10o ΦΝΘ: ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ: Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ

10ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης –
Εικόνες του 21ου Αιώνα
7-16 Μαρτίου 2008

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟY

ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ:
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ



Ζητήματα που αφορούν στο θεσμό του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης αναπτύχθηκαν στην ανοιχτή συζήτηση με τίτλο «Η επόμενη δεκαετία του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ» που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 14 Μαρτίου, στην Αποθήκη 1, στο λιμάνι, με ομιλητές τους, Δημήτρη Εϊπίδη, καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, Ζήνο Παναγιωτίδη, κινηματογραφικό διανομέα και ιδιοκτήτη της Rosebud, Mάρκο Γκαστίν, σκηνοθέτη που συμμετέχει στο Ελληνικό Πανόραμα με το φιλμ Θέμις, Κυριακή Μάλαμα, σκηνοθέτιδα της ταινίας Ταραγμένα χρόνια που προβάλλεται στην ενότητα Ελληνική Τηλεόραση και Νίκο Λυγγούρη, σκηνοθέτη της ταινίας Οι εραστές της Αξού που προβάλλεται στην ενότητα Μικρές Αφηγήσεις. Συντονιστής ήταν ο δημοσιογράφος Ηλίας Κανέλλης.

Τον λόγο πήρε η κ. Μάλαμα, η οποία είπε μεταξυ άλλων: «Η πρώτη μου συμμετοχή στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ήταν όταν δημιουργήθηκε. Σήμερα είναι ένας ολοκληρωμένος θεσμός που μας δίνει το βήμα για να παρουσιάσουμε το έργο μας. Έκτοτε έχω παρουσιάσει άλλες τέσσερις δουλειές μου, όλες παραγωγές της ΕΤ3. Δυστυχώς η τηλεόραση είναι ο μοναδικός αποδέκτης». Στη συνέχεια μίλησε για τον νόμο που υποχρεώνει τις ταινίες τεκμηρίωσης να προβληθούν στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, προκειμένου να συμμετάσχουν στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας του Υπουργείου Πολιτισμού, τονίζοντας χαρακτηριστικά πως δεν λειτουργεί προς όφελος των δημιουργών.

Μαζί της συμφώνησε ο κ. Γκαστίν, ο οποίος αφού αναφέρθηκε στην σπουδαιότητα του διεθνούς χαρακτήρα του Φεστιβάλ, υπογράμμισε πως υπάρχει θεσμικό πρόβλημα με το νόμο: «Γιατί είμαι υποχρεωμένος να κάνω φιλμ μεγαλύτερο των 60 λεπτών για να συμμετέχω στα Κρατικά Βραβεία, γιατί η ταινία μου δεν πρέπει να έχει προβληθεί πουθενά αλλού, όταν μάλιστα κάτι ανάλογο δεν ισχύει για τις ξένες ταινίες. Δεν μπορούμε να έχουμε δυο μέτρα και δυο σταθμά για τις ελληνικές και τις ξένες ταινίες που συμμετέχουν στη διοργάνωση», σημείωσε ο κ. Γκαστίν.

Ο κ. Λυγγούρης ο οποίος ζει αρκετά χρόνια στο εξωτερικό και όπως είπε νιώθει αποκομμένος από την ελληνική πραγματικότητα, μίλησε για τον κινηματογραφικό χώρο στην Γερμανία, όπου και ζει: «Στη Γερμανία γίνονται πολλές ταινίες και ντοκιμαντέρ, που όμως δεν προβάλλονται πουθενά. Οι διανομείς δεν αγοράζουν τίποτα και είναι τραγικό που τα Φεστιβάλ ανά τον κόσμο έχουν αναλάβει αυτό το ρόλο. Οι ταινίες προβάλλονται μία φορά στο Φεστιβάλ και ύστερα μπαίνουν στο συρτάρι», επεσήμανε ο κ. Λυγγούρης.

