Συνέντευξη Τύπου ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, ΠΑΝΟΣ ΚΟΥΤΡΑΣ, ΝΤΕΝΗΣ ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, ΤΙΜΩΝ ΚΟΥΛΜΑΣΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΤΣΙΚΗΣ

Συνέντευξη τύπου παρέθεσαν την Παρασκευή, 26 Νοεμβρίου, στα πλαίσια του 45ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου, οι σκηνοθέτες Παντελής Βούλγαρης για την ταινία «Νύφες», Πάνος Κούτρας για την ταινία «Αληθινή ζωή», Ντένης Ηλιάδης για την ταινία «Hardcore», Κώστας Χαραλάμπους για την ταινία «Αγάπη στα 16», Τίμων κουλμάσης για την ταινία «Πριν τη νύχτα» και Βασίλης Κατσίκης για την ταινία «CC TV».

Ο Παντελής Βούλγαρης μιλώντας για το θέμα της ταινίας του, αναφέρθηκε στη βαθιά συγκίνηση που του προκαλούσε ανέκαθεν το θέμα των μεταναστών. «Όποτε συναντούσα Ελληνες στις άκρες του κόσμου, αναρωτιόμουν πώς είναι η ζωή τους μακριά από τις οικείες εικόνες, τις μυρωδιές, τα πρόσωπα... Γι’ αυτό είχα την επιθυμία να κάνω μια ταινία με τέτοιο θέμα. Συναντώντας το δημοσίευμα των παλιών Νιου Γιορκ Τάιμς στο Ελις ¶ιλαντ, βρέθηκε στα χέρια μου η ιστορία των 700 νυφών. Η σχέση μου με αυτήν κράτησε 7 χρόνια. Τώρα πια τελείωσε για μένα και συχνά αντιμετωπίζω τη συγκίνηση του κοινού που βγαίνει από την αίθουσα με δέος, σαν να συμβαίνει σε κάποιον άλλο». Απαντώντας στην ερώτηση σχετικά με το πώς και πόσο επηρεάζει η ανταπόκριση του κοινού το δημιουργό μιας ταινίας, είπε: «Κατά τη γνώμη μου ο κύκλος μιας ιδέας κλείνει με την προβολή της ταινίας στους κινηματογράφους. Στην πορεία μου έχω βρεθεί αντιμέτωπος με επιτυχίες και αποτυχίες. Και στις δύο περιπτώσεις αναρωτήθηκα εξίσου γιατί οι θεατές συνάντησαν ή όχι την ταινία μου. Πρέπει να περάσει χρόνος για να καταλήξεις σε ένα συμπέρασμα αλλά τελικά αυτό δεν επηρεάζει την πίστη στην ταινία, ούτε της αλλάζει θέση στην καρδιά μου».

Ο Πάνος Κούτρας ξεκίνησε το λόγο του σχολιάζοντας: «Ανεξάρτητα από την αποδοχή που έχει μια ταινία στις αίθουσες, σημασία έχει να συνεχίζουμε να κάνουμε κινηματογράφο, ιδιαίτερα σε μια χώρα με τόσο μικρή παραγωγή όπως είναι η Ελλάδα. Από εκεί και πέρα, με την προβολή στις αίθουσες, ο δημιουργός έχει τελειώσει το έργο του, και τίποτα πια δεν αλλάζει, ανεξάρτητα αν αυτό αρέσει ή όχι στο κοινό. Με λίγα λόγια, η καλλιτεχνική δημιουργία έχει την αυτονομία της κι ο δημιουργός βλέπει το όνειρό του υλοποιημένο. Βεβαίως θα ήταν καλό να αρέσει η ταινία και να κάνει πολλά εισιτήρια, γιατί αυτό δίνει τη δυνατότητα στον σκηνοθέτη να συνεχίσει πιο εύκολα». Αναφερόμενος στα στοιχεία της σαπουνόπερας που χρησιμοποιεί στην «Αληθινή ζωή» είπε: «Λαμβάνω ως σημείο αναφοράς το ελληνικό μελόδραμα της δεκαετίας του ’50 και ’60, μια έκφραση της λαϊκής κουλτούρας με την οποία μεγάλωσα – θέλοντας και μη. Ηθελα, μέσω αυτού να κάνω μια προσωπική διαδρομή για να ανακαλύψω μια δική μου αθωότητα και ελληνικότητα».

