Masterclass της Σάλομε Τζάσι

Η γεωργιανή δημιουργός Σάλομε Τζάσι παρέδωσε την Πέμπτη 22 Ιουνίου masterclass στο πολιτιστικό κέντρο «Μελίνα Μερκούρη» στην Αιδηψό, στο πλαίσιο της κορυφαίας διεθνούς κινηματογραφικής συνάντησης CIRCLE Women Doc Accelerator που φιλοξενείται στο 2ο Evia Film Project. Η πολυβραβευμένη σκηνοθέτις ανέλυσε ως case study την πολυβραβευμένη ταινία της, Δαμάζοντας τον κήπο, η οποία προβλήθηκε την Τετάρτη 21 Ιουνίου στο σινέ «Απόλλων» της Αιδηψού.

 Τον λόγο πήρε αρχικά η συντονίστρια της συζήτησης, Μπιλγιάνα Τουτόροφ, η οποία καλωσόρισε το κοινό και αναφέρθηκε στους στόχους και στην προοπτική του CIRCLE Women Doc Accelerator. «Πρόκειται για ένα νέο εγχείρημα, ακόμη και εμείς βρισκόμαστε σε φάση προσαρμογής. Δίνουμε την ευκαιρία σε δέκα συμμετέχουσες από όλο τον κόσμο να προβάλουν το έργο τους, να αναζητήσουν συμβουλές και καθοδήγηση, αλλά και να μιλήσουν για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Οι βασικές έννοιες που διατρέχουν την προσπάθειά μας είναι η αλληλεγγύη και η ανταλλαγή απόψεων και εφοδίων, με τελικό στόχο την καλύτερη δυνατή εξέλιξη για όλα τα πρότζεκτ», ανέφερε σχετικά προτού δώσει τη σκυτάλη στην Σάλομε Τζάσι, η οποία αναφέρθηκε αρχικά στις γενικότερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι δημιουργοί στη Γεωργία.

«Η αλήθεια είναι πως οι συνθήκες στη Γεωργία δεν είναι ακριβώς ιδανικές. Πρώτα απ’ όλα, υπάρχει μόνο μία πηγή χρηματοδότησης, το Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου της Γεωργίας, το οποίο όμως δεν είναι τόσο ανεξάρτητο όσο θα έπρεπε. Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έχει χειροτερέψει, όπως μπορώ να πιστοποιήσω και μέσα από τις προσωπικές μου εμπειρίες με το Δαμάζοντας τον κήπο. Πολλοί κατηγόρησαν την ταινία ότι εκθέτει τη χώρα, υποστηρίζοντας πως ταινίες σαν κι αυτή δεν θα έπρεπε να λαμβάνουν χρηματοδότηση. Όπως αντιλαμβάνεστε, οι δημιουργοί ωθούνται σε μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση, όπου είναι αναγκασμένοι να υπερασπίζονται τον εαυτό τους για τα αυτονόητα», δήλωσε σχετικά προτού μοιραστεί με το κοινό το πώς γεννήθηκε η αρχική ιδέα πίσω από το Δαμάζοντας τον κήπο.

