66ο ΦΚΘ: Αφιέρωμα στο τρομερό σκηνοθετικό δίδυμο Ελέν Κατέ & Μπρουνό Φορζανί

Ένα από τα πιο τολμηρά και ιδιαίτερα σκηνοθετικά δίδυμα της Ευρώπης, την Ελέν Κατέ και τον Μπρουνό Φορζανί, παρουσιάζει το  66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (30/10-9/11/2025), πραγματοποιώντας αφιέρωμα στο πολυσχιδές και αντισυμβατικό έργο τους. Το κοινό θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει το σύνολο της φιλμογραφίας τους, από τις πρώτες πειραματικές μικρού μήκους μέχρι την πιο πρόσφατη μεγάλου μήκους ταινία τους.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, η Ελέν Κατέ και ο Μπρουνό Φορζανί βρέθηκαν σε μια μικρή κοινότητα φανατικών σινεφίλ στις Βρυξέλλες. Η κοινή τους αγάπη για τα ιταλικά giallo, τα pulp μυθιστορήματα και το ευρωπαϊκό σινεμά είδους των δεκαετιών ’60-’70, προσδιόρισε τόσο τη συνεργασία τους όσο και την κοινή καλλιτεχνική τους γλώσσα. Στη διάρκεια της κοινής τους πορείας έχουν γυρίσει πολλές ταινίες μικρού μήκους –σχεδόν σε αποκλειστικά δική τους παραγωγή–, ενώ οι δύο πρώτες μεγάλου μήκους που σκηνοθέτησαν, το Αμέρ (2009) και το Το παράξενο χρώμα που έχουν τα δάκρυα του κορμιού σου (2013), συγκροτούν ένα γυναικείο/ανδρικό δίπτυχο σχετικά με την επιθυμία. Ήταν ανάμεσα στους 26 σκηνοθέτες από όλο τον κόσμο που συμμετείχαν στην σπονδυλωτή ταινία ABCs of Death (2012), με το ερωτικό μικρού μήκους Ο, όπως «οργασμός». Το 2017 σκηνοθέτησαν την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία τους με τίτλο Άσε τα πτώματα να μαυρίζουν στον ήλιο, βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο των καλτ συγγραφέων Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ και Ζαν-Πιερ Μπαστίντ. Η τέταρτη και πιο πρόσφατη μεγάλου μήκους ταινία τους Αντανάκλαση σε ένα νεκρό διαμάντι, η πιο αφηγηματικά προσιτή δημιουργία τους έως τώρα, έκανε πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. Με την ταινία αυτή, το σκηνοθετικό αυτό δίδυμο προσέθεσε ένα ακόμη είδος –το Eurospy, έναν φόρο τιμής στις ευρωπαϊκές κατασκοπικές ταινίες μπολιασμένο με στοιχεία gore και giallo– στο μάγμα των υβριδίων που παρουσιάζουν κάθε φορά. 

Εξαρχής, η συνεργασία των Κατέ και Φορζανί βασίστηκε στην ιδέα ότι ο κινηματογράφος δεν απευθύνεται μόνο στο μυαλό, αλλά και στο σώμα και στο ένστικτο. Δεν ήταν απλώς μιμητές του είδους, ούτε και των έργων των Μάριο Μπάβα, Ντάριο Αρτζέντο, Λούτσιο Φούλτσι και Ουμπέρτο Λέντσι. Ήδη από τις πρώτες μικρού μήκους ταινίες τους αναζήτησαν νέους τρόπους έκφρασης, αναμειγνύοντας το αισθησιακό βλέμμα με το έντονο sound design, τα υπερκορεσμένα χρώματα και το σπασμωδικό μοντάζ, σαν υλικά ενός εργαστηρίου. Κι έτσι, με αυτόν το λίγο παράξενο αλλά συνειδητό τρόπο, ανέπτυξαν μια νέα κινηματογραφική γλώσσα, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πορεία τους. Αυτό όμως που εντυπωσίασε το κοινό, το οποίο εκτέθηκε σε κάτι εντελώς νέο αλλά και παράλληλα πολύ γνώριμο, ήταν το αίσθημα ενότητας που αποπνέει το έργο τους, το οποίο δεν μοιάζει να φέρει την υπογραφή ενός και μόνο δημιουργού. Ήταν το όραμα δύο σκηνοθετών που διαλύουν τα μεταξύ τους σύνορα και, μέσα από αυτή τη διαδικασία, προκύπτει μια τρίτη, κοινή φωνή.

