Storytelling Masterclass: «Σενάριο: Ατελείωτη ελευθερία, ατελείωτοι περιορισμοί»

Η σκηνοθέτις, σεναριογράφος και μοντέζ Δώρα Μασκλαβάνου παρέδωσε masterclass στο πλαίσιο του αφιερώματος στο Storytelling του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με τίτλο «Σενάριο: Ατελείωτη ελευθερία, ατελείωτοι περιορισμοί», τη Δευτέρα 6 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας. Η πολύπειρη δημιουργός που εργάζεται στον χώρο του κινηματογράφου και της τηλεόρασης μίλησε στο κοινό για το ξεκίνημά της και την πορεία της σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον. Αναφέρθηκε, επίσης, στους τρόπους με τους οποίους ο σεναριογράφος καλείται να βρει και να θέσει τους περιορισμούς που θα ακολουθήσει σε έναν χώρο ανταγωνιστικό, διατηρώντας παράλληλα ζωντανό το όραμα της δραματουργίας. Ως σεναριογράφος, η Δώρα Μασκλαβάνου έχει υπογράψει βραβευμένες ταινίες (Κι αύριο μέρα είναι, Κι αν φύγω...Θα ξανάρθω, Άδικος κόσμος, Πολυξένη: Μια ιστορία από την Πόλη) και δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές (Κόκκινο ποτάμι, Τα καλύτερα μας χρόνια, Καρτ ποστάλ). Τον συντονισμό της συζήτησης του masterclass ανέλαβε η Λήδα Γαλανού, συντονίστρια εκδηλώσεων και δράσεων του Φεστιβάλ.

Την εκδήλωση προλόγισε ο Πάνος Ιωσηφέλης, σεναριογράφος και καθηγητής σεναρίου στο Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, λέγοντας: «Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και εγώ έχουμε την ιδιαίτερη τιμή και χαρά να παρουσιάσουμε τη Δώρα Μασκλαβάνου. Την κ. Μασκλαβάνου τη γνώρισα ως ηθοποιό. Είναι μια εξαιρετική συγγραφέας και σκηνοθέτιδα και έχει γυρίσει τρεις μεγάλου μήκους τα τελευταία χρόνια, τις ταινίες Κι αύριο μέρα είναι, Κι αν φύγω...Θα ξανάρθω και Πολυξένη». 

Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε η Λήδα Γαλανού, ξεκινώντας με μία αναφορά στην προσήλωση της Δώρας Μασκλαβάνου στο σινεμά και στην αγάπη της για τη φιλμογραφία του Τάκη Κανελλόπουλου, στο έργο του οποίου το Φεστιβάλ φιλοξενεί φέτος μεγάλο αφιέρωμα. Με αυτή την αφορμή, η Δώρα Μασκλαβάνου έκανε την εισαγωγή της στο masterclass, σχολιάζοντας: «Σκεφτόμουν τι είναι ενδιαφέρον να πει κανείς σχετικά με το σενάριο. Χθες είδαμε την Εκδρομή του Τάκη Κανελλόπουλου, μια ταινία εξαιρετική, ένα πολύ σύγχρονο μοντέλο αφήγησης, πολύ προχωρημένο για την εποχή του αλλά και για σήμερα. Με απόλυτη οικονομία, την οποία εγώ πρεσβεύω, όπου κάθε πλάνο είναι πολύτιμο και απαραίτητο».