«Μας έρχονται δεκάδες ντοκιμαντέρ πιο ενδιαφέροντα από τις ελληνικές ταινίες μυθοπλασίας και αισθάνομαι πικρία που δεν έχουμε δυνατότητα να τα βγάλουμε στις αίθουσες», είπε ο Ζήνος Παναγιωτίδης, ο οποίος εξήγησε στη συνέχεια ότι τα τελευταία χρόνια, έγινε μια προσπάθεια να προβληθεί το ντοκιμαντέρ στις αίθουσες, πρώτα με την Αγέλαστο Πέτρα και ύστερα με το Sugartown. «Είναι γεγονός ότι συμβάλλει αρνητικά η επιφυλακτικότητα τόσο από τους αιθουσάρχες, τόσο και από τους δημοσιογράφους που τα χαρακτηρίζουν «ντοκιμαντέρ ΕΤ3» και θεωρούν ότι δεν θα έχουν καμία τύχη στην αίθουσα», σημείωσε ο κ. Παναγιωτίδης.

Το λόγο πήρε στη συνέχεια ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, Δημήτρης Εϊπίδης. «Συμμετέχουμε και εμείς απόλυτα στις διαμαρτυρίες σχετικά με το νόμο, ο οποίος δεν είναι δημοκρατικός. Πέρσι 19 ταινίες δήλωσαν πρόθεση συμμετοχής στα Κρατικά Βραβεία και μόνο 3 συμμετείχαν. Φέτος 33 ταινίες έχουν την πρόθεση να πάρουν μέρος στα Κρατικά και αν θέλετε στοιχηματίζω μαζί σας πόσες από αυτές θα επιλεγούν», τόνισε ο κ. Εϊπίδης. Έπειτα έκανε μία σύντομη ιστορική αναδρομή στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, «σ΄αυτή την περιπέτεια», όπως την χαρακτήρισε: «Είναι δημιούργημα μου. Ξεκίνησε με 8.000 θεατές και λίγες ελληνικές ταινίες. Σήμερα έχουμε 100 καταθέσεις στο ελληνικό πρόγραμμα. Θα ήθελα να μπορώ να παρουσιάζω όλες τις ταινίες χωρίς αρνητικές επιπτώσεις. Έχω ένα όραμα να αποδείξω ότι το ντοκιμαντέρ δεν βρίσκεται σε παρακμή, είναι ένα ενημερωτικό, ψυχαγωγικό είδος. Θεωρώ το ντοκιμαντέρ πολιτική πράξη. Δεν κάνω Φεστιβάλ για εθνικότητες, κάνω για ανθρώπους. Δεν θέλω να νιώσει κανείς ότι περιορίζεται. Εισπράττουμε καλές κριτικές, μάλιστα αυτή τη στιγμή το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ είναι το τρίτο καλύτερο στην Ευρώπη. Κι όλο αυτό έγινε πραγματικά από το τίποτα, μόνο με τη σκληρή δουλειά των συνεργατών μου. Οι 8.000 θεατές του 1999, πέρσι ήταν περίπου 36.000. Έχω την αισιοδοξία να γίνει αυτό το Φεστιβάλ το πρώτο στην Ευρώπη. Δεν είμαστε παρακατιανοί και μπορούμε να το καταφέρουμε, αν δουλέψουμε όλοι μαζί. Αν όμως ξοδεύουμε το χρόνο μας να αμυνόμαστε, αν προσπαθώ συνέχεια να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας, όπως με παρουσιάζουν διάφοροι κύκλοι, αυτό με απογοητεύει. Μας καθηλώνει σε ένα σύστημα προφύλαξης γιατί δεν ξέρουμε από που θα έρθει η επόμενη επίθεση», είπε μεταξύ άλλων ο κ. Εϊπίδης και επεσήμανε πως όλες οι διαδικασίες, όλα τα στοιχεία του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης είναι ανοικτά σε όποιον ενδιαφέρεται.

