Ειδική προβολή ΔΕΗ «Ηλέκτρα7»: Μια σύμπραξη του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου

Την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη η ειδική προβολή της ταινίας Ηλέκτρα7, μια σύμπραξη του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, η οποία υλοποιήθηκε με την ευγενική χορηγία της ΔΕΗ. Η ταινία αποτελεί μια πρωτότυπη κινηματογραφική σκυταλοδρομία, η οποία αντλεί την έμπνευσή της από την Ηλέκτρα του Σοφοκλή. Το κοινό και τους συντελεστές της παραγωγής, υποδέχτηκε και καλωσόρισε ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης. «Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα πρωτότυπο και ευφάνταστο πρότζεκτ, και η επιλογή της σημερινής ημέρας για την προβολή του είναι κάθε άλλο παρά τυχαία, καθώς σήμερα εγκαινιάστηκε μια νέα εποχή για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, με την υπογραφή του Μνημονίου Συνεργασίας».

Από την πλευρά του, ο Γενικός Διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, Ιωάννης Καπλάνης, ευχαρίστησε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την προβολή της ταινίας, ενώ υπογράμμισε πως ευελπιστεί η συνεργασία μεταξύ των δύο θεσμών, μετά και την υπογραφή του Συμφώνου Συνεργασίας το πρωί της ίδιας ημέρας, να εξελιχθεί δημιουργικά. Όσον αφορά την Ηλέκτρα7, σημείωσε πως «πρόκειται για ένα φιλόδοξο πρότζεκτ που ξεκίνησε από μια κοινή πρωτοβουλία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου με την Κατερίνα Ευαγγελάτου, την προηγούμενη Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Φεστιβάλ, και όλοι μας το αγκαλιάσαμε. Παρότι δύσκολο εγχείρημα, το αποτέλεσμα, νομίζω, ήταν πολύ θετικό». Ο κ. Καπλάνης ευχαρίστησε την ΕΑΚ για την εξαίρετη συνεργασία, τη ΔΕΗ για την πολύτιμη χορηγία, καθώς και την εταιρεία παραγωγής Marni Films, τους 7 σκηνοθέτες και όλους τους συντελεστές για τη συνεργασία στην παραγωγή της ταινίας. Στην προβολή παρευρέθηκε και ο νέος Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, Μιχαήλ Μαρμαρινός.

Η σκυτάλη πέρασε στη Σοφία Δήμτσα, Γενική Διευθύντρια Εταιρικών Σχέσεων και Επικοινωνίας Ομίλου ΔΕΗ, η οποία σημείωσε: «Πρόκειται για μια σύμπραξη του κλασικού και του νέου. Για εμάς, δεν είναι μια απλή χορηγία, αλλά μία ακόμα απόδειξη ότι η ΔΕΗ στηρίζει την τέχνη με έναν τρόπο ουσιαστικό, παρέχοντας τα απαραίτητα εφόδια στους καλλιτέχνες ώστε να πουν αυτά που θέλουν. Στεκόμαστε δίπλα στους δημιουργούς και τους καλλιτέχνες, θεσμοθετώντας το βραβείο ΦΩΣ για τη στήριξη των πρωτοεμφανιζόμενων ηθοποιών. Για εμάς στη ΔΕΗ, η ενίσχυση τέτοιων πρωτοβουλιών είναι βαθιά συνδεδεμένη με την αποστολή μας. Να δίνουμε ενέργεια σε ό,τι εμπνέει την κοινωνία. Να στηρίζουμε νέες φωνές. Να ανοίγουμε δρόμους πρόσβασης στη δημιουργία, αξιοποιώντας την τεχνολογία ως εργαλείο και όχι ως εμπόδιο».

Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, Λευτέρης Χαρίτος, είπε: «Είναι μια πολύ συγκινητική στιγμή γιατί είμαστε ένα απερχόμενο Διοικητικό Συμβούλιο, και η ιδέα μάς είχε έρθει σχεδόν από την πρώτη φορά που μαζευτήκαμε. Μια ταινία μικρού μήκους, 45 λεπτών, που πήρε περίπου τρία χρόνια από τη πρώτη σύλληψη μέχρι τη μεταφορά της στην οθόνη. Στην αρχή, δεν πιστέψαμε ότι θα μπορούσε να συμβεί, όμως οι άνθρωποι του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και της ΔΕΗ το πίστεψαν. Επτά σκηνοθέτες, μία ιδέα, ένα σενάριο, μία ταινία: και να που έγινε πραγματικότητα! Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω και την Ελένη Κοσσυφίδου που, μαζί με τη Μίνα Ντρέκη, σήκωσαν όλο το βάρος της παραγωγής».