Γιατί όμως οι άνθρωποι ωθούνται στη συγγραφή ιστοριών; «Είναι η έμφυτη ανάγκη μας να λέμε ιστορίες και να ακούμε ιστορίες. Στην καθημερινότητά τους, οι άνθρωποι λένε ιστορίες. Όλοι θέλουν να διηγηθούν κάτι που είδαν, που τους εντυπωσίασε, που τους ενθουσίασε, που τους τρόμαξε. Ο τρόπος που οι άνθρωποι διηγούνται κάτι που τους απασχόλησε είναι κινηματογραφικός, έχει κινηματογραφική ροή. Οι άνθρωποι, δηλαδή, είναι σαν να διηγούνται κάνοντας μοντάζ. Περιγράφουν μια ατμόσφαιρα, αν είναι μέρα ή νύχτα, σου λένε τι υπάρχει από πίσω, περιγράφουν μια στιγμή, έναν ήρωα, κάνουν παρενθέσεις, δημιουργούν ένα φόντο, ξαναγυρίζουν πίσω. Αυτό είναι μια κινηματογραφική ροή. Λέει, για παράδειγμα ο Μάμετ, που τον αγαπώ πολύ, ότι έχουμε ανάγκη να δώσουμε νόημα στον κόσμο απεγνωσμένα, για αυτό γράφουμε ιστορίες. Στην ουσία οι ιστορίες των άλλων μάς κινούν. Αν δεν ασχολιόμασταν με τις ιστορίες των άλλων, ούτε οι δικές μας θα είχαν νόημα. Δεν είμαστε μόνοι μας, μοιραζόμαστε τη ζωή με τους άλλους. Εμένα με απασχολούν πολύ οι ιστορίες των άλλων ανθρώπων».

Για το ξεκίνημά της στον χώρο του σινεμά η Δώρα Μασκλαβάνου ανέφερε τα εξής: «Πήγα σε δραματική σχολή και ξεκίνησα ως ηθοποιός. Κάποια στιγμή ένιωσα την ανάγκη να γράψω, να δημιουργήσω έναν γυναικείο ρόλο που θα μου άρεσε να υποδυθώ η ίδια. Είναι λίγο παλαβό, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Ξεκίνησα σε μια εποχή στην οποία οι ανδρικοί ρόλοι ήταν εκείνοι που κινούσαν τις ταινίες. Υπήρχαν βέβαια και πολύ ωραίοι γυναικείοι ρόλοι, οι οποίοι όμως ήταν απλώς συνοδευτικοί ή υποστηρικτικοί. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω αν έχουν αλλάξει και πολλά σήμερα. Επομένως, αποφάσισα να γράψω έναν γυναικείο ρόλο όπως ακριβώς αυτούς που ήθελα να υποδυθώ η ίδια».

Αμέσως μετά, η Δώρα Μασκλαβάνου διηγήθηκε πως γράφοντας το σενάριο στην πρώτη της ταινία, ο ρόλος που γεννήθηκε ξέφυγε από τα στενά του όρια και απέκτησε νέα μορφή, καταλήγοντας σε μια άλλη ηθοποιό. Απαντώντας σε ερώτημα της Λήδας Γαλανού για τα εφόδια που είχε στην πρώτη της απόπειρα, η σεναριογράφος αναφέρθηκε στο προσωπικό της βίωμα που χρησιμοποιήθηκε ως πρώτη ύλη στο σενάριο. Εξιστόρησε πως από τη μικρού μήκους ταινία που είχε κάνει, η μετάβαση στον διπλό ρόλο του σεναριογράφου και σκηνοθέτη σε μία μεγάλου μήκους ταινία δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Το σενάριο, που είχε στο επίκεντρό του μία γυναίκα με ένα μικρό αγόρι, οι οποίοι περιφέρονται στην Αθήνα σε αναζήτηση νέας στέγης, δεν βρήκε χρηματοδότηση. «Το αποκούμπι μου ήταν πάντοτε οι ηθοποιοί, η ζωντανή ύλη του πράγματος. Σκέφτηκα να τα αλλάξω όλα. Άλλαξα το σενάριο και επέλεξα μια ανορθόδοξη γραφή. Έφτιαξα ένα σύνολο φιλοξενούμενων ρόλων, όλοι τους πολύ μικροί, για ένα μόνο γύρισμα. Κάπως έτσι, βρήκα μια ομάδα σημαντικών ηθοποιών που φώτιζαν την πρωταγωνίστρια».