Μιλώντας για το ομώνυμο βιβλίο που στάθηκε η αφορμή για την ταινία, ο Ντένης Ηλιάδης είπε: «Με ενδιέφερε το βιβλίο ακριβώς επειδή συνδυάζει δύο απόλυτα αντιφατικά στοιχεία: την ακραία σκληρότητα με την τρυφερότητα. Το θέμα του είναι πολύ προκλητικό και θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα γαργαλιστικό αλλά δεν ήθελα να κάνω αυτό. Βεβαίως, όπως έμαθα, ο αρχιεπίσκοπος Αδελαϊδας αποφάσισε να μποϋκοτάρει την ταινία στην Αυστραλία λέγοντας ότι τον θίγει ως άνθρωπο, χριστιανό και Ελληνα. Αυτό το σκορ, το 3 στα 3 βρίσκω ότι είναι καλό». Αναφερόμενος στη σχέση των δύο ηρωίδων του σχολίασε: «Ζώντας σε ένα περιβάλλον ακραίας κακοποίησης έχουν ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη για τρυφερότητα». Τέλος, σχολιάζοντας το πόσο μπορεί να επηρεάσει η ανταπόκριση του κοινού την άποψη που έχει ο σκηνοθέτης για την ταινία του είπε: «Είναι σημαντικό όταν φτιάχνεις μια ταινία, να μπορείς να “βγαίνεις” από τον εαυτό σου, να μην το κάνεις για τον θεατή. Από εκεί και πέρα, πράγμα που κάναμε και στο “Hardcore”, είναι σημαντικό να μπαίνει ο θεατής όσο πιο νωρίς γίνεται μέσα στην παραγωγική διαδικασία, το σενάριο, τα γυρίσματα και το μοντάζ».

Ο Κώστας Χαραλάμπους αναφερόμενος στον ρόλο που παίζει ο χώρος, η ελληνική επαρχία, στην ταινία του, σχολίασε ότι αυτή υπήρξε απλά η αφορμή για να αρχίσει να ξετυλίγεται η ταινία. Απαντώντας στην ερώτηση σχετικά με το πόσο και πώς επηρεάζουν τέτοια περιστατικά, όπως ο εφηβικός έρωτας του πρωταγωνιστή, τη ζωή γενικά είπε: «Για τον κάθε χαρακτήρα αυτό λειτουργεί διαφορετικά. Οπωσδήποτε αυτή η ηλικία είναι φορτωμένη συναισθηματικά και κάποια πράγματα δεν τα βάζει σε σωστές βάσεις. Ετσι,τα βιώματα της εφηβείας, κάτι αφήνουν στην μετέπειτα ζωή μας. Καλά ή κακά, αυτό εξαρτάται από τον χαρακτήρα του καθενός». Οταν ρωτήθηκε αν υπήρχε επιπλέον υλικό για τη σκηνή της κηδείας, κι αν η διάρκειά της είχε προαποφασιστεί, απάντησε: «Δεν υπήρχε άλλο υλικό, χρησιμοποίησα ό,τι είχα. Επέμενα στη μεγάλη διάρκεια αυτής της σκηνής –αν και το θέμα είναι σκληρό- γιατί πιστεύω ότι μια κηδεία όπως συμβαίνει πραγματικά στην ελληνική επαρχία, δεν έχει κταγραφεί όπως πρέπει στον κινηματογράφο. Ηθελα λοιπόν να την κάνω ακριβώς όπως την έχω ζήσει».