Σε ότι αφορά την κατάργηση του τμήματος Ανοιχτή Οθόνη, ο κ. Εϊπίδης εξήγησε πως οδηγήθηκε σ’ αυτή την απόφαση, ύστερα από τα αρνητικά σχόλια του ξένου Τύπου: «Η Ανοιχτή Οθόνη ήταν ένα τμήμα στο οποίο συμμετείχαν όλες οι ελληνικές ταινίες. Όμως αυτό κατέληξε σε αρνητικά σχόλια. Διαβάσαμε ότι το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης υποκρίνεται ότι είναι διεθνές Φεστιβάλ, ενώ δεν είναι πραγματικά. Διαβάσαμε ότι είναι ουσιαστικά ένα ελληνικό φεστιβάλ ντοκιμαντέρ που με κάποιες ξένες ταινίες, προσπαθεί να είναι διεθνές».

Ακολούθησε η παρέμβαση του παραγωγού Θάνου Λαμπρόπουλου, ο οποίος είπε χαρακτηριστικά: «Χαίρομαι που γίνεται αυτή η συζήτηση χωρίς ανθρωποφάγο διάσταση γιατί μπορούμε να βγούμε κερδισμένοι. Δεν θέλουμε ένα ελληνοκεντρικό εσωστρεφές Φεστιβάλ, αλλά ένα διεθνές που θα προβάλλει καλύτερες ελληνικές ταινίες. Φέτος έχουμε καλή σοδειά στο επίσημο πρόγραμμα και το Πανόραμα», τόνισε και επεσήμανε ως μεγάλο κίνδυνο του ντοκιμαντέρ την ειδησεογραφικοποίηση του: «Ντοκιμαντέρ δεν είναι η δημοσιογραφία. Αντίθετα όμως θέλω να προσθέσω ότι το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ θα έπρεπε να έχει θέση στο Φεστιβάλ».

Αμέσως μετά ο Γιάννης Κασπίρης, σκηνοθέτης που συμμετέχει φέτος στο Ελληνικό Πανόραμα με το ντοκιμαντέρ Άνθρωποι απλοί, απλοί σαν τα παιδιά εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τις τεχνικές συνθήκες προβολής: «Είναι επιεικώς απαράδεκτες οπτικά και με αυτό τον τρόπο υποβαθμίζουμε μόνοι μας το θεσμό». Ακόμη ο κ. Κασπίρης αναφέρθηκε στο ζήτημα ανάδειξης των ταινιών και τη λανθασμένη κατά την κρίση του σταδιακή κατάργηση του διαγωνιστικού τμήματος που ίσχυε το 2003 και το 2004 με αποτέλεσμα να απαξιώνεται η δουλειά των δημιουργών.

Ο Νίκος Καβουκίδης, σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας τόνισε ότι απαραίτητο ζητούμενο είναι πάντα η ποιότητα, και όχι οι συνθήκες προβολής. «Λέμε για το αν η ποιότητα αυτού που φέρνουμε στο Φεστιβάλ είναι χειρότερη και από VHS. Τι να σου κάνει η προβολή όμως όταν το περιεχόμενο που φέρνουμε είναι κακό», αναρωτήθηκε ο κ. Καβουκίδης και συμπλήρωσε: «Το ντοκιμαντέρ είναι πολιτική πράξη. Πρέπει να είναι διαχρονικό και ταυτόχρονα, ποιητικό».

Ο κινηματογραφιστής Λάκης Παπαστάθης μίλησε στη συνέχεια για τις ταινίες που δεν επιλέχθηκαν να συμμετάσχουν στο φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ: «Φέτος αγνοήθηκαν τουλάχιστον πέντε αριστουργήματα από το επίσημο πρόγραμμα», τόνισε ο κ. Παπαστάθης, ο οποίος αναφέρθηκε συγκεκριμένα στις ταινίες Ο τρίτος Τάκης της Κατερίνας Πατρώνη, Η Μακρόνησος του Ηλία Γιαννακάκη, Θέμις του Μάρκου Γκαστίν, Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, αλλά και σε ένα ντοκιμαντέρ για τον Ροβήρο Μανθούλη.

