Το κοινό του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει το συναρπαστικό masterclass που έδωσε η σπουδαία σταρ του γαλλικού και παγκόσμιου σινεμά Ιζαμπέλ Ιπέρ, επίσημη καλεσμένη της φετινής διοργάνωσης, τη Δευτέρα 4 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης. Τη συζήτηση, που επικεντρώθηκε στην πορεία της σπουδαίας ηθοποιού σε θέατρο και κινηματογράφο, τη συνεργασία της με εμβληματικούς σκηνοθέτες, αλλά και την ενσάρκωση απαιτητικών ρόλων στη διάρκεια της μακράς και πλούσιας καριέρας της, συντόνισε η συγγραφέας και ποιήτρια Έρση Σωτηροπούλου.
Καλωσορίζοντας το κοινό και την Ιζαμπέλ Ιπέρ, η Γενική Διευθύντρια του Φεστιβάλ Ελίζ Ζαλαντό δήλωσε: «Πέρα από κάθε αμφιβολία, δεν υπάρχει καλλιτέχνιδα και ηθοποιός πιο ατρόμητη και πιο ταλαντούχα από αυτήν που έχουμε την τιμή και χαρά να υποδεχθούμε φέτος στη Θεσσαλονίκη για μια αναδρομική προβολή ενός ελάχιστου μόνο μέρους του πολυσύνθετου και τεράστιας εμβέλειας έργου της. Η Ιζαμπέλ Ιπέρ είναι τολμηρή και θαρραλέα, και ολόκληρη η καριέρα της έχει στεφθεί από αλλεπάλληλες επιτυχίες, καθώς η λίστα των βραβείων που έχει αποσπάσει είναι πραγματικά ιλιγγιώδης» ανέφερε σχετικά.
«Είναι τιμή να σας έχουμε εδώ σήμερα. Είστε ένα σύμβολο, ένα πρότυπο καλλιτέχνη» δήλωσε η Έρση Σωτηροπούλου, καλωσορίζοντας την Ιπέρ, με τη λαμπερή ηθοποιό να ανταποδίδει τη φιλοφρόνηση και να απευθύνει χαιρετισμό προς το κοινό της κατάμεστης αίθουσας. «Είμαι πολύ χαρούμενη που μπορώ να μοιραστώ αυτές τις στιγμές με την Έρση. Φυσικά, μπορώ να ανταποδώσω όλα τα κομπλιμέντα που μου έκανε. Εδώ στην Ελλάδα είστε τυχεροί, διότι έχετε μια πραγματικά σπουδαία συγγραφέα» τόνισε αρχικά.
Στο ξεκίνημα της συζήτησης, η Ιζαμπέλ Ιπέρ προσπάθησε να επαναφέρει στη μνήμη της την πρώτη φορά που βρέθηκε μπροστά στην κάμερα. «Πρέπει να ήμουν τεσσάρων ετών. Ήταν η κάμερα του μπαμπά μου. Δεν θυμάμαι ποια ήταν η πρώτη μου επαγγελματική εμπειρία. Μάλλον σε έναν αρκετά δευτερεύοντα ρόλο, σε μια τηλεοπτική ταινία, ωστόσο αδυνατώ να θυμηθώ την αίσθηση που μου άφησε. Δεν διαχώρισα ποτέ την υποκριτική όπως αυτή εκδηλώνεται μεταξύ θεάτρου και κινηματογράφου. Δούλευα από πολύ νωρίς σε παραστάσεις με ιδιαίτερους ανθρώπους, όπως τον “μάγο του γερμανικού θεάτρου” Πέτερ Τσάντεκ, με την αδερφή μου, την Καρολίν. Ένιωθα ότι βρισκόμουν σε ένα οικείο περιβάλλον. Στην πορεία ήρθαν και πιο απαιτητικοί ρόλοι, όπως για παράδειγμα με τον Ρομέο Καστελούτσι. Ωστόσο, δεν διαχώρισα ποτέ την μία συνθήκη από την άλλη. Η δική μου εντύπωση –όπως και πολλών θεατών– είναι ότι υπάρχει μια ρευστότητα μεταξύ των δύο. Το θέατρο είναι συχνά εξουθενωτικό, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Όσον αφορά την πράξη της υποκριτικής, απαιτεί πλήρη επίγνωση της κατάστασης αλλά και μια διαρκή συγκέντρωση γιατί στη σκηνή όλες οι κινήσεις φαίνονται. Αν καταφέρεις να ξεπεράσεις αυτή την πρώτη αμηχανία, το θέατρο γίνεται υπέροχο. Είτε βρίσκομαι μόνη μου στη σκηνή είτε με άλλους ηθοποιούς, με κάποιον τρόπο το κοινό εξαφανίζεται και δημιουργείται ένας φανταστικός κόσμος, στον οποίο κυριαρχεί μια αίσθηση μοναχικότητας. Πρόκειται για ένα πολύ ευχάριστο συναίσθημα. Δεν γίνεται να σκέφτεσαι ότι υπάρχει κοινό, πρέπει να βιώσεις την εμπειρία όσο πιο έντονα γίνεται».
