Ο Παντελής Παντελόγλου, Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Παιδικού Κινηματογράφου παρέδωσε την Παρασκευή 5 Ιουλίου masterclass στην Αγία Άννα, επιχειρώντας μια διαδρομή στον κινηματογράφο από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι και σήμερα, με στόχο τον εντοπισμό των κεντρικών και αμετάβλητων σημείων αυτής της σχέσης, αλλά και των ριζικών αλλαγών που δεν σταματούν ποτέ, εστιάζοντας κυρίως στην ελληνική πραγματικότητα.
Αρχικά, ο κύριος Παντελόγλου καλωσόρισε τους φοιτητές και το κοινό στην εκδήλωση και αμέσως ρώτησε ποια ήταν η πρώτη τους αμιγώς κινηματογραφική εμπειρία. Οι περισσότεροι ανέφεραν κάποια παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων και ο κ. Παντελόγλου είπε πως αυτό είναι αναμενόμενο, καθώς υπάρχει ένα ισχυρό κομμάτι της αγοράς, το οποίο τροφοδοτείται από τα παιδιά ως θεατές και συνδέεται με το mainstream του κινηματογράφου και το Hollywood.
Πηγαίνοντας πίσω στις απαρχές του κινηματογράφου, είπε πως είναι μια τέχνη σχετικά καινούργια, περίπου 130 χρόνων και σημείωσε ότι δεν επικρατούσε ανέκαθεν η σημερινή αντίληψη για αυτήν. Ο κινηματογράφος απέκτησε πρόσφατα μια δική του γλώσσα, τόνισε. Αρχικά, ήταν ένα προϊόν, ένας διάλογος μεταξύ των δημιουργών που πειραματίζονταν τεχνικά και εμπορικά και του κοινού που πρωτοβίωνε την εμπειρία της θέασης στα νέα φορμάτ. Το σινεμά των αδελφών Lumiere περιλάμβανε είτε ρεαλιστικές απεικονίσεις, είτε οπτικά τρικ και οφθαλμαπάτες. Οι άνθρωποι εκείνη την εποχή μαγεύονταν από αυτές τις πρακτικές, οι θεατές είχαν ατόφια την παιδικότητά τους, ήταν ανοιχτοί στην εμπειρία του κινηματογράφου. Ο κ. Παντελόγλου τόνισε ότι εμείς είμαστε υποψιασμένοι, λόγω εμπειρίας στα οπτικοακουστικά μέσα. Τα παιδιά όμως όχι.
«Η συζήτηση για το παιδί και το σινεμά περιλαμβάνει τη συζήτηση για τη μαγεία του σινεμά. Το σινεμά είναι κατασκευή. Έχει απήχηση, επηρεάζει τις αντιλήψεις του κόσμου, ακόμη και τον παραπλανεί. Μεταβάλλει μια στατική κοινωνία σε μια πιο δυναμική», σχολίασε.
Ο κ. Παντελόγλου ανέφερε πως αμέσως με το ξεκίνημα του σινεμά, πολλοί συνέδεσαν το νέο μέσο και ειδικά τις πιο «ρεαλιστικές» παραγωγές του με την εκπαίδευση και με τη μόρφωση ευρύτερα. Στην Ελλάδα, πρόσωπα όπως ο Κωστής Παλαμάς ή ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγραψαν για τον κινηματογράφο και την προοπτική της σύνδεσής του με τις ανάγκες της παιδικής ηλικίας (κυρίως την εκπαίδευση) ήδη στα 1915-16. Ανέφερε πως το πρώτο καταγεγραμμένο ελληνικό σχολείο που οργάνωσε προβολές για παιδιά το 1916 ήταν το ιδιωτικό «Πρότυπον Εκπαιδευτήριον Κωνσταντινίδου» στη λεωφόρο Αλεξάνδρας των Αθηνών, όπου εργαζόταν πλήθος προοδευτικών εκπαιδευτικών. Οι πρώτες αυτές οργανωμένες προσπάθειες για να δοθεί στα παιδιά αξιόλογο περιεχόμενο, ήρθαν σε τριβή με τις «τάσεις της αγοράς», το mainstream της εποχής, αλλά και την λογοκρισία.
Στο θέμα παιδί και σινεμά, ειδικότερη σημασία στα χρόνια του μεσοπολέμου είχε το γυναικείο κίνημα, το οποίο δεν είχε ακόμη δικαίωμα ψήφου, σημείωσε. Αυτό το σύμπλεγμα ενδιαφερόμενων, το γυναικείο κίνημα, οι δημοτικιστές, οι σοσιαλιστές και οι προοδευτικοί εν γένει, βρισκόταν σε επαφή με το εξωτερικό, μεταφέροντας εμπειρία από και προς τα έξω.
