Η αναπαράσταση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας σε ελληνικό σινεμά και τηλεόραση, με τους Γιώργο Καπουτζίδη και Κωνσταντίνο Κυριακό, σε συνεργασία με τη Mastercard

 Στο πλαίσιο του 63ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, o ηθοποιός, σεναριογράφος και Ambassador της Αγοράς, Γιώργος Καπουτζίδης, και ο Καθηγητής Ιστορίας Θεάτρου και Ελληνικού Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου Πατρών, Κωνσταντίνος Κυριακός, ήταν οι ομιλητές στη συζήτηση «Η αναπαράσταση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας στον ελληνικό κινηματογράφο και την τηλεόραση», που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τη Mastercard. Φέτος, για πρώτη φορά, η Mastercard υποστηρίζει το βραβείο Mermaid για την καλύτερη ταινία ΛΟΑΤΚΙ+ θεματικής του επίσημου προγράμματος με χρηματικό έπαθλο 3.000 ευρώ.

Την εκδήλωση προλόγισε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: «Σας καλωσορίζουμε  σε μια συζήτηση για την αναπαράσταση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας στον ελληνικό κινηματογράφο και την τηλεόραση. Είναι μαζί μας ο Γιώργος Καπουτζίδης που είναι και ο φετινός Ambassador της Αγοράς και παρουσιαστής της τελετής έναρξης, και ο Κωνσταντίνος Κυριακός, συγγραφέας και καθηγητής της Ιστορίας Θεάτρου και Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Πατρών, ο οποίος είχε συμβάλει καθοριστικά και είχε επιμεληθεί το αφιέρωμα που είχαμε κάνει στον queer ελληνικό κινηματογράφο στο 59ο Φεστιβάλ. Τη συζήτηση υποστηρίζει η Mastercard, η οποία είναι εδώ και πολλά χρόνια ένας από τους βασικούς και πολύτιμους χορηγούς του Φεστιβάλ και φέτος για πρώτη φορά αποφάσισε να στηρίξει και το βραβείο Mermaid για την καλύτερη ταινία ΛΟΑΤΚΙ+ θεματικής του επίσημου προγράμματος, απονέμοντας χρηματικό έπαθλο 3.000 ευρώ. Καλώς ήρθατε και σας ευχαριστώ πάρα πολύ».

«Ευχαριστώ τον Ορέστη και τους ανθρώπους του», δήλωσε αρχικά ο κ. Κυριακός. «Το Φεστιβάλ πάντα συνοδοιπορεί με όλες τις καλλιτεχνικές ευαισθησίες και είμαστε εδώ για να συμβάλλουμε με τον τρόπο μας, συνδυάζοντας επιστήμη και ζωή, για να συζητήσουμε πράγματα που είναι επιτακτική ανάγκη να συζητηθούν. Θα μιλήσω πρώτος και θα υποστείτε κάθε ακαδημαϊκή νεύρωση. Θα σας πω το εξής όνομα: Ντιντής Τρεχαντήρης. Αυτό ήταν ένα ονοματεπώνυμο γύρω στον Μεσοπόλεμο, που χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει στοιχεία ταυτότητας στους τραυματικούς χαρακτήρες κάποιων θεατρικών έργων του μουσικού θεάτρου. Το αναφέρω γιατί σήμερα, που προσέχουμε πολύ πώς αποκαλούμε τους γύρω μας, συνεχίζει να ελλοχεύει η γλώσσα του μίσους και ταυτοχρόνως από την άλλη πλευρά ελλοχεύουν οι υπερβολές της πολιτικής ορθότητας. Με κάποιον τρόπο, ονοματίζοντας κάτι του δίνουμε μια ταυτότητα», δήλωσε σχετικά.