Μετά την παρουσίαση της ταινίας ακολούθησε Q&A, με μεγάλη συμμετοχή του κοινού. Απαντώντας σε ερώτηση για το πώς κύλησε η συνεργασία ανάμεσα στους συντελεστές του πρότζεκτ, η παραγωγός Ελένη Κοσσυφίδου εξήγησε πως «ήταν μια ιδέα που γεννήθηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΑΚ, τα μέλη του οποίου συμφώνησαν να πάρουν αυτό το γενναίο ρίσκο. Η επιλογή επτά σκηνοθετών ήταν συμβολική, καθώς το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου γιορτάζει τα 70 του χρόνια. Το σενάριο είχε στηθεί σε ισάριθμες ενότητες βάσει μιας διαφορετικής κάθε φορά οπτικής γωνίας: των MME, του Δικαστικού Σώματος, της Αστυνομίας, του Ανακριτικού, κτλ., οπότε κάθε σκηνοθέτης, μαζί με τον μοντέρ με τον οποίο συνεργαζόταν, είχε αναλάβει να υλοποιήσει και μία από αυτές. Και οι επτά εκδοχές παραδόθηκαν στον Γιώργο Μαυροψαρίδη, εκκινώντας έναν δημιουργικό διάλογο ανάμεσα στους επτά σκηνοθέτες και τον σπουδαίο μοντέρ, με απώτερο στόχο την από κοινού συνδιαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος».

Σε εκείνο το σημείο, η παραγωγός Μίνα Ντρέκη συμπλήρωσε: «Όσον αφορά το κομμάτι της εκτέλεσης της παραγωγής, μπορώ να πω ότι υπήρξε μια πολύ δημιουργική διαδικασία, καθώς οι σκηνοθέτες/τριες λειτουργούσαν συμπληρωματικά μεταξύ τους». Στο ίδιο μήκος κύματος, η σκηνοθέτρια Σοφία Εξάρχου προσέθεσε: «Ήταν μια ομαδική άσκηση ψυχής, κάτι που δεν είχαμε ξαναβιώσει. Κάναμε το casting των ρόλων παρέα, συμφωνούσαμε για τα κοινά locations, μοντάραμε μαζί. Ήταν και για εμάς μια ενδιαφέρουσα και πρωτόγνωρη διαδικασία, καθώς περνάμε κατά κανόνα αυτά τα στάδια τελείως μόνοι μας. Είναι τόσο δύσκολο να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα, που έχεις μεγάλη ανάγκη να επικοινωνείς με τους συναδέλφους σου, να μοιράζεσαι την κούραση και τη δυσκολία».

«Αυτό που έμεινε ως τελική γεύση είναι ότι επτά σκηνοθέτες, με τα “εγώ” που κουβαλάει ο καθένας και η καθεμία, κατάφεραν και συνεργάστηκαν αρμονικά. Μας έχει αφήσει μια γλυκιά ανάμνηση η εμπειρία, μιας και δεν υπήρξαν εντάσεις μεταξύ μας. Μοιραζόμασταν ιδέες και πιστεύω ειλικρινά πως το πείραμα πέτυχε. Επικράτησε η σύμπνοια και όχι ο εγωισμός» ανέφερε ο Μπάμπης Μακρίδης, με τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο να συνηγορεί: «Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι από την αρχή συμφωνήσαμε πως δεν μας ενδιαφέρει να μοιάζει με ταινία. Καταλήξαμε στο ότι ο καθένας θα κρατήσει τη δική του γραμμή, με την ελπίδα ότι σε κάποιο σημείο οι γραμμές αυτές θα ενωθούν». Από την πλευρά του, ο Νεριτάν Ζιντζιρία σχολίασε χιουμοριστικά: «Το καλύτερο είναι ότι επειδή δεν γνωρίζετε ποιος έχει γυρίσει τι, ό,τι είναι ωραίο μπορούμε να το καρπωθούμε όλοι, ενώ για ό,τι δεν λειτουργεί, κανείς δεν θα ξέρει ποιος ευθύνεται».