«Το κοινό στοιχείο και των τριών ιστοριών που εκτυλίσσονται στην ταινία, είναι η επιλογή αυτών των γυναικών να αντιστέκονται», είπε ο Τίμων Κουλμάσης μιλώντας για την ταινία του «Πριν τη νύχτα». «Η καθεμιά από αυτές το κάνει με τον δικό της τρόπο:την ποίηση ή τη δράση, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για τρεις διαφορετικούς τρόπους αντίστασης. Πρόκειται για μια πολιτική ταινία και μάλιστα πολύ σκληρή. Για να πω την αλήθεια, όταν μπήκα στην αίθουσα προβολής και την είδα, ήμουν κι εγώ έκπληκτος με τη σκληρότητά της που εκτός από το θέμα επιτείνεται με τη χρήση του ασπρόμαυρου φιλμ και την αφαίρεση». Μιλώντας για το κατά πόσο η στάση της καθεμιάς γυναίκας, αποτελεί μια προσωπική επιλογή ή μια πολιτική πράξη δηλωτική της ιδεολογίας της, σχολίασε: «Δεν μπορεί να διαχωρίζεται η πολιτική από την προσωπική ζωή. Μετά το ΄89 και την πτώση του Τείχους, όλοι ελπίζαμε ότι οι ιδεολογίες θα τελειώσουν. Τώρα πια, μετά την 11η Σεπτεμβρίου είναι σαφές ότι τα πράγματα εξελίχθηκαν αλλιώς στην πράξη. Ακόμα και στον κινηματογράφο, αυτή η απουσία συνείδησης είναι προφανής. Οι διαφορετικές ταινίες, οι ταινίες κάθε είδους κι όχι μόνον εφησυχασμένες κωμωδίες, είναι το ζητούμενο. Ενα επίσης πολιτικό θέμα». Τέλος, ερωτώμενος για τη δυνατότητα να κρίνει ο ίδιος την ταινία του ως κάποιος τρίτος είπε: «Είναι πολύ δύσκολο να βγεις από την ταινία σου. Για μένα το πιο σημαντικό είναι να γίνονται ταινίες και να μπορούμε να τις κάνουμε πάντοτε καλύτερες από τις προηγούμενες και πιο ολοκληρωμένες. Κάποιες φορές, ανοίγεις την εφημερίδα, διαβάζεις μια κριτική και αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να παρανοήσει κάποιος τόσο όσα ήθελες να πεις. Για μένα το σημαντικό δεν είναι μια καλή κριτική, αλλά μια κριτική που και στα αρνητικά της σχόλια δείχνει πως σέβεται τον κόπο του δημιουργού της».

Ο Βασίλης Κατσίκης, αναφερόμενος στο θέμα της ταινίας του CC TV και τον τρόπο που το πραγματεύτηκε, είπε: «Η χαλασμένη κάμερα της ταινίας μου έκανε μια χαρά τη δουλειά της! Η ιδέα γεννήθηκε από ένα αληθινό περιστατικό: Μια κάμερα με την οποία δουλεύαμε χάλασε κι από όλο το γύρισμα κράτησε μόνον μερικές εικόνες. Τότε αναρωτήθηκα πώς θα μπορούσε να είναι μια ταινία δημιουργημένη από μια “συνειδητοποιημένη”κάμερα. Από εκεί και πέρα πειραματιστήκαμε πολύ με τα εκφραστικά μέσα, τους ηθοποιούς, το σενάριο, το μοντάζ, επειδή όλο το αποτέλεσμα έπρεπε να πείθει ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι με την πραγματικότητα». Σχολιάζοντας τις αντιδράσεις μέρους του Τύπου σχετικά με την πρωταγωνίστριά του τόνισε: «Αυτό υπήρξε ένα σκάνδαλο που δεν θελήσαμε, και ούτε μπορέσαμε πραγματικά να παρακολουθήσουμε. Για τον ντόρο σχετικά με τη δυνατότητά της να συμμετέχει στα Κρατικά Βραβεία επειδή έχει κάνει αλλαγή φύλου, δεν ευθύνεται η ταινία, ούτε η ίδια η Δήμητρα Παξινού, η πρωταγωνίστριά μου. Θεωρώ ότι είναι δικαίωμά της να επιλέξει τη ζωή της και επίσης οφείλουμε να της συμπεριφερόμαστε όπως συμπεριφερόμαστε σε κάθε ηθοποιό». Τέλος, μιλώντας για τον κινηματογράφο γενικά, και την κριτική που ασκείται, σχολίασε: «Πιστεύω ότι ο κινηματογράφος είναι ένα παιχνίδι με την εξουσία, οφείλει να της πηγαίνει κόντρα. Δεν μας ενδιαφέρει μόνον αν μια ταινία είναι καλή ή κακή, αλλά μας ενδιαφέρει εξίσου το θέμα της κι όσα θέλει να δηλώσει».