Στη συνέχεια, η ηθοποιός αναφέρθηκε στο θεατρικό έργο 4.48 Ψύχωση της Σάρα Κέιν. «Σε κάποιους ρόλους υπάρχει κάτι το αφηρημένο, κάτι το οποίο αντιτίθεται στον νατουραλισμό και στον ρεαλισμό. Το ίδιο και στην περίπτωση της Ψύχωσης, μιας πραγματικά ιδιαίτερης παράστασης, καθώς η Σάρα Κέιν αυτοκτόνησε έναν χρόνο μετά τη συγγραφή του έργου. Ο σκηνοθέτης που συνεργάστηκα τότε είχε κάτι το εξίσου ριζοσπαστικό στην προσέγγισή του, μιας και καθόμουν ακίνητη στη σκηνή επί δύο ώρες. Το θέατρο με παραπέμπει συχνά στη γέννηση του κόσμου. Στην αρχή υπάρχει μόνο η σκηνή και σταδιακά αρχίζουν να δημιουργούνται όλα τα υπόλοιπα γύρω της. Ο κόσμος είναι άδειος, κενός και σιγά σιγά ξεδιπλώνεται ένα ολόκληρο σύμπαν. Υπήρχαν άνθρωποι στο κοινό που ένιωθαν άβολα, γιατί το αίσθημα που μετέδιδε η παράσταση ήταν εκείνο του επικείμενου θανάτου. Υπήρχε μια λανθάνουσα βία, και εγώ το απολάμβανα. Ο φωτισμός του συγκεκριμένου θεάτρου με έκανε να νιώθω ότι ταξιδεύω κάπου πολύ μακριά».
Επιπλέον, η Ιπέρ μίλησε για την ταινία Η τελετή (1995), μία από τις κορυφαίες στιγμές στην ερμηνευτική της καριέρα: «Η τελετή είναι μια μεγάλη ταινία του Κλοντ Σαμπρόλ, στην οποία κυριαρχεί αυτή η αντιπαράθεση καλού-κακού, με τρομερά έντονο το στοιχείο της πάλης των τάξεων. Οι ανισότητες μπορούν να οδηγήσουν σε εκρηκτική βία, και το έργο προσπαθεί να μας να βοηθήσει να κατανοήσουμε αυτή τη συνθήκη, χωρίς όμως να την αποδέχεται. Ταυτόχρονα, υπάρχει και μια διάσταση ειρωνείας. Είναι μια ταινία με οξύ ύφος και παράλληλα αστεία, αλλά και με γνωρίσματα τραγωδίας. Είναι δύσκολη η θέασή της, όμως την έχω αγαπήσει. Θυμάμαι ότι ο Σαμπρόλ ήταν καλεσμένος και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Αγάπησα όλες τις ταινίες του στις οποίες συμμετείχα γιατί δεν είναι ποτέ βαρύ να μιλάμε για τη βία των αισθημάτων, για τη βία τού να συνυπάρχεις με τους άλλους ανθρώπους. Ο Σαμπρόλ είναι βαθιά πολιτικός, όπως και το ίδιο το σινεμά από τη φύση του. Έχει ένα ευρύ όραμα και έχει καταθέσει μέσα από τις ταινίες του πολύ αιχμηρά σχόλια για τον κόσμο που ζούμε».