Ο παραγωγός, σκηνοθέτης, δημοσιογράφος Peter Wintonick, συμπαραγωγός της ταινίας Be like others χαρακτήρισε ανώφελη τη συζήτηση. «Δεν μιλήσαμε για την επόμενη δεκαετία του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ και αναλωθήκαμε σε μια μάταιη συζήτηση, αντί να προτείνουμε πρακτικές λύσεις με θετική διάθεση. Είμαι εθισμένος στο ντοκιμαντέρ, ταξιδεύω σε πολλά Φεστιβάλ και έχω ακούσει παρόμοια παράπονα. Είναι όμως τραγικό λάθος, να είναι μεγάλος ο αριθμός προβολής των εγχώριων ταινιών, γιατί το ντοκιμαντέρ είναι ένα ταξίδι στον κόσμο», σημείωσε μεταξύ άλλων ο κ. Wintonick.

«Είδα τις ελληνικές ταινίες και η φετινή χρονιά είναι καλή. Όσον αφορά το νόμο πάρτε την πρωτοβουλία κ. Εϊπίδη, με μια πρόταση προκειμένου να απαλειφθεί το υποχρεωτικό πέρασμα των ταινιών από το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ για τη συμμετοχή τους στα Κρατικά Βραβεία, αλλά και για να υποβάλλονται στο φορμάτ που γίνονται. Οι ταινίες έχουν πληθύνει και είναι λογικό να αναζητούν ζωτικό χώρο. Πρέπει τα Φεστιβάλ να βρουν τρόπους προβολής των ταινιών», υπογράμμισε ο σκηνοθέτης Λευτέρης Χαρωνίτης.

Τέλος ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης Δημήτρης Εϊπίδης, τόνισε μεταξύ άλλων: «Καταρχήν δεν θεωρώ τον εαυτό μου εξουσία, έχω μία διετή σύμβαση υπαλλήλου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Λάβετε υπόψη ότι το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης είναι απλά ένα τμήμα του παραπάνω Φεστιβάλ. Δεν έχει δική του διοίκηση, δεν παίρνει δικές του αποφάσεις. Παρά τις δυσκολίες προσπαθώ να κάνω τη δουλειά μου, όπως την κάνω και αλλού. Είκοσι χρόνια είμαι στέλεχος του Φεστιβάλ του Τορόντο. Δεν ήταν χαριστική αυτή η θέση. Αυτή είναι η δουλειά μου, δεν είμαι ούτε σκηνοθέτης, ούτε παραγωγός, ούτε συγγραφέας, είμαι διοργανωτής Φεστιβάλ. Τα αποτελέσματα της δουλειάς μου δείχνουν κάποια επιτυχία. Την αρνείστε;» είπε ο κ. Εϊπίδης και κατέληξε: «Ήταν έτσι το ντοκιμαντέρ πριν δέκα χρόνια, όταν έπρεπε με το τσιγκέλι να προκαλέσεις το θεατή να μπει στην αίθουσα; Το μεγάλο στοίχημα ήταν να αποδείξουμε ότι το ντοκιμαντέρ είναι μία δημοφιλής φόρμα, ευπρόσιτη και το κερδίσαμε. Με κατηγορούν ότι δεν κάνω συλλογική επιλογή του προγράμματος. Ποιο Φεστιβάλ κάνει; Είμαι ιδρυτής, το διευθύνω και έχω τις επιλογές μου. Σύμφωνα με τον κανονισμό 30% του προγράμματος είναι προσιτό στις ελληνικές παραγωγές. Εγώ δεν παρεμβαίνω στο έργο σας. Εσείς γιατί παρεμβαίνετε στο δικό μου;».