Προβολή του ντοκιμαντέρ «Η Μεγάλη Ουτοπία» του Φώτου Λαμπρινού και συζήτηση με τον σκηνοθέτη

24o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ // 10-20/3/2022

 

Προβολή του ντοκιμαντέρ Η Μεγάλη Ουτοπία του Φώτου Λαμπρινού και συζήτηση με τον σκηνοθέτη

 

Στο πλαίσιο των ειδικών έκτακτων προβολών του 24ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, προβλήθηκε την Παρασκευή 18 Μαρτίου το ντοκιμαντέρ Η Μεγάλη Ουτοπία του Φώτου Λαμπρινού, παρουσία του σκηνοθέτη. Η προβολή αποτελεί μέρος ενός μίνι αφιερώματος του Φεστιβάλ, το οποίο ξεκίνησε με την προβολή της ταινίας Toloka του ουκρανού σκηνοθέτη, Μιχαήλ Ιλιένκο. Την προβολή του ντοκιμαντέρ Η Μεγάλη Ουτοπία του κ. Λαμπρινού προλόγισε ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, Ορέστης Ανδρεαδάκης.

 

«Καλημέρα. Συνεχίζουμε και σήμερα αυτό το μικρό έκτακτο αφιέρωμα που προσθέσαμε με αφορμή την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Χτες έγινε η προβολή μιας ταινίας μυθοπλασίας -κάναμε μια μικρή εξαίρεση στο φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ- της Toloka, του ουκρανού σκηνοθέτη Μιχαήλ Ιλιένκο, εγκάρδιου φίλου του Φώτου Λαμπρινού. Σήμερα αποφασίσαμε να προβάλουμε ξανά αυτό το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ, το οποίο θα μας δώσει πολλές απαντήσεις για την ιστορία και το δράμα της», δήλωσε. Ο σκηνοθέτης Φώτος Λαμπρινός, που παρευρέθηκε στην προβολή, θέλησε πριν την έναρξη του ντοκιμαντέρ να μοιραστεί με το κοινό κάποιες σκέψεις του.

 

«Το 1964, πήγα στη Μόσχα για σπουδές και γνώρισα τον Μίσα Ιλιένκο. Από τότε είμαστε αδερφοί. Πήγα πάρα πολλές φορές στη Μόσχα και στη Σοβιετική Ένωση, ενώ μετά τις σπουδές μου έκανα και πολλά γυρίσματα εκεί, γύρισα και ντοκιμαντέρ για την ΕΡΤ. Εκείνο που είναι αξιοπερίεργο είναι ότι από το 1964 μέχρι και το 2010 δεν είχα ιδέα και κανείς δεν μου είχε μιλήσει για τον Μεγάλο Λιμό του 1932-33. Για τα 3,5 εκατομμύρια νεκρούς, το 1,5 εκατομμύριο εκτοπισμένους και το άλλο 1,5 εκατομμύριο νεκρούς στις νότιες περιοχές της Ρωσίας, τους σιτοβολώνες του Κουμπάν. Όταν το έμαθα, γύρω στο 2010, ρώτησα τον Μίσα και τη γυναίκα του: “γιατί δεν μου είχατε πει κάτι τόσο καιρό για αυτό;”. Μου απάντησαν: “δεν μιλάμε γι’ αυτό το θέμα”. Αργότερα, η Ουκρανία έφτιαξε και μουσείο μνήμης, ενώ στα χωριά που υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες υπάρχουν μνημεία, μουσεία και τεκμήρια, τα οποία έψαξα και χρησιμοποιώ στην ταινία. Είναι εκπληκτικό, όμως, το για πόσα χρόνια δεν μιλούσε κανείς για το θέμα αυτό», σημείωσε ο κ. Λαμπρινός.

 

Ακολούθησε η προβολή του ντοκιμαντέρ, με θέμα την ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης από την Οκτωβριανή Επανάσταση έως και τον Μεγάλο Λιμό. Μετά το τέλος της προβολής, ο σκηνοθέτης συνομίλησε με τον Ορέστη Ανδρεαδάκη και το κοινό, απαντώντας στις ερωτήσεις τους. Αρχικά, ο σκηνοθέτης έδωσε στο κοινό κάποιες πληροφορίες για τη διαδικασία συλλογής του υλικού τεκμηρίωσης του ντοκιμαντέρ, η οποία, όπως εξήγησε, ήταν μακροχρόνια. Ακολούθως, ευχαρίστησε τους συνεργάτες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση του έργου.