Η αδιάλειπτη συνεργασία τους είναι επίσης ένα σπάνιο φαινόμενο που καθιστά τόσο τους ίδιους όσο και το έργο τους μοναδικό. Στην ιστορία του κινηματογράφου συναντάμε αρκετά σκηνοθετικά δίδυμα, κυρίως αδέρφια (Νταρντέν, Κοέν, Σάφντι, μεταξύ άλλων), που σε αρκετές περιπτώσεις υπογράφουν παράλληλα και έργα ατομικά, είτε αποφασίζουν κάποια στιγμή να βάλουν τέλος στην κοινή πορεία τους. Ωστόσο, είναι σπάνιο ένα δίδυμο χωρίς συγγενικό δεσμό να συνυπάρχει με τέτοια ισορροπία  σκηνοθετώντας και παρουσιάζοντας αφηγήσεις αποκλειστικά μαζί.

Στις ιστορίες των Κατέ και Φορζανί, η πλοκή δεν έχει τον κύριο λόγο. Αντί για διαλόγους και συνεχή ροή, στην αφήγησή τους επιλέγουν να παρασύρουν το κοινό σε μια δίνη, όπου τον έλεγχο έχουν οι αισθήσεις. Εκκεντρικές, γεμάτες ένταση, οι ταινίες τους προσφέρουν μια φρέσκια αίσθηση των giallo και pulp που πολλές φορές διχάζουν το κοινό.

Οι ταινίες του αφιερώματος:

Το Santos Palace (2006) μάς μεταφέρει στο ομώνυμο καφέ στο Βέλγιο, όπου μια σερβιτόρα εξυπηρετεί έναν παράξενο πελάτη. Τα βλέμματά τους συναντιούνται, περνούν λεπτά και φαίνεται να γινόμαστε μάρτυρες μιας ιστορίας αγάπης που δεν έχει ξεκινήσει ή ίσως να έχει ήδη ξεκινήσει, με τις πιθανές ζήλιες και τα πάθη της, ή που μπορεί να μην συμβεί ποτέ. Ένα άλλο είδος ρομαντισμού. Η αίσθηση του να βλέπεις ή να σε βλέπουν, το ρυθμικό μοντάζ, η χρήση του σινεμασκόπ ώστε τα αντικείμενα και οι χώροι να εμφανίζονται ως αφηρημένες μορφές, η κυριαρχία των λεπτομερών πλάνων: όλα αυτά είναι εμμονές, μορφές και οπτικοακουστικές ιδέες που εκρήγνυνται σε αυτή την εκπληκτική ταινία. Αντλώντας έμπνευση από τη σουρεαλιστική τέχνη και τον πρωτοποριακό κινηματογράφο, χρησιμοποιώντας ζωντανά χρώματα, απόκοσμο ηχητικό σχεδιασμό και αλλόκοτες εικόνες για να δημιουργήσει μια ονειρική ατμόσφαιρα που είναι ταυτόχρονα σαγηνευτική και ανησυχαστική, αυτή η αργή σειρά απόκοσμων ταμπλό βυθίζει τους θεατές σε έναν στοιχειωτικό, υπνωτιστικό κόσμο, κλείνοντας με νόημα το μάτι σε όλους τους σινεφίλ: «This is, excuse me, a damn fine cup of coffee!».

