Μία από τις πιο εξέχουσες και πολυσχιδείς προσωπικότητες του γαλλικού πολιτισμού του 20ού αιώνα συστήνει στο κοινό το spotlight που φιλοξενεί το 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Κινηματογραφικός σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας και (κατά βάση αυτοβιογραφικός) μυθιστοριογράφος, με εξίσου μεγάλη αναγνώριση και καταξίωση και στους τρεις τομείς της καλλιτεχνικής διαδρομής του, ο Μαρσέλ Πανιόλ υπήρξε η απόλυτη ενσάρκωση της έννοιας του auteur.
Έχοντας διαπρέψει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 στη συγγραφή θεατρικών έργων, ο Πανιόλ ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τον κινηματογράφο κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο το 1929, όταν παρακολούθησε για πρώτη φορά ομιλούσα ταινία στη σκοτεινή αίθουσα. Δίχως να χάσει χρόνο, ο Πανιόλ επικοινώνησε με την Paramount, προτείνοντας στην εταιρεία-κολοσσό του Χόλιγουντ να μεταφέρει στο σινεμά το Marius, πρώτο σκέλος της περίφημης «Τριλογίας της Μασσαλίας» και παράλληλα ένα από τα διασημότερα έργα της θεατρικής του καριέρας. Η ομότιτλη ταινία γυρίστηκε το 1931 από τον Αλεξάντερ Κόρντα, σημείωσε τεράστια επιτυχία και σηματοδότησε την έναρξη της μεγάλης περιπέτειας του Μαρσέλ Πανιόλ στην 7η τέχνη.
Έναν χρόνο αργότερα, βαδίζοντας στα χνάρια και σχεδόν τιμώντας την κληρονομιά του πρωτοπόρου Ζορζ Μελιές, ο Μαρσέλ Πανιόλ ίδρυσε το δικό του στούντιο παραγωγής, στη γαλλική επαρχία, λίγο έξω από τη Μασσαλία. Αναλαμβάνοντας μια πλειάδα διαφορετικών ρόλων, από σκηνοθέτης και παραγωγός μέχρι χρηματοδότης και διανομέας, ο Πανιόλ είχε χτίσει ένα απόλυτα λειτουργικό και συγκεντρωτικό οικοδόμημα, το οποίο του επέτρεπε να έχει πλήρη εποπτεία και έλεγχο σε όλα τα στάδια της κινηματογραφικής δημιουργικής διαδικασίας. Μάλιστα, στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Γαλλία τελούσε υπό ναζιστική κατοχή και το καθεστώς του Βισί θέλησε να επιτάξει τον εξοπλισμό του στούντιο, ο Πανιόλ προτίμησε να καταστρέψει τις κόπιες της –καταδικασμένης να μείνει ανολοκλήρωτη– ταινίας La Prière aux étoiles από το να τις δει να πέφτουν σε λάθος χέρια.
Ο Πανιόλ διασκεύαζε συχνά τα δικά θεατρικά του έργα για τη μεγάλη οθόνη, έχοντας διαμορφώσει μια πολύ διακριτή και συμπαγή αισθητική-θεματική-υφολογική ταυτότητα ήδη από τις πρώτες του σκηνοθετικές απόπειρες. Η αναπόληση μιας αμετάκλητα χαμένης νιότης, ο νατουραλιστικός τόνος, και η εξύμνηση της απλής ζωής των χαμηλότερων οικονομικών τάξεων στην επαρχία, η χρήση ερασιτεχνών ηθοποιών προκειμένου να επιτευχθεί μια πειστική ντοπιολαλιά, η μουσικότητα στην αφήγηση και τον ρυθμό της ταινίας, αλλά και η ανάγκη επαπροσδιορισμού και σύσφιξης των ανθρώπινων δεσμών, είναι ορισμένα από τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα που συναντά κανείς σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του Μαρσέλ Πανιόλ.
Στο πλαίσιο του spotlight θα προβληθούν δύο από τις πιο γνωστές ταινίες του Μαρσέλ Πανιόλ. Η δραματική ρομαντική κωμωδία Η γυναίκα του ψωμά (1938), με τον θρυλικό Ραϊμού, μόνιμο συνεργάτη του Πανιόλ σε θέατρο και σινεμά, στον πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι μια λεπτεπίλεπτη και ηθογραφική σπουδή στην ανθρώπινη εμμονή και περηφάνεια, αλλά και στις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τη ζωή σε μικρές κοινότητες. Όσο για την αιχμηρή σατιρική κωμωδία Τοπάζ (1951), δεύτερη κινηματογραφική μεταφορά (η πρώτη χρονολογείται το 1936) του ομώνυμου θεατρικού έργου του ιδίου, πρόκειται για μια φαρσική κριτική απέναντι στην ιδιοτέλεια και την ηθική κατάπτωση μιας ολόκληρης κοινωνίας.. Το πρόγραμμα θα συμπληρώσει η νέα ταινία του πολυβραβευμένου μάγου του σύγχρονου γαλλικού animation Σιλβέν Σομέ (Το τρίο της Μπελβίλ, Ο θαυματοποιός), με τίτλο Ζωή σαν σινεμά (2025), η οποία αποτίνει έναν τρυφερό φόρο τιμής στον σπουδαίο Μαρσέλ Πανιόλ.