«Η συζήτηση αυτή επικεντρώνεται γύρω από το σινεμά και την τηλεόραση, που είναι ομόλογα οπτικοακουστικά μέσα. Πολλοί δημιουργοί συνυπήρξαν στην τηλεόραση και το σινεμά (Μπέργκμαν, Κισλόφσκι). Σήμερα, αυτή η ρευστότητα σ’ αυτή τη σχέση συγκοινωνούντων δοχείων είναι μια αναντίρρητη πραγματικότητα. Ποτέ στον ελληνικό χώρο η «υψηλή κουλτούρα» δεν ήταν ξένη προς τις ομοερωτικές αποτυπώσεις. Πριν συστηματοποιηθεί η κινηματογραφική παραγωγή στη δεκαετία του ’50 στην Ελλάδα, με τα διάφορα αναδυόμενα studios και την εδραίωσή τους, ήδη υπήρχαν στον χώρο της τέχνης ομοερωτικές αναπαραστάσεις: στη λογοτεχνία (Καβάφης, Λαπαθιώτης), στη ζωγραφική (Τσαρούχης, Διαμαντόπουλος), στο θέατρο (Κάρολος Κουν). Υπήρχαν πρόσωπα τα οποία, με υπόγειο τρόπο, εξέφραζαν τις ευαισθησίες, τα ενδιαφέροντα, τη θεματολογία, αυτό που αποκαλούμε γενεαλογία της queer κουλτούρας».

Στη συνέχεια, ο κ. Κυριακός αναφέρθηκε σε ορισμένες λέξεις-κλειδιά της αναπαράστασης της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας:

«Όλος ο κινηματογράφος των στούντιο της δεκαετίας του ’50 και του ’60 (Finos Film, Καραγιάννης-Καρατζόπουλος), με τη μαζική παραγωγή ταινιών της συγκεκριμένης περιόδου, αναπαρήγαγε αυτό το συγκεκριμένο σχήμα: απαξίωση, γελοιοποίηση, δαιμονοποίηση», υπογράμμισε σχετικά.

«Στη Μεταπολίτευση, άνθρωποι με κουλτούρα από την Εσπερία, με άλλη λογική, ενήμεροι για όσα συνέβαιναν στη Γαλλία κυρίως, φτιάχνουν για πρώτη φορά ταινίες μικρού μήκους και κοινωνούν τις ιδέες αυτές στις εικόνες. Διατηρούν, ωστόσο, πραγματικά ασήμαντη σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα: παραμένουν φεστιβαλικές ταινίες για λίγους. Στη συνέχεια, ξεκίνησε μια συστηματοποίηση, με την κυκλοφορία του περιοδικού Αμφί και την δημιουργία του ΑΚΟΕ, και το πέρασμα στην κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας -έναν σταθμό στη διαδικασία. Κάθε σενάριο θα περνούσε από μία λογοκρισία που μπορούσε να είναι μεταμφιεσμένη. Υπάρχουν άλλωστε πολλοί τρόποι να μην αφήσεις μια ομάδα να μιλησει», δήλωσε σχετικά πριν περάσει στη δεκαετία του ’80 έως το σήμερα.

«Η δεκαετία του ’80 είναι μια αμφιθυμική δεκαετία. Παράγονται ταινίες που αποτυπώνουν ένα κοινωνιολογικό γίγνεσθαι, μέσα σε μια ομοφοβική ελληνική κοινωνία. Καθόλη τη δεκαετία του ’80, μεγάλου μήκους ταινίες φτάνουν στο κοινό και καθορίζουν το βλέμμα του Έλληνα, με όλη εκείνη την πολιτική την οποία αναγνωρίζουμε ως πολιτική του αυριανισμού, μια πολιτική λαϊκίστικη, ωστόσο δόθηκε ευκαιρία στους δημιουργούς να δημιουργήσουν ταινίες με σημασία. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και αρχές της δεκαετίας του ’90 έχουμε το New Queer Cinema, το οποίο περιλαμβάνει ανθρώπους όπως τον Αλέξη Μπίστικα και τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη, τον Πάνο Χ. Κούτρα και τον Άγγελο Φραντζή. Τέλος, η τελευταία φάση ορίζεται με την κρίση, την άνοδο του αλλόκοτου ρεύματος, την περίοδο του κενού στις επιδοτήσεις των ελληνικών ταινιών. Ουσιαστικά, σηματοδοτείται από την προβολή της Στρέλλας. Οι περισσότεροι στην αίθουσα είστε παιδιά αυτής της περιόδου και έχετε μια άμεση εικόνα», ολοκλήρωσε και έδωσε τον λόγο στον κ. Καπουτζίδη.