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο που έβαλε στον χάρτη το απίθανο δημιουργικό δίδυμο είναι ένα μυστικιστικό, ανίερο και συνάμα καθαγιασμένο τρίπτυχο για το σώμα και την επιθυμία, μέσα από τρεις καθοριστικές φάσεις της ζωής μιας γυναίκας: την παιδική ηλικία, την εφηβεία και την ενηλικίωση. Με φόντο μια βίλα στην κόψη ενός γκρεμού πάνω απ’ την Κυανή Ακτή, στο Αμέρ / Amer (2009) χανόμαστε σ’ ένα ψυχεδελικό καλειδοσκόπιο χρωμάτων και extreme close-ups, στην γκρίζα ζώνη μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, καθώς σκαλοπάτια που τρίζουν, σταγόνες που στάζουν και έντομα που βουίζουν ενώ απογειώνονται από κάποιο πτώμα συνθέτουν το πιο εφιαλτικό σάουντρακ. Ένα οργασμικό ταξίδι που μας παρασέρνει σε αλλεπάλληλους μικρούς (και μεγάλους) θανάτους, και παράλληλα ένας φόρος τιμής στις giallo ταινίες τρόμου που στοίχειωσαν τον ιταλικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ’70, με προεξάρχοντες εκπροσώπους του είδους τους Ντάριο Αρτζέντο και Μάριο Μπάβα. Οι δυο τους, παρέα με τον Σίγκμουντ Φρόιντ και τον Λουίς Μπουνιουέλ, χαμογελούν σαρδόνια από τα έγκατα των ονείρων μας.

Η τελευταία ταινία του τρομερού δίδυμου είναι ένα κινηματογραφικό κόσμημα. Μια παραληρηματική οπτική εμπειρία που μαγεύει με το θέαμα και το στιλ της, αντλώντας έμπνευση από το σύμπαν του Τζέιμς Μποντ, του Κουέντιν Ταραντίνο και του Ντέιβιντ Λιντς. Στo Αντανάκλαση σε ένα νεκρό διαμάντι / Reflection in a Dead Diamond (2025), ο Τζον Ντ., ένας εβδομηντάχρονος πρώην κατάσκοπος που έχει εγκατασταθεί σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην Κυανή Ακτή, βλέπει την ήσυχη ζωή της συνταξιοδότησής του να διαταράσσεται όταν η γοητευτική γειτόνισσά του εξαφανίζεται. Στοιχειωμένος από αναμνήσεις –ή ίσως από φρενήρεις φαντασιώσεις για κατασκοπεία με διαμάντια και femme fatales από τη δεκαετία του 1960– ο Τζον βλέπει την πραγματικότητά του να καταρρέει σε ένα καλειδοσκοπικό, πυρετώδες όνειρο. Η ταινία αποτίνει φόρο τιμής στις ευρωπαϊκές κατασκοπευτικές ταινίες, με ένα γκορ περιτύλιγμα και επιρροές από το giallo, που τόσο αγαπάει το σκηνοθετικό ντουέτο των Κατέ και Φορζανί. Στο Αντανάκλαση σε ένα νεκρό διαμάντι, η κινηματογραφική υπερβολή προσφέρεται ως αισθητηριακή εμπειρία, με πολυτελές production design, εντυπωσιακά κοστούμια, εκρηκτικά κοντινά πλάνα και ιλιγγιώδη match-cuts.

