Masterclass Mike Werb

Δημιουργός μεγάλων επιτυχιών στο Χόλιγουντ και στην αμερικανική τηλεόραση, ο σεναριογράφος – παραγωγός Μάικ Γουέρμπ, ήρθε στη Θεσσαλονίκη προσκεκλημένος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (Διεύθυνση Hellenic Film Commission), στο πλαίσιο του 60ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου και έδωσε masterclass την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας.

60ό ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ || 31/10-10/11/2019

Masterclass Mike Werb

 

Δημιουργός μεγάλων επιτυχιών στο Χόλιγουντ και στην αμερικανική τηλεόραση, ο σεναριογράφος – παραγωγός Μάικ Γουέρμπ, ήρθε στη Θεσσαλονίκη προσκεκλημένος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (Διεύθυνση Hellenic Film Commission), στο πλαίσιο του 60ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου και έδωσε masterclass την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας.

«Ευχαριστούμε το Φεστιβάλ που φιλοξενεί τον καλεσμένο μας, έναν διακεκριμένο σεναριογράφο και παραγωγό», είπε η διευθύντρια του Hellenic Film Commission, Βένια Βέργου, παρουσιάζοντας τον Μάικ Γουέρμπ στο κοινό.

«Καθυστερήσαμε να ξεκινήσουμε κατά επτά λεπτά και σας ζητάω συγγνώμη. Αν θέλετε όμως να γίνετε συγγραφείς πρέπει να συνηθίσετε να περιμένετε», παρατήρησε με χιούμορ ο Μάικ Γουέρμπ χωρίς διάθεση ωραιοποίησης των συνθηκών της δουλειάς του, «μιας δύσκολης και συναρπαστικής δουλειάς», όπως είπε. «Οι συγγραφείς δεν βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής. Δεν είναι πολύ λαμπερή, ούτε διασκεδαστική αυτή η  δουλειά, είναι μοναχική και σίγουρα δεν είναι για κάποιον που είναι ευαίσθητος. Είναι μία δουλειά για ανθρώπους που έχουν κάτι να πουν και έχουν την εμμονή να το πουν.  Ο Όργουελ είπε ότι η συγγραφή είναι ένας εξαντλητικός, τρομερός αγώνας, όπου υπάρχει ένας εσωτερικός δαίμονας. Κι ο Νόρμαν Μέιλερ είπε ότι η διαδικασία της συγγραφής είναι η πιο κοντινή στον τοκετό. Το ίδιο διαπιστώνω από την εμπειρία μου στο Χόλιγουντ. Όταν  πάμε τελικά στον τοκετό μετά από πολλή ώρα φέρνουμε στον κόσμο μία καινούργια ζωή, που συνήθως δεν είναι αυτό που περιμέναμε. Πρέπει όμως να μάθουμε να αγαπάμε το μωρό μας, την ταινία και να βρούμε κάποιον να θέλει να την υιοθετήσει, να την αγοράσει. Κι έτσι εμείς χάνουμε τα δικαιώματα γιατί  κάποιος άλλος τα παίρνει και παθαίνουμε κατάθλιψη. Την πρώτη σελίδα, την πρώτη μέρα έχω χιλιάδες ιδέες, οι οποίες μπορούν να ανθίσουν, να αποκτήσουν τη δυνατότητα να υπάρξουν σε ένα κόσμο που δεν έχει δημιουργηθεί. Είμαστε σαν θεοί που δημιουργούμε μία γέννηση, κάτι τρομακτικό και συναρπαστικό».

Ο Μάικ Γουέρμπ έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη δύναμη της ιδέας, παρατηρώντας: «Είναι η άυλη σύλληψη που πρέπει να γίνει, προτού ανθίσει και εκραγεί μία ιδέα μέσα από εσένα σαν κάτι καινούργιο. Αυτό θα μπορούσε να είναι μία συναρπαστική ιδέα για έναν εκκεντρικό ήρωα, έναν δολοφόνο ή για έναν απλό διάλογο που σε εμπνέει. Κι αυτή η ιδέα μπορεί να σου έρθει σε απρόσμενες στιγμές, είτε βρίσκεσαι στο ταμείο ανεργίας είτε στο σπίτι».