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ αναφέρθηκε επίσης στη συνεργασία της με τον Μίχαελ Χάνεκε. «Δεν είναι επιδίωξή μου να αναζητώ συμπαθητικούς ανθρώπους. Ούτε κι ο Χάνεκε νομίζω πως θα νοιαζόταν για το αν τον θεωρώ συμπαθητικό. Είναι ένας τεράστιος σκηνοθέτης, ο οποίος δημιουργεί μόνιμη ένταση στις ταινίες του. Τα σπουδαία έργα είναι εκείνα που δημιουργούν ένα σασπένς διότι διαφορετικά το ενδιαφέρον μας ατονεί. Ο Χάνεκε έχει καταφέρει να μιλήσει για πράγματα δύσκολα και βίαια. Είναι ένας σκηνοθέτης που αναζητά την ένταση, την τραγωδία. Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία Η δασκάλα του πιάνου (2001), στην οποία στέκομαι μπροστά από ένα παράθυρο, με πλάτη στην κάμερα. Είναι μια σκηνή χωρίς πρόζα και παρ’ όλα αυτά καταφέρνει να πει πολλά».
Στη συνέχεια, στάθηκε στην προεργασία που απαιτείται πριν από κάθε ερμηνεία. «Δεν έχω διαβάσει τα βιβλία του Κονσταντίν Στανισλάφσκι, όμως βρίσκω αυτά που έλεγε αρκετά ενδιαφέροντα. Δεν μπορώ να πω ότι ακολουθώ κάποια συγκεκριμένη μεθοδολογία. Ίσως να είμαι “κληρονόμος” μιας μεθόδου, χωρίς όμως αυτό να συμβαίνει συνειδητά. Μου αρέσει να λέω ότι δεν ενσαρκώνω χαρακτήρες, αλλά καταστάσεις. Ερμηνεύω συναισθήματα. Κι όλο αυτό ενδεχομένως να εδράζεται σε έναν σύγχρονο τρόπο υποκριτικής, που έρχεται σε αντίθεση με ένα παλαιότερο μοντέλο, το οποίο επικεντρωνόταν κατά βάση στους χαρακτήρες. Το σινεμά εξελίσσεται. Στο παρελθόν υπήρχε το δίπολο καλός-κακός. Πλέον τα όρια μεταξύ των δύο δεν είναι τόσο διακριτά».
Λίγο πριν την ολοκλήρωση του masterclass, η Ιζαμπέλ Ιπέρ αναφέρθηκε στο πόσο σημαντικό είναι να διακατέχεται ο ηθοποιός από μια αίσθηση ελευθερίας. «Ο θεατρικός συγγραφέας Αλφρέ Ζαρί υποστήριζε ότι “πρέπει να σκοτώσουμε το θέατρο”. Δεν μπορούμε να αρκούμαστε και να περιοριζόμαστε σε μια θεατρική σύμβαση, είναι αναγκαίο να την ξεπερνάμε. Είναι ο μόνος τρόπος να απελευθερωθούμε. Και η αλήθεια είναι ότι τόσο στο θέατρο όσο και στο σινεμά οφείλουμε να αισθανόμαστε ελεύθεροι. Διάβασα ένα βιβλίο της Έρσης πρόσφατα και το θεώρησα εκπληκτικό γιατί καταφέρνει ακριβώς αυτό: να απελευθερωθεί από τη σύμβαση μιας συγκεκριμένης εποχής και να μεταφέρει την κατάσταση της συνειδητότητας ενός ατόμου με έναν εντυπωσιακό τρόπο. Η ελευθερία αυτή απαιτεί μεγάλη προσπάθεια, δεν είναι κάτι που προκύπτει ως εκ θαύματος. Στη δική μου περίπτωση, είναι ο σκηνοθέτης που πρέπει να με ωθήσει να νιώσω ελεύθερη. Τη στιγμή εκείνη δεν μπορώ να σκέφτομαι, πρέπει να νιώθω. Εγώ αγνοώ τα πάντα, κι αυτό είναι ίσως που με κάνει πιο διαπερατή. Είμαι βολική για τον σκηνοθέτη. Αγνοώ την κατάσταση κι αυτό είναι που με καθιστά διαθέσιμη. Ίσως αυτό να είναι το βασικό χαρακτηριστικό μου».