«Είναι μεγάλη μου χαρά να βρίσκομαι εδώ», ξεκίνησε ο κ. Καπουτζίδης. «Πριν ξεκινήσουμε, θέλω να αναφερθώ στην Εθνική Ελλάδος, που ίσως είναι η πιο θαρραλέα σειρά που παίχτηκε στην ελληνική τηλεόραση, ιδίως αν λάβουμε υπόψη το πότε προβλήθηκε. Εκεί, έκανε μια εμφάνιση η Μίνα Αδαμάκη που έφυγε χθες από τη ζωή, μια εξαιρετική ηθοποιός και ένας υπέροχος άνθρωπος. Όλα τα ωραία τα σημερινά που θα ειπωθούν, τα γέλια και οι σοφίες μας, θέλω να είναι αφιερωμένα στη μνήμη της», δήλωσε συγκινημένος.

«Διάβασα σ’ ένα βιβλίο του Κωνσταντίνου όλους αυτούς τους χαρακτήρες, πώς αντιπροσωπεύτηκε η γκέι κοινότητα στην τηλεόραση όλα αυτά τα χρόνια. Είναι μια αντιπροσώπευση τόσο ελλιπής, όπως κι αυτοί οι χαρακτήρες. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ανέστιοι. Δεν τους βλέπουμε ποτέ σπίτι τους, να καλούν κόσμο, να υποδέχονται γκέι φίλους τους. Θα τους δούμε να ασχολούνται μονάχα με τη σεξουαλικότητά τους, το σεξ είναι το νούμερο ένα πράγμα στη ζωή τους. Δεν τους βλέπουμε σχεδόν ποτέ να λένε «σ’ αγαπώ», και δεν θα τ’ ακούσουν και ποτέ. Είναι μια ελλιπέστατη αντιπροσώπευση. Στο σημείο αυτό θέλω να ξεκαθαρίσω πως όλοι μας εδώ, που ασχοληθήκαμε με την αναπαράσταση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, είμαστε κι εμείς για cancel, θα ήθελα να φύγει ο δαίμων της κουλτούρας του cancel από πάνω μας. Όλοι έχουμε κάνει λάθη σ’ αυτή την αποτύπωση. Σημασία έχει να δούμε από ‘δω και πέρα, πώς θα τα πάμε καλύτερα. Ανάμεσά μας βρίσκεται και ο Σπύρος Μπιμπίλας, ένας άνθρωπος που έχει υποδυθεί τους περισσότερους γκέι χαρακτήρες στην ελληνική τηλεόραση, ο άνθρωπος που έχει τη διεστραμμένη ιδέα πως όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί, αλλά δεν είναι. Σπύρο, ακόμη κι όταν πεθάνεις, μετά τα 100, δεν θα το μάθουμε ποτέ, γιατί δεν θα είσαι εκεί να το ποστάρεις!», αστειεύτηκε, αναφερόμενος σε ένα πρόσφατο περιστατικό.

