Συζήτηση για Λογοτεχνία και Σινεμά

 

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ

Στρογγυλο τραπέζι με θέμα «Από το βιβλίο στην οθόνη» οργάνωσε το Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2004 στην Αποθήκη Γ του Λιμένος Θεσσαλονίκης το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), στο πλαίσιο της συμμετοχής του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης οι συμμετέχοντες ανέλυσαν τα προβλήματα, αλλά και τις προκλήσεις της κινηματογραφικής μεταφοράς λογοτεχνικών βιβλίων. Στη συζήτηση συμμετείχαν ο συγγραφέας-σεναριογράφος, Θανάσης Βαλτινός, η κινηματογραφική παραγωγός Δέσποινα Μουζάκη, ο πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου Δημήτρης Νόλλας, ο σκηνοθέτης Ντένης Ιλιάδης και ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Τη συζήτηση συντόνισε ο διευθυντής του περιοδικού «Σινεμά» και υπεύθυνος προγραμματισμού του δικτύου αιθουσών του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Χρήστος Μήτσης.

«Η σχέση λογοτεχνίας και σινεμά είναι μια παλιά σχέση» είπε ο διευθυντής του Φεστιβάλ, Μιχάλης Δημόπουλος, ανοίγοντας τη συζήτηση. «Ένα βιβλίο», συνέχισε, «είναι πολλές φορές το πρώτο υλικό ενός σεναρίου. Η κινηματογραφική τέχνη συνομιλεί και συνεργάζεται με το μυθιστόρημα», είπε χαρακτηριστικά.

Βραβείο μεταφοράς

Ο πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, Δημήτρης Νόλλας ξεκίνησε την τοποθέτησή του ανακοινώνοντας τη θέσπιση ενός ετήσιου διαγωνισμού από το Κέντρο που θα επιβραβεύει με 7000 ευρώ την καλύτερη διασκευή βιβλίου για την παραγωγή ταινιών μεγάλου μήκους και με 3000 ευρώ για ταινίες μικρού μήκους. Στις αρχές της νέας χρονιάς θα ανακοινωθούν τα μέλη της κριτικής επιτροπής, ενώ τα σενάρια θα υποβάλλονται μέχρι τις 30 Ιουνίου. «Επιδίωξή μας είναι τα λογοτεχνικά έργα να αποτελέσουν μια στέρεη βάση σεναρίων και παράλληλα να αναδείξουμε το ελληνικό βιβλίο», τόνισε ο κ. Νόλλας.

Το μεγαλύτερο μέρος στη συζήτηση που ακολούθησε αφιερώθηκε στις δυσκολίες μεταφοράς ενός λογοτεχνικού κειμένου στη μεγάλη οθόνη, δυσκολίες που σχετίζονται τόσο με την πιστή απόδοση του βιβλίου, όσο και με άλλες διαδικασίες, όπως η αγορά των πνευματικών δικαιωμάτων. «Το σινεμά είναι μια τέχνη με αυτόνομη γλώσσα, ξεχωριστή από τη λογοτεχνία», σημείωσε ο Θανάσης Βαλτινός. «Το σινεμά δανείστηκε πολλά βιβλία και σχεδόν όλα τα κλασικά έργα έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Αυτό το συμπεθεριό δεν είχε παντα καλά αποτελέσματα. Το κοινό θεωρεί ότι το σινεμά και η λογοτεχνία είναι παραπλήσια πράγματα. Δεν είναι, όμως, έτσι. Σε ένα βιβλίο υπάρχουν πολλά πρόσωπα, στοχασμοί, περιστατικά που δεν μπορούν να χωρέσουν σε μια ταινία. Για παράδειγμα έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο το ’’Πόλεμος και Ειρήνη’’ και το ’’Δρ. Ζιβάγκο’’. Οι ταινίες ήταν μέτριες ως κακές. Υπήρξαν όμως εξαιρετικά καλές ταινίες με πηγή την παρά-λογοτεχνία, όπως το φιλμ νουάρ. Δεν έχω δει καλή ταινία από ένα καλό μυθιστόρημα», επισήμανε ο κ. Βαλτινός.