 Όπου βρεθεί ο Μάικ Γουέρμπ, ακόμη και στις επαγγελματικές συναντήσεις του, έχει μαζί του ένα αρχαίο ελληνικό νόμισμα, με την κεφαλή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πράγμα που όπως είπε τον συνδέει με την Ελλάδα. Εξήγησε πώς βρέθηκε στα χέρια του: «Όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου άρχισε να μου μιλάει για τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς, για το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού, για τον Ευριπίδη και μου έδωσε αυτό το αυθεντικό νόμισμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος ενδιαφερόταν να προωθήσει τον δικό του θρύλο, την ιδέα ότι καταγόταν από τον Ηρακλή και για τον λόγο αυτό στο νόμισμα φοράει γύρω από το κεφάλι του την προβιά από το Λιοντάρι της Νεμέας. Όταν ο πατέρας μου μού μιλούσε για τους θεούς, δεν καταλάβαινα την ιδέα του ημίθεου, όπως ο Ηρακλής και πώς ήταν πατέρας του ο Δίας. Έχουν γίνει αρκετές ταινίες για τον Ηρακλή, τους άθλους του, πώς δολοφόνησε την πρώτη του γυναίκα και τα παιδιά του, πόσο βίαιη ήταν η ζωή του. Το νόμισμα ήταν μία στιγμή αποκάλυψης για μένα, ώστε να δημιουργήσω μία τηλεοπτική σειρά με ήρωα τον Ηρακλή που ελπίζω να πουλήσω και στην Ελλάδα».

Σε πρακτικό επίπεδο, ο αμερικανός σεναριογράφος έδωσε συμβουλές για τη διαχείριση της αρχικής ιδέας: «Όταν έχετε έμπνευση, μην την αφήσετε να φύγει. Αυτός είναι ο πρώτος κανόνας για έναν σεναριογράφο. Μην αγνοείτε την έμπνευση, γράψτε την τη στιγμή που έρχεται, γι’ αυτό να  έχετε πάντα μαζί σας ένα στυλό. Εμένα η έμπνευση μου έρχεται συνήθως όταν πάω να κοιμηθώ, αν και οι περισσότεροι σεναριογράφοι υποφέρουμε από αϋπνία».

Ο αμερικανός σεναριογράφος περιέγραψε την προσωπική του διαδρομή που τον οδήγησε στο Χόλιγουντ, «μία όχι πολύ όμορφη ιστορία», όπως είπε, αφού στο ξεκίνημά του διέκοψε τις σπουδές του στο Στάνφορντ, έφτιαξε μία πανκ μπάντα, βρέθηκε να παίρνει ναρκωτικά κι απένταρος, αφού έχασε τη χρηματοδότηση από τους γονείς του. Όμως είχε τη διάθεση να επανακάμψει: «Πήρα δάνειο, πήγα ξανά στο Πανεπιστήμιο, έγραψα ένα σενάριο και κέρδισα το βραβείο Τζακ Νίκολσον. Παράλληλα, έπαιρνα όποια δουλειά έβρισκα μπροστά μου, ένα κειμενάκι, οτιδήποτε. Μην υποτιμάτε τις μικρές δουλίτσες, μαθαίνεις από όλα. Μαζί με μία συμφοιτήτριά μου πήγαμε στο Τέξας και γράψαμε ένα σενάριο που το πουλήσαμε κι αυτό ήταν ένα ακόμη βήμα. Όλοι έχουμε τον τρόπο να μπούμε σε αυτή τη βιομηχανία. Μετά πήγα σε μια μικρή εταιρία που έψαχνε για ταινίες δράσης. Είχαν απορρίψει συμφωνίες με άλλους πέντε συγγραφείς και πήγα κι εγώ, έκανα το pitch μου για 35 λεπτά, μίλησα για πράγματα σημαντικά για μένα αλλά… δεν με πήραν! Η συμβουλή μου είναι, λοιπόν, να μη μιλάτε τόσο πολύ, μιλήστε για 10 – 15 λεπτά, κάντε μια σύνοψη της ιστορίας σας. Στη συνέχεια, έγραψα ένα σενάριο για μια κοπέλα που συνελήφθη για κοκαΐνη στο Περού και με αυτό πήρα 32.000 δολάρια, έγινα από τους πιο ακριβοπληρωμένους σεναριογράφους στην Αμερική».