Στο σημείο αυτό, ο κ. Κυριακός σχολίασε την επιδραστική εμφάνιση του Σπύρου Μπιμπίλα στην Κάθοδο του Γιώργου Μιχαηλίδη, μια σειρά τόσο επιδραστική που θεωρήθηκε από το κοινό πως οδηγεί τους νέους στα ναρκωτικά και την ομοφυλοφιλία. «Αναμείχθηκε τελικά και η κυβέρνηση για το πώς θα διαχειριστεί η ΕΡΤ τις ακρότητες της σειράς αυτής», δήλωσε σχετικά, πριν πάρει τον λόγο ο κ. Μπιμπίλας: «Δεχθήκαμε πραγματικά άγρια λογοκρισία. Άκουγα τότε πολλές φορές να μου φωνάζουν χυδαίους χαρακτηρισμούς στον δρόμο. Εγώ είμαι πολύ περήφανος για τους γκέι ρόλους που έχω παίξει. Στην πορεία, προσπάθησα πολύ να κάνω τον ρόλο να φαίνεται συμπαθής, γιατί πολλοί το κάνανε με αντιπαθητικό τρόπο», δήλωσε σχετικά.

«Βλέπω μπροστά μου πολλά νέα παιδιά, ελεύθερα με τη σεξουαλικότητά σας», σχολίασε ο κ. Καπουτζίδης, πριν αναρωτηθεί γιατί δεν μπόρεσαν ποτέ οι σεναριογράφοι, να αναπαραστήσουν καλύτερα την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα στο σινεμά και την τηλεόραση. «Αν το σκεφτείτε, οι γκέι χαρακτήρες θα είναι είτε αστείοι, είτε θα τρώνε ξύλο, είτε θα πεθαίνουν από AIDS. Πιστεύω πως η πρόθεση δεν ήταν ποτέ κακή, ήταν απλώς μια προσπάθεια να φανούν συμπαθητικοί χαρακτήρες. Σκεφτείτε τον παχουλό κύριο που μπαίνει στο δωμάτιο -σαν εμένα, μετά από 10 μέρες στη Θεσσαλονίκη- και κάνει πρώτος αστείο για τα κιλά του, πριν κάνει κάποιος άλλος. Θέλει να νιώσει εντάξει και να γίνει συμπαθής. Το να γίνουμε συμπαθείς είναι η αιώνια προσπάθειά μας. Εσείς έχετε καταβάλλει λιγότερη προσπάθεια από εμάς και χαίρομαι γι’ αυτό. Σκέφτεσαι συνεχώς τι να βάλεις για να μην φας ξύλο, πώς θα αλλάξεις τη φωνή σου για να παραγγείλεις σουβλάκια. Όταν κάθεσαι μετά από αυτήν την προσπάθεια να γράψεις έναν γκέι χαρακτήρα, αναλώνεσαι στις εμπειρίες αυτές, και καταλήγεις να «φορτώνεις» αυτούς τους ανθρώπους με διάφορα στοιχεία», ανέφερε.

Ο κ. Καπουτζίδης τόνισε πως είναι ανάγκη να πάμε ένα βήμα παραπέρα, και να φτιάχνουμε χαρακτήρες που δεν χρειάζεται να είναι συμπαθείς. Σε αυτό, ο κ. Κυριακός απάντησε πως όταν γελάμε με τα ανθρώπινα ελαττώματα, σε καμία περίπτωση αυτό δεν μας υποβιβάζει. «Το μεγαλύτερο λάθος που έκανα ήταν να γράψω έναν γκέι χαρακτήρα, απευθυνόμενος σ’ ένα στρέιτ κοινό. Αλλά δεν θέλω να πονέσω έναν άνθρωπο που είναι σαν κι εμένα. Ένα θέατρο έχω να γεμίσω, 400 άτομα θα τα βρούμε, δεν μπορεί. Θα έρθουν όλοι μου οι φίλοι, γκέι και στρέιτ. Γιατί ξέρετε, έχω και φίλους στρέιτ, δεν με απασχολεί τι κάνουν στο κρεβάτι τους», αστειεύτηκε. «Ελπίζω να καταλαβαίνετε γιατί υπάρχει η καταπιεσμένη προσπάθεια από τους δημιουργούς: είμαστε ταλαιπωρημένοι. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για το σήμερα, πρέπει να το αποτυπώσουμε ως έχει. Εσείς μπορείτε και περπατάτε χέρι με χέρι, αγόρι με αγόρι, κορίτσι με κορίτσι. Ξέρω, φυσικά, πως δεν είναι εύκολο. Δεν είμαι τρελός. Ακόμη και ο έρωτάς μας στις δραματικές σειρές αποτυπώνεται ως κάτι πολύ θλιβερό. Με έχετε δει εμένα ερωτευμένο; Ίπταμαι! Δεν έχω ερωτευτεί ποτέ στενάχωρος. Ο έρωτας είναι χαρά, κι αυτή η χαρά δεν έχει καταγραφεί ποτέ. Γενικά όμως, δεν είμαι ένας εκδηλωτικός άνθρωπος στην πρώτη προσέγγιση. Δεν ξέρω να φλερτάρω, είμαι πολύ συνεσταλμένος, κι αυτό φαίνεται και στο σενάριό μου. Η χαρά όμως αυτή του έρωτα στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα πρέπει να αποτυπωθεί. Τα πράγματα αλλάζουν!», τόνισε.