«Η πρώτη σπίθα ήρθε μέσα από μια αδιανόητη ιστορία την οποία παρακολουθούσα και εγώ, όπως και η υπόλοιπη χώρα, από την οθόνη της τηλεόρασης. Ένας βαθύπλουτος άνδρας αγνώστων στοιχείων, ο οποίος κατόρθωσε λίγα χρόνια αργότερα να εκλεγεί πρωθυπουργός της χώρας, αγόραζε αιωνόβια δέντρα από φτωχές παράκτιες κοινότητες της Γεωργίας, με σκοπό να τα μεταφυτέψει στον πολυτελή του κήπο. Η εικόνα ενός επιβλητικού δέντρου να ταξιδεύει στη θάλασσα με μαγνήτισε από την πρώτη στιγμή, με έναν διττό τρόπο. Από τη μια, ήταν ένα στιγμιότυπο αληθινά μαγικό και ποιητικό. Από την άλλη, εξέπεμπε μια νοσηρή αίσθηση, καθώς και μια υπόγεια αίσθηση φόβου. Η εικόνα αυτή γέννησε πολλές σκέψεις μέσα μου κι αυτά τα δέντρα που ταξίδευαν στη θάλασσα, αποκομμένα από το φυσικό τους περιβάλλον, μετατράπηκαν σε αλληγορικό συμβολισμό για την επίδειξη ισχύος, για τον μεταφορικό ξεριζωμό των πυλώνων ενός πολιτισμού, για την αναγκαστική μετανάστευση των αδύναμων, αλλά και για την υπαρξιακή μοναξιά των ανθρώπων που τα έχουν όλα. Συνειδητοποίησα, μάλιστα, τις πολλαπλές αξίες που εκφράζουν τα δέντρα για όλους μας. Τα δέντρα παρέχουν εγγύηση και σταθερότητα, μια αίσθηση ριζώματος και καταγωγής», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Αμέσως μετά, η Σάλομε Τζάσι μίλησε για το πώς έχει εξελιχθεί η ίδια ως δημιουργός στο πέρασμα του χρόνου. «Παλαιότερα βασιζόμουν πάρα πολύ στην πρώτη εντύπωση και στο αρχικό συναίσθημα. Ωστόσο, στο Δαμάζοντας τον κήπο έμαθα να είμαι πιο διαλλακτική και αντιλήφθηκα πως υπάρχουν συχνά πολλαπλές ερμηνείες σε κάθε πολύπλοκο ζήτημα. Όταν ξεκίνησα τα γυρίσματα είχα πολύ επικριτική διάθεση όχι μόνο απέναντι στον αγοραστή των δέντρων, αλλά και απέναντι σε εκείνους που τα πουλούσαν. Μιλώντας όμως μαζί τους και βλέποντας από κοντά τις συνθήκες ζωής τους, συνειδητοποίησα πως δεν είμαι σε θέση να κρίνω αυτούς τους ανθρώπους από τη δική μου προνομιακή κατάσταση. Το ζητούμενο της ταινίας δεν ήταν να φανεί καταγγελτική και επικριτική, αλλά να απεικονίσει μια σαθρή κοινωνική συνθήκη, η οποία διαιωνίζεται και δεν αποφέρει κανένα πραγματικό όφελος στους λιγότερο προνομιούχους», σχολίασε σχετικά. 

«Όταν φτάσαμε σε μία από τις κοινότητες που πωλούν τα δέντρα τους οι ντόπιοι σχημάτισαν αρχικά την εντύπωση πως είμαστε οι υποψήφιοι αγοραστές. Ακόμη συγκινούμαι όταν θυμάμαι την απογοήτευση στα πρόσωπά τους όταν αντιλήφθηκαν πως είμαστε εκεί για να γυρίσουμε μια ταινία. Συνειδητοποίησα τότε για πρώτη φορά τις διάφορες ηθικές περιπλοκές που υπάρχουν στη διαδικασία δημιουργίας ενός ντοκιμαντέρ. Σπανίως έχω στο μυαλό μου κάτι προσχεδιασμένο, αλλά όσα βλέπουμε στην οθόνη δεν είναι ποτέ τελείως αυθόρμητα. Στήνουμε ένα σκηνικό, παρεμβαίνουμε στην πραγματικότητα, φτιάχνουμε ένα περιβάλλον όπου προκύπτουν καταστάσεις, συγκρούσεις, έντονες στιγμές. Πολλές φορές καλείσαι να πάρεις βαρυσήμαντες αποφάσεις σε κλάσματα δευτερολέπτου, οι οποίες ενδέχεται να σε οδηγήσουν σε έναν τελείως διαφορετικό δρόμο. Στα γυρίσματα στηρίζομαι πολύ στην ομάδα μου, ενώ όταν μπαίνω στο δωμάτιο του μοντάζ έχω ήδη οραματιστεί την ταινία στο μυαλό μου. Οι μοντέρ με τους οποίους συνεργάζομαι είναι πάντα από το εξωτερικό, στοιχείο που με βοηθά να αποκτήσω μια διαφορετική οπτική, έξω από το προσωπικό μου πλαίσιο αναφοράς», εξήγησε όσον αφορά την προετοιμασία των πρότζεκτ της.