Στην ερώτηση της Λήδας Γαλανού σχετικά με τα στοιχεία που πρέπει να διαθέτει ένα σενάριο για να φανεί ελκυστικό ή αληθινό στο κοινό, η Δώρα Μασκλαβάνου σχολίασε ότι στην τρέχουσα και διαρκώς μεταβαλλόμενη εποχή μας ο σεναριογράφος οφείλει να γράφει ιστορίες που να πιστεύει ο ίδιος: «Πάντα υπάρχουν τα κλασικά μοντέλα που λειτουργούν επί δεκαετίες. Υπάρχουν, όμως, πια τόσες ελευθερίες και νέοι τρόποι έκφρασης που ο καθένας μπορεί να γεννήσει ένα νέο μοντέλο σεναρίου. Στον κινηματογράφο πρέπει να πιστεύεις πολύ σε αυτό που κάνεις, είναι μονόδρομος. Πρέπει να αφοσιωθείς, να στηρίξεις αυτό που κάνεις με όλους τους περιορισμούς του. Για κάθε είδος υπάρχουν οπαδοί και συνοδοιπόροι. Ακόμα και αν δεν βρεις υποστήριξη από φορείς, θα πρέπει να συνεχίσεις να κάνεις αυτό που θέλεις. Εσύ αποφασίζεις για τη θεματική σου. Γενικώς, η συνθήκη δεν είναι εύκολη. Κάθε φορά αρχίζεις από το μηδέν».

Αμέσως μετά, η Λήδα Γαλανού ρώτησε τη δημιουργό αν μέσα σε αυτή τη δύσκολη συνθήκη έχει κατά νου ότι η συγγραφή του σεναρίου είναι μία ευρύτερα πολιτική κίνηση, ικανή να επηρεάσει τους άλλους. «Η ιστορία είναι μία επιλογή, η δική σου θέση και στάση για τα πράγματα», απάντησε η Δώρα Μασκλαβάνου. «Κάθε ταινία είναι πολιτική, ακόμα κι αν αυτό είναι έμμεσο ή υποκρίπτεται. Κάθε ιστορία έχει μια πολιτική θέση. Ο σεναριογράφος είναι αυτός που αποκαλύπτεται μέσα από την ιστορία που γράφει, αποφασίζει πρώτος για το είδος και το ύφος μιας ταινίας», διευκρίνισε η σεναριογράφος. 

«Το σενάριο είναι ένα εργαλείο, δεν είναι ένα λογοτεχνικό έργο. Επομένως, δεν έχει την ελευθερία της λογοτεχνίας», σχολίασε σε ερώτηση της Λήδας Γαλανού για τη δημιουργική ελευθερία του σεναρίου σε αντιδιαστολή με την ελευθερία της λογοτεχνίας, η Δώρα Μασκλαβάνου. «Το σενάριο  είναι ένας ανελαστικός στόχος, πρέπει να υλοποιηθεί. Άρα πρέπει να ξέρεις πώς θα το κυνηγήσεις και πού θα το πας. Μέσω ποιων αρμόδιων φορέων θα κυνηγήσεις ένα πρότζεκτ. Είναι άλλο είδος τέχνης να σκηνοθετήσεις ως δημιουργός και άλλη η προσέγγιση για να γράψεις ένα σενάριο που θα παραδοθεί κάπου». 

Στην ερώτηση για το ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα σε ένα σενάριο για κινηματογραφική ταινία και ένα σενάριο που γράφεται είτε με ανάθεση είτε με πρωτοβουλία του σεναριογράφου για το τηλεοπτικό κοινό (μίνι σειρά ή σειρά πολλών επεισοδίων), η Δώρα Μασκλαβάνου υπογράμμισε: «Το κινηματογραφικό σενάριο είναι η δική σου έμπνευση. Στην Ελλάδα αυτό απαιτεί κόπο και χρόνο και συνήθως δεν πληρώνεται. Κανείς δεν σου παραγγέλνει σενάριο, εκτός κι αν πρόκειται για εμπορική ταινία», είπε, ενώ διευκρίνισε ότι ο κινηματογράφος απαιτεί προσωπικές πρωτοβουλίες. Η τηλεόραση λειτουργεί κυρίως με αναθέσεις, όπως είπε η σεναριογράφος. «Ο στόχος της τηλεόρασης από τη φύση της είναι η ψυχαγωγία. Επομένως, βάζει από μόνη της πολλούς περιορισμούς. Από την άλλη μεριά, είναι μια πηγή εργασίας, την οποία κανείς δεν μπορεί να περιφρονήσει. Οι περισσότεροι σεναριογράφοι σήμερα έχουν δουλέψει για την τηλεόραση. Κι εγώ έχω δουλέψει για την τηλεόραση με διάφορες συνθήκες. Εκεί σου ανατίθεται κάτι που έχει προαποφασιστεί για συγκεκριμένους λόγους». 