«Όταν γράφουμε έναν τρανς χαρακτήρα, οφείλουμε να σκεφτόμαστε πρωτίστως τους τρανς ανθρώπους», δήλωσε. «Αυτό έχει αλλάξει μέσα μου, σκέφτομαι πρώτα αυτούς που τους αφορά πραγματικά». Σε ερώτηση του κοινού σχετικά με την παράσταση Στρέλλα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κ. Καπουτζίδης τοποθετήθηκε: «Χειροκρότημα στη Λυρική που ανεβάζει αυτό το έργο, ωστόσο δίνω δίκιο στην τρανς κοινότητα. Οι τρανς ηθοποιοί αντιμετωπίζουν απίστευτη δυσκολία για οποιονδήποτε ρόλο. Είναι πολύ λίγοι οι ρόλοι, κι όταν δεν σε επιλέγουν ούτε γι’ αυτούς είναι μεγάλο ζήτημα. Η τρανς κοινότητα θα ήθελε περισσότερο από εμάς να ανέβει η παράσταση. Εγώ συμμερίζομαι το “θέλω” της». Σε σχόλιο του Καλλιτεχνικού Διευθυντή, Ορέστη Ανδρεαδάκη, σχετικά με το θέμα του ερμηνευτή ενός γκέι χαρακτήρα, ο κ. Καπουτζίδης απάντησε: «Δεν πρέπει οι στρέιτ να παίζουν στρέιτ ρόλους και οι γκέι να παίζουν γκέι ρόλους, αποκλειστικά. Οι ρόλοι είναι πολύ λίγοι και πρέπει να επικεντρωνόμαστε στη δουλειά μας. Εγώ αυτό πιστεύω, με μια επιφύλαξη για τους τρανς χαρακτήρες, που είναι ελάχιστοι και αποτελούν εξαίρεση».

Σε άλλη ερώτηση του κοινού σχετική με τους στρέιτ δημιουργούς και κατά πόσο έχουν την ελευθερία να κάνουν queer ταινίες, χωρίς το βίωμα  ο κ. Καπουτζίδης απάντησε: «Εγκλωβιζόμαστε πάρα πολύ. Αν ένας στρέιτ δημιουργός προσεγγίσει το θέμα με σεβασμό και εκτίμηση, γιατί να μη μπορεί να το κάνει; Εγώ δεν γράφω για στρέιτ και γυναίκες; Σκοπός είναι να είμαστε αγαπημένοι και αλληλέγγυοι. Θέλω να δείξω τον πραγματικό μου εαυτό μέσα από το δικό μου πρίσμα». Στο σημείο αυτό, ρώτησε τον κ. Κυριακό αν υπάρχει κάποια πρόοδος στο θέμα της αντιπροσώπευσης της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας: «Όλο το αίσθημα προόδου είναι μάλλον τεθλασμένο. Ίσως οι αναπαραστάσεις είναι πλέον πιο συνειδητές, αλλά όλη αυτή η ρευστότητα στην αντιμετώπιση του κοινού είναι προβληματική. Δεν είμαστε τέλειοι και δεν έχουμε υποδεκάμετρο στη ζωή μας».