Πρόσθεσε πώς το σινεμά κέρδισε κατά κράτος, παρά τις συντηρητικότερες αντιδράσεις. Επί δικτατορίας Παγκάλου, το 1926, η Υπηρεσία Γενικής Ασφαλείας οργάνωνε παιδικές κινηματογραφικές παραστάσεις. Το μοντέλο επαναλαμβάνεται σε διάφορες στιγμές πριν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το οργανωμένο σχολείο επιχείρησε να βρει λύσεις πρόσβασης σε κινηματογραφικές μηχανές και ταινίες εκπαιδευτικού περιεχομένου. Την μεταπολεμική περίοδο στην Ελλάδα, υπήρξε μια εγχώρια βιομηχανία με αξιόλογη ελληνική παραγωγή. Το σινεμά ψυχαγωγούσε άπαντες, αλλά δεν βρήκε χώρο στο σχολείο (αν και αντλούσε θεματικές από την ελληνική σχολική ζωή).
Στο σημείο αυτό, αναφέρθηκε στην εκατέρωθεν καχυποψία του κρατικού μηχανισμού εκπαίδευσης από τη μία και των καλλιτεχνών του κινηματογράφου από την άλλη, η οποία κράτησε μέχρι και πολύ πρόσφατα, στη δεκαετία του ’90: «Η καχυποψία αυτή καταλήγει στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία της αποσύνδεσης εκπαίδευσης και σινεμά την εποχή της πρώτης μεταπολίτευσης. Οι μεν δεν ενδιαφέρονται για τους δε, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις ανθρώπων που προσπαθούν να σπάσουν τα αόρατα τείχη της εκπαίδευσης», σχολίασε. Ανέφερε, επίσης, πως η τηλεόραση και το βίντεο δεν μπήκαν ποτέ στο ελληνικό σχολείο και πως οι σημαντικές πρωτοβουλίες της δεκαετίας του ’90 (πρόγραμμα Μελίνα, Πάμε Σινεμά;) δεν ήταν εφικτό να φτάσουν σε όλους τους μαθητές, ελλείψει πόρων.
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στη δράση του Φεστιβάλ Ολυμπίας, οι άνθρωποι του οποίου έστησαν τη δική τους δραστηριότητα πάνω σ’ αυτό το γιγαντιαίων διαστάσεων έλλειμμα και κατάφεραν, τελικά, να χτίσουν έναν οργανισμό με άποψη για το ζήτημα της σύνδεσης της τέχνης του σινεμά με τα παιδιά και με την εκπαίδευση. Ο κύριος Παντελόγλου αναφέρθηκε στην ανάγκη να δουν τα παιδιά δημιουργικό σινεμά και να αποκτήσουν μια αισθητική αγωγή. Στη συνέχεια, έκανε μια σύντομη παρουσίαση των δράσεων του Φεστιβάλ Ολυμπίας αλλά και των δυνατοτήτων συνεργασίας με αυτό.
Ο κύριος Παντελόγλου αναφέρθηκε, έπειτα, στα σημερινά οπτικοακουστικά μέσα και τις καταιγιστικές τους εξελίξεις: «Σήμερα τα περισσότερα πράγματα καθορίζονται από τους πολύ μεγάλους παίκτες, τόσο στην παραγωγή (κυρίως τα μεγάλα αμερικανικά στούντιο), όσο και στη διανομή (οι ίδιοι και οι συνεργάτες τους απ’ τις Big Tech). Καθημερινές χρήσεις των οπτικοακουστικών ελέγχονται από αλγορίθμους και οι εμπορικοί πειραματισμοί έχουν πολύ άμεσες συνέπειες σε μεγάλα ακροατήρια. Τα οπτικοακουστικά έργα που παρακολουθούμε σε πολύ μεγάλο βαθμό τα φτιάχνουμε οι ίδιοι, τα διανέμουμε χωρίς να πληρωνόμαστε και μάλιστα πληρώνουμε οι ίδιοι για να τα δούμε», σχολίασε.
Κατέληξε στο συμπέρασμα πως το προοδευτικό αίτημα του μεσοπολέμου για συνεκτική προσφορά και χρήση του σινεμά στην παιδική ηλικία παραμένει και γίνεται ακόμη πιο επίκαιρο: «Θα ήταν λάθος να βλέπουμε τη νέα κατάσταση ως πρωτοφανή, γιατί τα κίνητρα της ύπαρξής της δεν είναι και τόσο διαφορετικά από τα ιστορικά κίνητρα της εμπορικής κινηματογραφικής παραγωγής, ούτε οι φορείς που υλοποιούν τη σημερινή συνθήκη διαφέρουν ριζικά ως προς τις προθέσεις τους», είπε.
Τέλος, σε ερώτηση του ακροατηρίου σχετικά με το αν έχει πέσει το επίπεδο της παραγωγής παιδικών ταινιών σε σχέση με παλιά και αν η γλώσσα επικοινωνίας με τα παιδιά έχει απλοποιηθεί, ο κύριος Παντελόγλου απάντησε πως αυτό όντως ισχύει: «Τα ευρωπαϊκά στούντιο προσπαθούν να μιμηθούν τα αμερικανικά και καταλήγουν με ένα ανάλογο αποτέλεσμα, με πολύ μικρότερο μπάτζετ. Αντί να διαφοροποιηθούν, δυστυχώς ομογενοποιούνται», ολοκλήρωσε, καταδεικνύοντας την ανάγκη να πάρουμε το παιδί στα σοβαρά.