«Ένα βιβλίο», ανέφερε, «δεν είναι έτοιμο σενάριο. Μετατρέποντας ένα κείμενο σε εικόνα διαπιστώνεις ότι τα πράγματα είναι δύσκολα». «Φαίνεται απλό να μεταφέρεις ένα βιβλίο στον κινηματογράφο, αλλά δεν είναι», τόνισε από την πλευρά του ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης. «Είναι σαν να μεταφράζεις τον Παπαδιαμάντη στα σερβοκροάτικα. Πίσω από κάθε βιβλίο υπάρχει ένας συγγραφέας, ο οποίος καταθέτει σε αυτό την ψυχή του, την βαθύτερη υπόστασή του. Ο λόγος, οι φράσεις σ’ ένα βιβλίο», συνέχισε, «δεν είναι μια απλή αφήγηση. Εξυπηρετούν την ευταξία του κειμένου. Όλα αυτά συνθέτουν τη μοναδικότητα του βιβλίου, τη μοναδικότητα του συγγραφέα. Ο σκηνοθέτης παραλαμβάνοντας ένα βιβλίο για να το κάνει ταινία δεν παραλαμβάνει ένα άδειο κέλυφος, αλλά ένα σύμπαν. Και κάθε σεναριογράφος αντιλαμβάνεται το κείμενο ενός βιβλίου διαφορετικά. Πρόκειται για μια δυναμική σχέση, δεν υπάρχει μοναδική αντιστοίχιση μεταξύ βιβλίου και ταινίας. Αν ένα βιβλίο το πιάσουν δέκα σκηνοθέτες θα προκύψουν δέκα διαφορετικές ταινίες».

Ο κ. Σκαμπαρδώνης επεσήμανε τη σημασία που έχει η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων από τους σκηνοθέτες ώστε να παράγουν καλές ταινίες και πρότεινε να μην χρηματοδοτεί το ΕΚΚ σκηνοθέτες αν αυτοί δεν έχουν περάσει πρώτα από ένα τριετές σχολείο λογοτεχνίας. «Το σινεμά», είπε, «δεν γίνεται με την κάμερα, αλλά με το μυαλό και η λογοτεχνία είναι η μήτρα της αφήγησης». Ο ίδιος, πάντως, θα έδινε άφοβα σε ένα σκηνοθέτη οποιοδήποτε βιβλίο του για να το μεταφέρει στον κινηματογράφο. «Ο σκηνοθέτης είναι ο βασιλιάς σε ένα κινηματογραφικό έργο και πρέπει να είναι ελεύθερος να κάνει ότι θέλει και ας προδώσει το αρχικό κείμενο όσο μπορεί περισσότερο».

Ακριβά τα δικαιώματα

Πρακτικά ζητήματα έθεσε από την πλευρά της η παραγωγός, Δέσποινα Μουζάκη παραθέτοντας τρεις δυσκολίες στην κινηματογραφική μεταφορά βιβλίων. Η πρώτη αφορά το οικονομικό κομμάτι με τη διαχείριση των δικαιωμάτων των βιβλίων, που τις περισσότερες φορές είναι απαγορευτικό. «Οι παραγωγοί», εξήγησε, «θα μπορούσαν να συνεργάζονται καλύτερα με εκδότες. Τα βιβλία απαιτούν ένα μεγάλο προϋπολογισμό για να περάσουν στη μεγάλη οθόνη και γι’ αυτό τις περισσότερες φορές καταλήγουν στην τηλεόραση, όπου με τα πολλά επεισόδια επιμερίζεται το κόστος». Η δεύτερη δυσκολία αφορά στην αρμονική μεταφορά και απόδοση του έργου, από το βιβλίο στο σενάριο. «Πρέπει να υπάρχει δημιουργική ενέργεια στη σχέση σκηνοθέτη, σεναριογράφου και συγγραφέα», τόνισε. «Η τρίτη δυσκολία έγκειται στην έλλειψη επιχειρηματικής βάσης στο χώρο μας. Στις ΗΠΑ επενδύονται μεγάλα ποσά, περί τα 500 εκατομμύρια δολάρια στην ανάπτυξη σεναρίων».

Τη δική του εμπειρία, ως σκηνοθέτης ταινίας μεταφέροντας ένα βιβλίο στο σινεμά, το Hardcore, μετέφερε ο Ντένης Ιλιάδης. «Η επιτυχία της απόδοσης εξαρτάται από το βιβλίο. Πολλά βιβλία της σύγχρονης δυτικής λογοτεχνίας αποτελούν από μόνα τους έτοιμα σενάρια, όπως ο Κώδικας ΝταΒίντσι. Το πρόβλημα με το σενάριο είναι ότι απαιτεί γεγονότα, περιγραφές. Τα βιβλία πολλές φορές, όμως, αφορούν στις σκέψεις των χαρακτήρων». Μια λύση στο πρόβλημα αυτό είναι η τεχνική του over voice, της διήγησης, δηλαδή, πάνω στην ταινία, ώστε το κοινό να μπορέσει να καταλάβει, να προσεγγίσει το αρχικό κείμενο. Ως επιτυχημένο παράδειγμα ανέφερε την ταινία Fight Club. Ο ίδιος πάντως στην ταινία του δεν ακολούθησε πιστά το βιβλίο και άλλαξε το τέλος, καθώς προσσέγισε με διαφορετική οπτική, από αυτή της συγγραφέως, τις ηρωίδες εστιάζοντας στη σχέση των δύο κοριτσιών. «Δεν πρέπει να είμαστε υπερπροστατευτικοί με το κείμενο. Το ζητούμενο είναι να κάνουμε καλές ταινίες και καλά βιβλία».