίτερα για τη Θεσσαλονίκη, θεωρούμε ότι οι προοπτικές είναι τεράστιες. Όμως κι εμείς δίνουμε ιδιαίτερο βάρος στην εκπαίδευση. Σε συνεργασία λοιπόν με τα Nu Boyana Studios της Σόφια, στέλνουμε νέους στη Βουλγαρία για να εκπαιδευτούν ώστε στη συνέχεια να γυρίσουν στην Ελλάδα καταρτισμένοι και να αποτελέσουν τους επαγγελματίες του μέλλοντος», επεσήμανε.