Στο σημείο αυτό, ο κ. Καπουτζίδης μίλησε για την αντιμετώπιση του κοινού, σε αντιπαραβολή με την παράστασή του, 42497, που διαδραματίζεται σ’ ένα δυστοπικό μέλλον: «Έχει καταστραφεί όλος ο πλανήτης, στην επιφάνεια έχει -34 βαθμούς Κελσίου το βράδυ και 57 βαθμούς Κελσίου το πρωί, δεν ζει τίποτα, δεν έχει μείνει ούτε μια σαύρα ζωντανή, κι όταν, κάτω από τη γη, δυο αγόρια φιλιούνται, ένας φώναξε: “απαράδεκτο!”. Αυτόν τον άνθρωπο δεν τον ένοιαξε που πέθαναν όλοι! Φιλήθηκαν δυο αγόρια και ενδιαφέρθηκε. Αυτό έχεις να αντιμετωπίσεις. Αλλά συνεχίζω. Και γράφω. Και περνάω ωραία».

Σε άλλη ερώτηση του κοινού, σχετική με τη διαδικασία του coming out, ο κ. Καπουτζίδης σχολίασε πως πρόκειται για μια κατάσταση ιδιαίτερα προσωπική: «Έχουμε πολλές πληγές και πρέπει να τις καταγράφουμε. Αλλά εγώ θέλω να καταγράψω τη χαρά μου. Είμαστε άνθρωποι! Όταν έσπασα το χέρι μου και το πόδι μου, η μάνα μου δεν με ρώτησε στο τηλέφωνο αν εξακολουθώ να είμαι γκέι. Ο πρώην σύντροφός μου είπε πως έχει βαρεθεί να βλέπει γκέι χαρακτήρες που το βασικό πρόβλημά τους είναι πως είναι γκέι».

Στη συνέχεια, σε ερώτηση του κοινού για το camp ως αισθητική επιλογή, ο κ. Κυριακός ανέλυσε: «Με το camp πραγματοποιείται μια κατειρώνευση των έμφυλων ταυτοτήτων, με κώδικες συνωμοτικούς, πρόκειται για ανθρώπους με υποψιασμένο βλέμμα στην αντίληψη της διαφοράς. Υπ’ αυτή την έννοια, πρόκειται για ένα σιγοψιθύρισμα στ’ αυτί μέσα από μία υπερβολή, ως απεύθυνση σε μια κοινότητα ανθρώπων. Είναι ένα είδος χιούμορ, το οποίο οι μυημένοι καταλαβαίνουν περισσότερο. Αυτό το οικειοποιήθηκε το ελληνικό τηλεοπτικό κοινό και το αναγνωρίζει σε ρόλους όπως αυτόν της Ντένης Μαρκορά από τους Δυο Ξένους. Το camp μπορεί να προκύψει αθέλητα από κακοτεχνία, αλλά μπορεί να είναι μια καλοσχεδιασμένη αισθητική πρόταση».

Συμπερασματικά, ο κ. Καπουτζίδης τοποθετήθηκε επίσης: «Νομίζω πως έχω μεγαλώσει. Μετά από μια δύσκολη περίοδο στην τηλεόραση, με άνοδο του φασισμού και εγκληματικών οργανώσεων, σοκαρίστηκα και ένιωσα πως κάτι πρέπει να κάνω. Σήμερα, εδώ, στον Παύλο Ζάννα, μ’ αρέσει που γελάτε, αλλά δεν το κάνω για να με συμπαθήσετε. Είναι από την καλή μου διάθεση. Ξεκινάει από εμένα και χτυπά σ’ εσάς. Παλιότερα, ίσως γινόμουν camp για να με συμπαθήσετε. Τώρα, είμαι καλά μ’ αυτούς που με συμπαθούν. Επίσης, με συμπαθώ κι εγώ ο ίδιος πλέον».