Πασπαλίζοντας με χρυσόσκονη ένα απολαυστικό μακελειό και αναμειγνύοντας το αίμα με το αντηλιακό στη γαλάζια έρημο της Κορσικής, αυτό το διεγερτικό γουέστερν τρόμου με τίτλο Άσε τα πτώματα να μαυρίζουν στον ήλιο / Let the Corpses Tan (2017), γυρισμένο στο φτερό και με φυσικό φωτισμό, μας ξεναγεί σε ένα τυπικό καλοκαίρι στη Μεσόγειο: γαλάζια θάλασσα, καυτός ήλιος... και 250 κιλά χρυσού που έκλεψε ο Ρίνο και η συμμορία του! Οι κλέφτες έχουν βρει την τέλεια κρυψώνα: ένα έρημο κι απόμακρο χωριό όπου ζει τώρα μια καλλιτέχνις που αναζητά έμπνευση. Δυστυχώς, κάποιοι απρόσκλητοι επισκέπτες και δύο αστυνομικοί χαλούν τα σχέδιά τους: ο επίγειος παράδεισος, όπου γίνονταν άγρια πάρτι και όργια, μετατρέπεται σ’ ένα αποτρόπαιο πεδίο μάχης.

Μέσα σε τρία μόλις λεπτά, στην πρώτη τους μικρού μήκους Κάθαρση / Catharsis (2000), οι Κατέ και Φορζανί συνθέτουν μια αλλόκοτη μυσταγωγία στις παρυφές της πραγματικότητας, προσκαλώντας μας στο φουαγιέ (ή, καλύτερα, στο darkroom) του κινηματογραφικού τους σύμπαντος. Σε ένα ημιφωτισμένο υπόγειο, ένας άνδρας αντικρίζει το ίδιο του το πτώμα. Έτσι ξετυλίγεται μια σουρεαλιστική, νυχτερινή ονειροπόληση στον λαβύρινθο της επιθυμίας, εμπνευσμένη από το ιταλικά giallo. Ο χρόνος κατακερματίζεται, ο χώρος γίνεται άβατο, οι ψυχοσεξουαλικές καταστάσεις εντείνουν το αίσθημα ανησυχίας, οι εικόνες φτάνουν σε κορύφωση... Ένα τελετουργικό κινηματογραφικής απελευθέρωσης, όπου η διάλυση του οπτικού κόσμου μετατρέπεται σε πράξη κάθαρσης.

Πόσο βαθιά φτάνει η γυναικεία ευχαρίστηση; Έχει μουσική υπόκρουση η γυναικεία επιθυμία; Τι χρώματα και σχήματα έχει ένα money shot όταν το γυναικείο σώμα είναι αυτό που πλησιάζει στην κορύφωση; Μέρος του συλλογικού έργου The ABCs of Death, αυτό το μαγικό θραύσμα με τίτλο Ο, όπως «οργασμός» / O is for Orgasm (2012) συμπυκνώνει όλα τα μοτίβα της φιλμογραφίας των Κατέ-Φορζανί, μαθαίνοντάς μας το αλφάβητο της ευχαρίστησης, ακόμη κι όταν έχουμε χάσει τα λόγια μας.

Μέσα σε οκτώ λεπτά και χωρίς τη χρήση διαλόγων, αυτό που ξεκινά ως μια ερωτική ιστορία μετατρέπεται σε μια ερωτική ψευδαίσθηση που κιτρινίζει –άλλωστε είμαστε στο περιβάλλον μιας ταινίας giallo («κίτρινο» στα ιταλικά)–, με την επιθυμία να γίνεται επικίνδυνη και το πάθος να διαθλάται μέσα από ένα καλειδοσκοπικό φως. Στην ταινία Το κίτρινο Δωμάτιο / Yellow Room (2002), τα κορεσμένα χρώματα, οι φετιχιστικές υφές και το ακανόνιστο μοντάζ διαλύουν την αφήγηση, οδηγώντας τη στον απόλυτο αισθησιασμό. Εδώ, η απειλητική μαυροντυμένη φιγούρα με τα δερμάτινα, που θα επανεμφανιστεί αργότερα και στο Παράξενο πορτρέτο της γυάλινης κυρίας, αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο έμβλημα του σύμπαντος του δίδυμου: ένα σύμβολο ερωτικής εμμονής και βίαιης γοητείας. Μια τολμηρή δήλωση του παραληρηματικού στιλ που θα καθορίσει τις μετέπειτα ταινίες τους.