Η συζήτηση ολοκληρώθηκε με τις ερωτήσεις του κοινού, στη διάρκεια των οποίων η Ιζαμπέλ Ιπέρ τοποθετήθηκε για τις διαφορές που έχει εντοπίσει σε σύγκριση με την εποχή που πραγματοποίησε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο. «Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμία διαφορά. Έχουν αλλάξει όλα και συγχρόνως τίποτα. Για παράδειγμα, η Έρση κάποτε έγραφε με στιλό, ενώ σήμερα γράφει σε υπολογιστή. Όπως και στη δική της περίπτωση, έτσι και στη δική μου, υπάρχει ένα μέρος της διαδικασίας που παραμένει αναλλοίωτο στον χρόνο». Επιπλέον, ανέτρεξε στην ισοπεδωτικά αρνητική υποδοχή της ταινίας Η πύλη της Δύσης (1980) του Μάικλ Τσιμίνο από τους κριτικούς: «Ήταν μια πολύ προσωπική ταινία, η οποία δεν ακολούθησε τους κώδικες της κλασικής αφήγησης. Τα γυρίσματα διήρκησαν οκτώ μήνες και όταν τελικά η ταινία κυκλοφόρησε, δεν ήταν αυτό που περίμενε ο κόσμος να δει. Επιπλέον, εξέφραζε και ένα πολιτικό μήνυμα που ήταν δύσκολο να γίνει κατανοητό. Ωστόσο, έχω την αίσθηση πως ο χρόνος τη δικαίωσε. Για τον Τσιμίνο, βέβαια, ήταν πλέον αργά για να συνέλθει από το τραύμα. Μια ταινία, όμως, καθορίζεται τόσο από την επιτυχία όσο και από την αποτυχία της».
Ως προς τα βιβλία που λειτούργησαν ως σημείο αναφοράς για την ίδια, η Ιζαμπέλ Ιπέρ σημείωσε: «Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς να διαβάζω βιβλία, να βλέπω ταινίες ή να πηγαίνω στο θέατρο. Είναι ένα εκπληκτικό προνόμιο, και η πραγματικότητα είναι πως η ζωή είναι πολύ δύσκολη εάν δεν διαθέτεις αυτή τη δυνατότητα». Κλείνοντας, με αφορμή μια ερώτηση αναφορικά με τους μηχανισμούς που τη βοηθούν να είναι «παρούσα» στη στιγμή, η διάσημη Γαλλίδα σταρ εξήγησε: «Τη στιγμή που πρέπει να μπούμε σε έναν ρόλο, δεν υπάρχει χρόνος να σκεφτούμε. Νωρίτερα όμως, σκέφτομαι πολύ, καθότι η δουλειά του ηθοποιού συνεπάγεται σκέψη, όταν έρχεται όμως η στιγμή της ερμηνείας, εκεί παύουμε πια να σκεφτόμαστε. Πλέον, τα πάντα έχουν να κάνουν με το παρόν και πρέπει να έχουμε αυτοπεποίθηση. Είναι σαν μια σύμβαση που συνάπτουμε με τον σκηνοθέτη. Αν αρχίσουν οι αμφιβολίες, τα πράγματα γίνονται δύσκολα».