To 1989 o Μάικ Γουέρμπ έγραψε το σενάριο για το θρίλερ Επτά στο Πέρασμα του Τρόμου, μία ταινία που δεν διστάζει να παραδεχτεί ότι δεν ήταν καλή. Στην ταινία, από ένα λάθος σε πείραμα, δημιουργούνται σε εργαστήριο τεράστιοι αρουραίοι που απελευθερώνονται και επιτίθενται σε κατασκήνωση σκορπίζοντας την καταστροφή. «Η ταινία δεν τα πήγε καλά», είπε ο αμερικανός σεναριογράφος βάζοντας τα γέλια όταν έδειξε ένα σύντομο απόσπασμά της στην οθόνη. «Ήταν μία ταινία χαμηλού προϋπολογισμού, η πρώτη μου δουλειά, μία εμπειρία περίεργη που οδήγησε όμως στην εξέλιξή μου» προσέθεσε.

Ιδιαίτερη σημασία δίνει στο όνομα των χαρακτήρων που επινοεί και η αναζήτηση ονομάτων του παίρνει πολύ χρόνο όπως είπε. «Το τριαντάφυλλο μυρίζει γλυκά, είπε ο Σαίξπηρ αλλά ακούγεται το ίδιο γλυκά; Το όνομα είναι πολύ σημαντικό, να το έχετε πάντα στο μυαλό σας όταν γράφετε. Ένα όνομα μπορεί να είναι το πρώτο σας βήμα για να γίνετε συγγραφέας. Ο Τέρι Γουάιλντερ έδωσε το όνομα… Παστράμι σε έναν ήρωά του και τη γλίτωσε. Εγώ στην πρώτη μου ταινία έδωσα στους ήρωες τα ονόματα των γονιών μου -ήταν ταινία για αρουραίους και για αυτό έδωσα το όνομα των γονιών μου, είχα τον λόγο μου. Τα ονόματα θεωρήθηκαν πολύ εβραϊκά από το στούντιο και μου ζήτησαν να τα αλλάξω, το ένα όνομα μου είπαν να το κάνω Ντέιβιντ λες και αυτό δεν ήταν εβραϊκό! Δεν είχα όμως τη δύναμη να φέρω αντιρρήσεις».

Επόμενος σταθμός στην πορεία του ήταν η Μάσκα (1994) με τον Τζιμ Κάρεϊ, μία «περίεργη δουλειά», όπως είπε, για την οποία θυμάται:  «Έγραψα το σενάριο σε 5 1/2 εβδομάδες διασκευάζοντας ένα μυθιστόρημα για έναν πολύ βίαιο ήρωα. Τα στούντιο ήθελαν να το μετατρέψουμε σε κωμωδία, πράγμα που μου άρεσε αφού μεγάλωσα με τα Looney Tunes. Ο προϋπολογισμός ήταν 17.000.000  δολάρια, θα σας φαίνεται τεράστιος στην Ελλάδα. Μου είπαν να προσαρμόσω την ταινία στον ανερχόμενο τότε αστέρα Τζιμ Κάρεϊ. Δημιούργησα έναν χαρακτήρα, βάζοντας πολλά στοιχεία από τον εαυτό μου στα γυμνασιακά μου χρόνια, δεν ήμουν με τους άτακτους, ούτε με τα nerds, δεν ήθελα να είμαι δημοφιλής κι έτρωγα το φαγητό μου δίπλα στο ντουλαπάκι μου. Μεγάλωσα με τον πατέρα μου που ήταν τυφλός κι έβαλα στην ταινία να έχει έναν τυφλό συγγενή ο Τζιμ Κάρεϊ. Το στούντιο δεν ήθελε άτομο με αναπηρία και γι’ αυτό το έκοψαν. Ξέρω ότι μοιάζει με ανόητη κωμωδία και είναι όντως, αλλά αυτό που την κάνει ενδιαφέρουσα είναι ότι τονίζει τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, έναν τύπο  που δεν νιώθει άνετα με τον εαυτό του και το σώμα του και πρέπει να συμβεί κάτι για να συνειδητοποιήσει ποιος είναι. Ο Τζιμ τα πήγε καταπληκτικά και ήταν η ταινία αυτή που τον έκανε Τζιμ Κάρεϊ. Ήταν σημαντικό για την καριέρα μου που συνεργάστηκα με την Κάμερον Ντίαζ, ένα υπέροχο άτομο, φοβερή προσωπικότητα».