 

«Μου πήρε πέντε χρόνια για να γίνει το ντοκιμαντέρ. Τα πρώτα τρία χρόνια, έκανα έρευνα και μάζευα αρχειακό υλικό και βιβλιογραφία σε πέντε γλώσσες. Οφείλω πολλά στον Μίσα Ιλιένκο που με βοήθησε στην Ουκρανία, αλλά και στο δεξί μου χέρι, τον Γιάννη Τσιολάκη, ο οποίος έχει φύγει πλέον από τη ζωή, που έκανε το μοντάζ σε αυτή την ταινία, όπως και πάρα πολλά άλλα πράγματα. Είχε γεννηθεί από πολιτικούς πρόσφυγες, η μητρική του γλώσσα ήταν τα ρωσικά και του άρεσε πάρα πολύ η ενασχόληση με το θέμα», επισήμανε.

 

Όπως εξήγησε, στη συνέχεια, ο σκηνοθέτης, η επαφή με το υλικό του ντοκιμαντέρ ήταν μια δυσάρεστη διαδικασία από συναισθηματικής σκοπιάς. «Κάνοντας τις διαδρομές στις περιοχές όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα ήταν, φυσικά, μια εμπειρία αρκετά δυσάρεστη. Αν δεν τα ξέρεις τα γεγονότα αυτά - γιατί τα έμαθα τότε - μένεις άφωνος. Δεν ξέρεις τι να πεις. Δεν είναι ένας και δύο οι νεκροί. Είναι εκατομμύρια. Οι Ουκρανοί μάλιστα δεν ήθελαν να παιχτεί η ταινία μου γιατί υποστήριζαν ότι ήταν 7 τα εκατομμύρια των νεκρών. Εγώ σεβάστηκα τον ιστορικό μου σύμβουλο, τον ιταλό καθηγητή Ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Νάπολης, Αντρέα Γκρατσιόζι, με τον οποίο είχαμε πολύ στενή σχέση. Ο άνθρωπος αυτός έχει κάνει πολύ σοβαρή έρευνα, έχοντας εκδώσει και βιβλία πάνω στα οποία βασίστηκα. Εκείνος μου είπε πως ήταν 3,5 εκατομμύρια», εξήγησε.

 

Ακολούθως, ο κ. Λαμπρινός απάντησε σε ερώτηση σχετικά με τον τρόπο λήψης του οπτικού-φωτογραφικού υλικού που υπήρχε στο ντοκιμαντέρ από τους δύο λιμούς. «Τα πρώτα τεκμήρια είναι από το 1921, τον πρώτο Μεγάλο Λιμό. Από το λιμό του 1932-33, υπάρχουν μόνο φωτογραφίες. Βρήκα φωτογραφικό υλικό σε αυτά τα μέρη. Υπάρχουν και μουσεία με αυτά τα τεκμήρια. Υπάρχουν, βέβαια, και οι μαρτυρίες από το 1985 και το 1989. Από την εποχή του Στάλιν ήταν απαγορευμένη δια νόμου, με ποινή θανάτου, η αναφορά σε αυτό το ζήτημα. Δεν επιτρεπόταν κανείς να μιλήσει γι’ αυτό, γιατί κινδύνευε. Υπάρχουν, ωστόσο, φωτογραφίες και από τον πρώτο αλλά και από τον δεύτερο λιμό. Από τον δεύτερο λιμό του 1932-33, τις τράβηξε ένας Αμερικανός. Όταν ανέβηκε ο Γκορμπατσόφ στην εξουσία, ένας φίλος μας ντοκιμαντερίστας, που έχει φύγει από τη ζωή, χωρίς να πάρει κανενός την άδεια επειδή αισθανόταν ότι δεν θα διωχθεί λόγω του Γκορμπατσόφ, έκανε ένα ντοκιμαντέρ για αυτήν την ιστορία. Μετά, το 1989, άλλος ένας ουκρανός κινηματογραφιστής τράβηξε επίσης μαρτυρίες. Και οι δύο μού έδωσαν πλάνα για να τα βάλω στην ταινία», εξήγησε ο κ. Λαμπρινός.

 

Ερωτώμενος, τέλος, σχετικά με τη δυσκολία προσέγγισης ενός τέτοιου υλικού, ο κ. Λαμπρινός τόνισε τη σημασία του τεκμηρίου και της αλήθειας ως οδηγών. «Όταν κάνεις αυτή τη δουλειά που κάνω εγώ από το 1963, μπαίνεις σε μια διαδικασία στην οποία κυρίαρχο κριτήριο είναι η αλήθεια και το τεκμήριο. Δεν γίνεται αλλιώς. Ούτε οι προσωπικές σου δεσμεύσεις, ούτε οι ιδεολογικοπολιτικές σου πεποιθήσεις μετράνε. Εκτός αν είσαι εντεταλμένος και προσπαθείς να πεις κάτι που δεν έχει σχέση με την αλήθεια και την πραγματικότητα. Με εμένα δεν συμβαίνει αυτό. Έχω κάνει απολύτως τεκμηριωμένες ταινίες, με μαρτυρίες, χωρίς καμία δυνατότητα αμφισβήτησης των όσων λέγονται», είπε ο σκηνοθέτης, κλείνοντας τον λόγο του.

 

.