Στη συνέχεια, η Σάλομε Τζάσι έδειξε στο κοινό ένα ολιγόλεπτο απόσπασμα από την παλαιότερη ταινία της, Το εκτυφλωτικό φως της δύσης, μιλώντας για την αισθητική και υφολογική της προσέγγιση. «Σύμφωνα με τη δική μου οπτική, κάθε κάδρο μετρά και σημαίνει κάτι. Αφότου ολοκληρώσω τα γυρίσματα, επιλέγω ορισμένες κομβικές σκηνές, οι οποίες λειτουργούν ως η ραχοκοκαλιά της ταινίας και χτίζω όλα τα υπόλοιπα γύρω από αυτόν τον πυρήνα. Δεν ξεκινώ ποτέ τα γυρίσματα με το που φτάσω στην επιλεγμένη τοποθεσία. Παίρνω πάντα λίγο χρόνο για να αφουγκραστώ τους ανθρώπους, τη δυναμική του τόπου. Το ζήτημα είναι πώς απεικονίζουμε κάτι και όχι το τι δείχνουμε. Προσπαθώ να συνθέσω πλάνα που πυροδοτούν μια συναισθηματική και νοητική διεργασία. Το ζητούμενο είναι να βυθίσεις τον θεατή σε έναν εσωτερικό ρυθμό. Μόλις η κάμερα αποκτήσει το δικό της βλέμμα, πρέπει να την αφήσουμε να ακολουθήσει τη δική της πορεία. Oι μεγαλύτερες επιρροές μου υπήρξαν ο παλιός μου καθηγητής, Γκίντιον Κόπελ, ο οποίος μου δίδαξε πόσο σημαντικό είναι να υπονοείς και να υπαινίσσεσαι αυτό που θέλεις να φέρεις στο προσκήνιο, αλλά και να διαρθρώνεις την ταινία σου σε αφηγηματικά επίπεδα, καθώς ο σκηνοθέτης Σεργκέι Ντβόρτσεβοϊ από το Καζακστάν».

Απαντώντας σε ερωτήσεις του κοινού, η Σάλομε Τζάσι αναφέρθηκε στην προσωπική της εμπλοκή στην παραγωγή των ταινιών, αλλά και στα μελλοντικά της σχέδια. «Όποτε συμπληρώνω αιτήσεις για χρηματοδότηση ή επιδοτήσεις και είμαι αναγκασμένη να γράψω για το τι πραγματεύεται η ταινία μου, καταλαβαίνω πως η διαδικασία με βοηθά να χαρτογραφήσω το τι έχω στο μυαλό μου. Συμμετέχοντας στην παραγωγή και στην προκαταρκτική έρευνα κατοχυρώνω κατά κάποιον τρόπο τη θέση μου απέναντι στους βασικούς χρηματοδότες της ταινίας. Όσον αφορά τα προσεχή μου σχέδια, μετά τη μακροσκελή διεθνή διαδρομή του Δαμάζοντας τον κήπο, αλλά και τις πρόσφατες δραματικές εξελίξεις στην Ουκρανία, ένιωσα πως χρειάζομαι ένα μικρό διάλειμμα αποτοξίνωσης. Το επόμενό μου πρότζεκτ σχετίζεται με την έννοια του αρχείου και θα είναι λιγότερο απαιτητικό σε σύγκριση με τις προηγούμενες δουλειές μου», κατέληξε η Σάλομε Τζάσι, παρουσιάζοντας στο κοινό και ένα μικρό απόσπασμα από την πρώτη της ταινία, με τίτλο Bakhmaro.

Το CIRCLE Women Doc Accelerator είναι ένα εξειδικευμένο workshop ανάπτυξης ντοκιμαντέρ, το οποίο απευθύνεται σε γυναίκες και θηλυκότητες που ασχολούνται με την κινηματογραφική σκηνοθεσία και την παραγωγή.

Το Evia Film Project είναι ο τρίτος πόλος δράσεων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μετά το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο και το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο. Στόχος του είναι η ανάδειξη της βόρειας Εύβοιας, μιας περιοχής που έχει πληγεί βαθιά από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2021, σε παγκόσμιο κέντρο για το green cinema. Το Evia Film Project πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, στο πλαίσιο του προγράμματος Ανασυγκρότησης της Βόρειας Εύβοιας, και σε συνεργασία με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, τον Δήμο Ιστιαίας-Αιδηψού, τον Δήμο Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας και τον Οργανισμό Λιμένων Ν. Ευβοίας ΑΕ. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συνεργάζεται με τους παραγωγικούς φορείς που εδρεύουν στην Εύβοια και το Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στα Ψαχνά.