Για τον Μάικ Γουέρμπ είναι πρόκληση για κάποιον που γράφει κωμωδία «να εξισορροπήσει την τρέλα του κόσμου με την πραγματικότητα και πώς να το εξηγήσει αυτό στο pitching για να κάνει να φανεί η αντίθεσή τους».  

Ένας από τους σημαντικότερους σταθμούς στην καριέρα του ήταν το φιλμ Face/Off, για το σενάριο της οποίας συνεργάστηκε με ομάδα συγγραφέων, ανάμεσά στους οποίους ήταν και ο φίλος και σταθερός συνεργάτης τού Μάικ Κολίρι. «Στις ταινίες δράσης του ’80 και του ’90 ο κακός τύπος είναι βαρετός, ενώ ο καλός είναι ενδιαφέρων. Είπαμε γιατί και ο κακός να μην είναι ενδιαφέρων όπως ο καλός, άρα γιατί να μην είναι ο κακός τύπος ο καλός; Εξηγήσαμε τι εννοούσαμε στον ατζέντη μας και αυτός μας έδιωξε κλοτσηδόν, είπε γράψτε κάτι πιο ασφαλές. Κάναμε συνεντεύξεις με πολλούς πλαστικούς χειρουργούς για να γράψουμε την ταινία κι αυτό που γράψαμε τότε, η μεταμόσχευση προσώπων, συμβαίνει πλέον εδώ και πολλά χρόνια» είπε.

To 2001 έγραψε το σενάριο για την ταινία Lara Croft: Tomb Raider, μία συνεργασία για την οποία θυμάται: «Στόχος μας ήταν να μετατρέψουμε τον κύριο χαρακτήρα σε πραγματική ηθοποιό. Είχαμε έξι εβδομάδες να γράψουμε το σενάριο. Χρειάστηκε να πείσουμε την Paramount,  στούντιο παλαιάς σχολής, που απέρριπτε τα σχέδιά μας ως ακριβά. Κάναμε pitch τη Λάρα Κροφτ ως κάποια που θα μπορούσε να είναι η Κάθριν Χέμπορν στα 25 της, θα μπορούσε να κάνει τα πάντα να δει τον πρόεδρο ή τον πρωθυπουργό, όταν όμως έβγαινε ραντεβού με άντρα τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Ήταν ένα δυναμικό θηλυκό που φόβιζε τους άντρες. Εντέλει δεν μου άρεσε η ταινία, δεν πήγα καν στην πρεμιέρα, έστειλα τη μαμά μου και τη γιαγιά μου».

Μία από τις πιο πρόσφατες δουλειές του είναι η τηλεοπτική σειρά για παιδιά, Unnatural History (2010), στην οποία υπογράφει το σενάριο, τη σκηνοθεσία και την παραγωγή.  «Είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτή τη δουλειά. Πέρασα καιρό στην Ασία, στα νησιά Γκαλάπαγκος για την έρευνα. Ήταν ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, έχασα την προσωπική μου ζωή, να φανταστείτε είχα σκούρα μαλλιά και σε 18 μήνες έγινα γκριζομάλλης».