Η γυναίκα του φούρναρη (1938) μάς μεταφέρει σε ένα μικρό χωριό της Προβηγκίας, όπου η καθημερινή ζωή διαταράσσεται όταν ο νέος φούρναρης, ο Αιμάμπλ Καστανιέ, τον οποίο υποδύεται ο Γάλλος ηθοποιός Ραϊμού, στενός φίλος και συνεργάτης του Μαρσέλ Πανιόλ, αρνείται να φουρνίσει ψωμί επειδή τον άφησε η νεαρή σύζυγός του για έναν όμορφο βοσκό. Αυτό που ξεκινά ως προσωπική ταπείνωση, σύντομα αναδεικνύεται σε κρίση για όλη την κοινότητα: χωρίς ψωμί, οι χωρικοί αντιμετωπίζουν την πείνα, κάτι που καθιστά την απογοήτευση του Αιμάμπλ πρόβλημα όλων. Ο Πανιόλ μετατρέπει αυτή την απλή υπόθεση σε μια πλούσια και τρυφερή μελέτη της ανθρώπινης απερισκεψίας, της υπερηφάνειας και της αλληλεγγύης. Συνδυάζοντας χιούμορ και μελαγχολία, η ταινία παρατηρεί πώς ολόκληρο το χωριό συνωμοτεί για να ξαναβρεί τη γυναίκα του φούρναρη, όχι από ηθικό καθήκον, αλλά από ανάγκη και ιδιοτέλεια. Με την αξέχαστη ερμηνεία του Ραϊμού, η ταινία Η γυναίκα του ψωμά είναι ταυτόχρονα μια σάτιρα της επαρχιακής υποκρισίας και μια γιορτή της συλλογικής ανθεκτικότητας. Παραμένει ένα από τα πιο αγαπημένα έργα του Πανιόλ, για τη ζεστασιά, το χιούμορ και τη διαχρονική απεικόνιση της κοινοτικής ζωής.
Στο Τοπάζ (1951), ο Μαρσέλ Πανιόλ διασκευάζει το ομότιτλο διάσημο θεατρικό του, προσφέροντας μια οξεία, ειρωνική μελέτη της ηθικής και της διαφθοράς. Η ιστορία ακολουθεί τον Τοπάζ, έναν δειλό και αναποτελεσματικό δάσκαλο που απολύεται από ένα οικοτροφείο επειδή αρνείται να παραβεί τις αρχές του. Καθώς βρίσκεται ξαφνικά άνεργος, δέχεται να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα στον ανιψιό της Σουζί Κουρτουά, μιας γυναίκας αμφιβόλου φήμης. Αγωνιζόμενος να επιβάλει τα ιδανικά του σε ένα περιβάλλον αδιάφορο προς αυτά, ο Τοπάζ εγκαταλείπει σιγά σιγά την αφελή πίστη του στην αρετή. Αντ' αυτού, επανεφευρίσκει τον εαυτό του ως έναν πονηρό καιροσκόπο, ανταλλάσσοντας την ηθική του ακεραιότητα με την εξουσία και το προσωπικό συμφέρον. Η σκηνοθεσία του Πανιόλ υπογραμμίζει τον σατιρικό χαρακτήρα του έργου, αποκαλύπτοντας την ευκολία με την οποία η αθωότητα καταρρέει υπό το βάρος της κοινωνικής υποκρισίας. Με βάση τις λεπτές αποχρώσεις των ερμηνειών, το Τοπάζ αντηχεί ως μια διαχρονική, διδακτική ιστορία, πνευματώδης και μελαγχολική ταυτόχρονα.
Η Ζωή σαν σινεμά (2025), η πολυαναμενόμενη νέα ταινία του υποψήφιου για Όσκαρ Γάλλου δημιουργού κινουμένων σχεδίων Σιλβέν Σομέ (Το τρίο της Μπελβίλ, Ο θαυματοποιός), είναι ένα υπέροχο βιογραφικό δράμα κινουμένων σχεδίων που καταπιάνεται με τη ζωή του θρυλικού θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη Μαρσέλ Πανιόλ. Το 1955, ο Πανιόλ αντιμετωπίζει μια κρίση αυτοπεποίθησης, ενώ ταυτόχρονα η μνήμη του αρχίζει να τον προδίδει. Έχοντας αναλάβει να γράφει για το περιοδικό Elle μια εβδομαδιαία στήλη για την παιδική του ηλικία, βασανίζεται από αμφιβολίες μετά την αποτυχία των πιο πρόσφατων θεατρικών του έργων. Σε αυτή την ευάλωτη στιγμή, αναδύεται από τα βάθη των αναμνήσεών του ο νεαρός που ήταν κάποτε – ο «Μικρός Μαρσέλ Πανιόλ». Μαζί ξαναζούν τα σημαντικότερα κεφάλαια της ζωής του: από τα πρώτα βήματα ως δάσκαλος στην Προβηγκία ως το πρωτοποριακό του έργο στον ομιλούντα κινηματογράφο, από την κατασκευή των δικών του στούντιο ως τις δυσκολίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια ταινία που αποτυπώνει τη διαχρονική ζωντάνια ενός ανθρώπου που ήταν, πάνω απ’ όλα, ένας bon vivant.