Για το αποτύπωμα του σεναριογράφου στο τηλεοπτικό σενάριο, η ίδια συμπλήρωσε: «Η τηλεόραση δέχεται εκ των πραγμάτων σκληρή κριτική. Όταν δουλεύεις για αυτή όμως, πρέπει να κοιτάξεις πώς θα αυτοψυχοθεραπευτείς εσύ από την αρχή, δεν είναι ούτε έξυπνο ούτε χρήσιμο να φανείς επικριτικός. Πρέπει να σταθμίσεις τη θέση σου και να βρεις δυο-τρία πράγματα που να σε αφορούν, έναν ήρωα, μια συνθήκη. Εκεί δεν μπορείς να ακολουθήσεις ούτε το δικό σου ύφος ούτε τη δική σου θέση. Αλλά θα πρέπει να βρεις έναν τρόπο να βάλεις και τα δικά σου στοιχεία».

Σχετικά με τον χειρισμό ενός λογοτεχνικού έργου που πρέπει να μεταφερθεί στη μικρή οθόνη, η Δώρα Μασκλαβάνου αναφέρθηκε στην προσωπική της εμπειρία από την τηλεοπτική μεταφορά δύο σειρών, το Κόκκινο πόταμι του Χάρη Τσιρκινίδη σε σκηνοθεσία Μανούσου Μανουσάκη και την Καρτ Ποστάλ, μια σειρά διηγημάτων της Βικτόρια Χίσλοπ. «Το πώς διαχειρίζεσαι το υλικό ενός συγγραφέα που είναι εν ζωή, είναι δύσκολο», παραδέχτηκε η σεναριογράφος, εξηγώντας στη συνέχεια πως χρειάστηκε να κάνει αλλαγές στο πρωτογενές υλικό. «Ο πυρήνας όμως ήταν ο ίδιος», είπε χαρακτηριστικά η σεναριογράφος. «Απλώς προσέθετες τα απαραίτητα. Σε ένα βιβλίο πρέπει να κάνεις αλλαγές. Αυτό όμως προϋποθέτει εμπιστοσύνη και από τις δύο πλευρές».

Με αφορμή την ερώτηση της Λήδας Γαλανού σχετικά με τη διασκευή ενός ήρωα από μία ιστορία σε μία άλλη, η Δώρα Μασκλαβάνου ανέτρεξε στη συνεργασία της με τον Φίλιππο Τσίτο και στο πώς η ιδέα για έναν loser αστυνομικό σε μία γερμανική ταινία αστυνομικής πλοκής που δεν υλοποιήθηκε ποτέ, με εφαλτήριο την κοινή αγάπη των δύο για τον φινλανδό σκηνοθέτη Άκι Καουρισμάκι, μετασχηματίστηκε στον χαρακτήρα που υποδύθηκε ο Αντώνης Καφετζόπουλος στον Άδικο Κόσμο. «Άλλο κλίμα, άλλος πολιτισμός, άλλο περιβάλλον, άλλο φως, αλλά ήταν ο ίδιος πυρήνας. Ήταν κι εδώ ένας αποτυχημένος μπάτσος που έψαχνε να βρει τη θέση του. Αποτυχημένος, αναστατωμένος που δεν ήξερε τι ήθελε από τη ζωή του. Ήταν πάλι η ίδια ιστορία, ο ίδιος πυρήνας». 