Θεωρεί πολύ χρήσιμο για έναν νέο συγγραφέα να δουλέψει ως βοηθός σεναριογράφου σε τηλεοπτική σειρά. «Προσπαθήστε στην Ελλάδα να μπείτε σε μία τέτοια δουλειά, να βρεθείτε στο προσωπικό και μετά μπορεί να γράψετε ένα επεισόδιο», είπε. Επιπλέον, θεωρεί πολύ σημαντικό να έχει κανείς πρόγραμμα. «Οι  ιδέες είναι διαμάντι, αλλά οι λεπτομέρειες είναι το παν. Σταματήστε να μιλάτε για την ιδέα σας, αφήστε τα λόγια και πιάστε το χαρτί. Εδώ μπαίνει η τέχνη. Χρειαζόμαστε ένα σχέδιο, ένα πρόγραμμα. Την πρώτη εβδομάδα ξεκινάτε από την ιδέα και σε αυτό το στάδιο δεν πρέπει να κολλήσετε, να είστε αναποφάσιστοι. Τη δεύτερη εβδομάδα πρέπει να σκεφτείτε τους χαρακτήρες και ποια είναι η βασική διαμάχη. Επόμενη εβδομάδα, επόμενο βήμα κλπ. Χρησιμοποιώ αυτό το πρόγραμμα όταν γράφω σενάρια. Μπορεί η πιο ανόητη ιδέα να σας οδηγήσει στην καλύτερη.  Κάποιοι θέλουν να δουλεύουν απομονωμένοι, ο καθένας δουλεύει διαφορετικά, εμένα μου αρέσει η ομάδα, να ακούω τα σχόλια των άλλων».

Θεωρεί ότι οι πρώτες 20-30 σελίδες του σεναρίου είναι οι πιο κρίσιμες. «Πρέπει από την αρχή να προσελκύσεις το ενδιαφέρον του θεατή, να τον κάνεις να κολλήσει και να το κρατήσεις αυτό το ενδιαφέρον ως το τέλος. Γι’ αυτό πρέπει να βελτιώνετε το σενάριό σας συνεχώς, μην βασίζεστε στην πρώτη εκδοχή και μην ακούτε ποτέ τη μαμά σας, αυτή τα βρίσκει όλα υπέροχα». Αναφέρθηκε επίσης στη σημασία του logline, μίας σύνοψης της ιστορίας σε μία παράγραφο, προκειμένου να πείσει ένας σεναριογράφος τον υποψήφιο αγοραστή να  διαβάσει ολόκληρο το σενάριο. «Είτε είστε επαγγελματίες είτε ερασιτέχνες υπάρχει μεγάλη ελπίδα για εσάς εκεί έξω», κατέληξε ο Αμερικανός σεναριογράφος.

Σε ερώτηση από το κοινό για το αν είναι ανέφικτο για έναν ευρωπαίο σεναριογράφο να δουλέψει στα αμερικάνικα στούντιο απάντησε: «Ίσως αυτό να ίσχυε πριν από μερικά χρόνια. Τώρα τα στούντιο ψάχνουν παντού. Το επιχειρηματικό μοντέλο είναι παγκοσμιοποιημένο, διεθνές. Υπάρχει λίστα από ατζέντηδες, γραφεία, στους οποίους μπορείτε να στείλετε τα σενάριά σας».

Σε ερώτηση φοιτητή  σχολής κινηματογράφου για το πώς ξεπερνάει την έλλειψη έμπνευσης, ο Μάικ Γουέρμπ απάντησε: «Κάτι που με βοηθάει πολύ όταν γράφω και νιώθω κουρασμένος είναι να σταματώ τη σκηνή πριν ολοκληρωθεί, ώστε όταν ξυπνάω την επόμενη μέρα να ξέρω από πού να ξεκινήσω. Πάντα αφήνω κάτι να εκκρεμεί για τον λόγο αυτό. Κι ακόμη πρέπει να γράφετε κάθε μέρα, είτε μισή σελίδα είτε μία παράγραφο. Έτσι το μυαλό σας θα παραμείνει εκεί. Αν χάσετε μία μέρα μετά, κινδυνεύετε να χάσετε μία εβδομάδα, έναν μήνα, μήνες κι εντέλει να χαθείτε εντελώς».

Τέλος, στην ερώτηση του Γιώργου Πυρπασόπουλου, φετινού πρέσβη της Αγοράς του Φεστιβάλ για το αν έχει κάποιον κανόνα συγγραφής σεναρίου για έναν ασυνήθιστο χαρακτήρα σε ασυνήθιστο περιβάλλον, ο Μάικ Γουέρμπ απάντησε: «Είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Αυτό που έχω να πω είναι ότι όλοι οι κανόνες πρέπει να παραβιάζονται και να σπάνε».