Μπορεί μια ταινία να σε κάνει να ανατριχιάσεις μέσα σε έξι μόλις λεπτά; Τόσο χρειάστηκε αυτή τη σκοτεινή ιστορία χωρίς λόγια, που συμπυκνώνει εδώ έναν φόρο τιμής στα ιταλικά giallo, σε μια εκθαμβωτική μικρογραφία θανάτου και πόθου. Η υπόθεση συνοψίζεται σε μία μόνο φράση: «οι τελευταίοι ιριδισμοί μιας γυάλινης κυρίας... ο φόνος ως παράσταση». Ένα αισθητηριακό θέαμα που ενορχηστρώνει μαεστρικά τις φωτεινές αντανακλάσεις με το τελετουργικό της βίας και τα θραύσματα του σώματος μιας γυναίκας. Κάθε καρέ μοιάζει σμιλεμένο από γυαλί – εύθραυστο, αλλά κοφτερό σαν ξυράφι. Η ταινία Το παράξενο πορτρέτο της γυάλινης κυρίας / The Strange Portrait of the Glass Lady (2004) είναι μια εξερεύνηση του πώς ο κινηματογράφος μπορεί να μετατρέψει την ομορφιά σε απειλή και τη δολοφονία σε χορογραφία. Ταυτόχρονα, ένας προθάλαμος (ή ένα ορεκτικό) του οπτικού παραληρήματος και των φετιχιστικών λεπτομερειών που θα χαρακτήριζαν τις μεταγενέστερες ταινίες του διδύμου.

Ένα από τα πρώτα δείγματα του κινηματογραφικού ύφους που ανέπτυξε το δίδυμο στα επόμενα έργα τους, προτάσσοντας την έντονη αισθησιακότητα και την ονειρική ατμόσφαιρα έναντι της συνεκτικής πλοκής. Στην ταινία Tο τέλος του έρωτά μας / The End of Our Love (2003), θραύσματα μνήμης στροβιλίζονται σε ένα θλιβερό, σαρκικό μωσαϊκό χαμένου πάθους. Αποσπάσματα αναμνήσεων αποκαθιστούν ό,τι έχει απομείνει από έναν έρωτα, καθώς ονειρικές εικόνες γεμάτες χρώμα, προκαλούν αισθησιασμό και σήψη. Η ταινία ξεδιπλώνεται ως ένα οπτικό ποίημα, χωρίς διαλόγους, στοιχειωμένο από τα φαντάσματα της οικειότητας και τη σκληρότητα της απουσίας της.

Με την ταινία Το παράξενο χρώμα που έχουν τα δάκρυα του κορμιού σου / The Strange Color of Your Body’s Tears (2013) το δίδυμο ωθεί την εμμονή του με το ιταλικό giallo σε μια εντυπωσιακή, εφιαλτική υπερβολή. Η ταινία ξεκινά με μια απλή υπόθεση: ένας άντρας επιστρέφει στο σπίτι και ανακαλύπτει ότι η γυναίκα του έχει εξαφανιστεί. Καθώς αναζητά απαντήσεις, παρασύρεται σε ένα λαβύρινθο ερωτικών παραισθήσεων, βίαιων ξεσπασμάτων και αποσπασματικών αναμνήσεων, όπου η αλήθεια και το παραλήρημα συγχέονται πέρα από κάθε όριο. Δεν πρόκειται όμως για μια ταινία whodunit. Εδώ οι τοίχοι αιμορραγούν, οι σκιές ψιθυρίζουν και κάθε ήχος είναι κοφτερός σαν μαχαίρι. Το ιλιγγιώδες μοντάζ και τα καλειδοσκοπικά χρώματα κατακλύζουν τις αισθήσεις, σε αυτή την ταυτόχρονα όμορφη, τρομακτική και αξέχαστη κινηματογραφική κατάδυση στο υποσυνείδητο.