Επιπλέον, σχετικά με την εμπειρία της σε τηλεοπτικές σειρές μεγάλης διάρκειας όπου απαιτείται συνεργασία με μια ομάδα σεναριογράφων, η Δώρα Μασκλαβάνου αναφέρθηκε στη σειρά Τα καλύτερα μας χρόνια, όπου όλα τα βασικά στοιχεία ήταν ήδη διαμορφωμένα. «Μπορούσες να βάλεις το δικό σου αίσθημα σε μικρά πράγματα. Δεν χρειαζόταν να κάνεις τίποτα άλλο», σχολίασε η δημιουργός. Και πρόσθεσε: «Δεν είναι εύκολο να παρεισφρήσεις στη δουλειά των άλλων, αναπτύσσοντας συγχρόνως αυτά που ήδη υπάρχουν. Μου αρέσουν οι διάλογοι, έχω τη δυνατότητα να τους στηρίζω καλύτερα, μου αρέσει να βάζω ατάκες στα στόματα των ηθοποιών. Μπορεί να μην έχεις το βάρος της πλοκής, όμως έχεις το βάρος του λόγου, του ύφους. Κάθε σειρά ανάλογα με το είδος της έχει και το δικό της ύφος».

Έπειτα από χρόνια εμπειρίας, η Δώρα Μασκλαβάνου σχολίασε για τις τηλεοπτικές της διαδρομές και τους ανθρώπους που ασχολούνται εδώ και χρόνια με την τηλεόραση: «Η τηλεόραση είναι σαν μια ψυχολογική και ψυχιατρική μελέτη για τους τηλεθεατές. Καταλαβαίνεις ότι μπορεί να γράφεις ένα σενάριο για το σινεμά και ένα σενάριο για την τηλεόραση και να απευθύνεσαι στον ίδιο θεατή. Άρα σκέφτεσαι ότι δεν πρόκειται για τον θεατή που ντύνεται, βγαίνει από το σπίτι του, φτάνει σε μια αίθουσα και βγάζει εισιτήριο για να δει μια ταινια. Στην τηλεόραση μπαίνεις εσύ στο σπίτι του άλλου. Εσύ μπαίνεις στη συνθήκη του και πρέπει ως έναν βαθμό να τη σεβαστείς. Αυτό έχει ως συνέπεια μια σειρά άγραφων νόμων και κανόνων στην τηλεόραση. Πρέπει ως σεναριογράφος να φροντίσεις να μη χάσει το κοινο την ιστορία. Πρόκειται για μοντέλα προϊόντων που έχουν μελετηθεί».

Μπορεί ο σεναριογράφος να θέσει τους όρους μιας παραγωγής στο σινεμά, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην τηλεόραση; Κάθε φέρελπις σεναριογράφος θα πρέπει να γνωρίζει από την αρχή πού απευθύνεται και ότι αυτό που γράφει είναι υλοποιήσιμο, κατά τη Δώρα Μασκλαβάνου. «Στην Ελλάδα έμαθα εμπειρικά να κοστολογώ κάθε σελίδα που γράφω. Είναι πολύτιμο και χρήσιμο» εξομολογήθηκε η σεναριογράφος. Η ίδια σημείωσε: «Αυτό σημαίνει ότι ως σεναριογράφος γίνεσαι στην ουσία και ο πρωταρχικός οργανωτής της παραγωγής. Είναι και μια μορφή πρώτης σκηνοθεσίας, μπαίνεις και στην παραγωγή για να υποστηρίξεις αυτό που γράφεις. Έχω κάνει μεγάλο αγροτικό σε αυτό τον τομέα, έχω δουλέψει δέκα χρόνια με τον κ. Τσιώλη. Ένας σκηνοθέτης με το δικό του κοινό, ιδιοσυγκρασιακός, που πετούσε οτιδήποτε περιττό. Το σενάριο ήταν πάντα ένα εργαλείο που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τροποποιήσει με μια αξιοθαύμαστη ψυχραιμία, ακολουθώντας το μότο πως ό,τι σου φέρνει η ζωή δεν μπορείς να το πετάς. Ανακάλυψα το πόσο σημαντικό είναι αυτό το στοιχείο από την πρώτη μου κιόλας ταινία, όπου δεν είχα την πολυτέλεια να διαλέξω ούτε τους χώρους. Κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και οποιοδήποτε μπάτζετ, μην κάνεις εκπτώσεις στον πυρήνα της ιστορίας, στην έμπνευσή σου. Είμαι φυσικά υπέρ του να ακούς και να βλέπεις τις ιστορίες των άλλων. Από εκεί παίρνεις πράγματα, “κλέβεις” και βρίσκεις τον δικό σου τρόπο».