Αναφορικά με το σενάριο, και πιο συγκεκριμένα σε ερώτηση του κοινού για τον χορό της τραγωδίας, ο Παναγιώτης Χριστόπουλος απάντησε: «Ο χορός είναι πράγματι τα παιδιά, και στη συγκεκριμένη τραγωδία ο χορός φάσκει και αντιφάσκει, είναι δηλαδή ένας χορός δίχως συνοχή. Μάλιστα, στη διάρκεια του γραψίματος εισήχθησαν διαφορετικές εκδοχές του. Για παράδειγμα, τα ΜΜΕ είναι κι αυτά ένας χορός, ενώ τα σκυλιά είναι η τελική εκδοχή του, οδηγώντας την ταινία σε μια σιωπή». Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης έσπευσε να προσθέσει ότι «αυτό που με ενδιαφέρει στις σπονδυλωτές ταινίες, οι οποίες σχεδόν ποτέ δεν πετυχαίνουν αλλά πάντα είναι γοητευτικές, είναι ότι δουλέψαμε πάνω σε ένα κείμενο κλασικό, αλλά σε μια νέα εκδοχή του, έχοντας ο καθένας μας μια εντελώς διαφορετική σχέση με αυτή την ιστορία. Επομένως, υπάρχει μια διαφορετική προσέγγιση από την καθεμία και τον καθένα όχι μόνο καλλιτεχνικά, αλλά και σε επίπεδο ανάγνωσης του έργου».

Από την πλευρά της, η Ελίνα Ψύκου τοποθετήθηκε ως προς τη σύνδεση των επτά σκηνοθετών που, όπως επισημάνθηκε και σε ερώτηση του κοινού, απορρέει από μια βαθύτερη φιλοσοφία ανάδειξης του «εμείς», που υπερβαίνει τον μοντερνισμό στο σινεμά, απέναντι στο στενό «εγώ», όπου ο σκηνοθέτης αποκτά τρόπο τινά ρόλο θεού. «Προσωπικά μιλώντας, αυτό είναι το σημαντικότερο στοιχείο ως τελικό επιμύθιο. Δεν γνωρίζω αν ήταν κάτι που είχαμε συνειδητά στο μυαλό μας εξαρχής, αλλά σίγουρα αυτό το “μαζί” ήταν που έμεινε στο τέλος, ως κάτι που ξεπερνάει την εποχή μας, αλλά και την κάθε εποχή. Επομένως, αυτό ήταν το κερδισμένο στοίχημα, καθώς με κάποιον τρόπο καταφέραμε να αφήσουμε πίσω τον ατομισμό της σύγχρονης φιλελεύθερης κοινωνίας, τον ναρκισσισμό μας, τις αυστηρά δικές μας ανάγκες». Με την παραπάνω τοποθέτηση συμφώνησε και ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, ο οποίος επισήμανε: «Όταν κάνεις κάτι αποκλειστικά δικό σου, δεν είναι σίγουρο ότι είσαι απόλυτα ο εαυτός σου, γιατί τείνει να σε απασχολεί πολύ πώς θα φανείς, κι ίσως το τελικό αποτέλεσμα καταλήγει να μην είναι εντελώς ειλικρινές. Σε τέτοια πρότζεκτ, όπου απολαμβάνεις μια τέτοια ελευθερία, δοκιμάζεις πράγματα που δεν θα τα δοκίμαζες εύκολα σε κάτι τελείως δικό σου».

Λίγο πριν την ολοκλήρωση του Q&A, οι συντελεστές αναφέρθηκαν στα όσα ελπίζουν μελλοντικά να προκύψουν από αυτή τη σύμπραξη. «Το σινεμά είναι πολύ σύνθετο. Και η συγκεκριμένη εμπειρία μάς έδωσε εφόδια που κανείς και καμία από εμάς δεν διέθετε προηγουμένως. Γίναμε πιο έμπειροι μέσα από τις διαφορετικές προσεγγίσεις που μοιραστήκαμε. Η ευθύνη του σκηνοθέτη μερικές φορές είναι βαριά, και όταν σου δίνεται η ευκαιρία να συνομιλήσεις και να μοιραστείς όλον αυτό τον όγκο, κάπως ανακουφίζεσαι» ανέφερε η Σοφία Εξάρχου, με τον Αλέξανδρο Βούλγαρη να προσθέτει: «Ένα επόμενο βήμα θα μπορούσε να είναι η συνδημιουργία ενός σεναρίου από επτά σκηνοθέτες, διότι στην προκειμένη περίπτωση επιβιβαστήκαμε σε ένα πρότζεκτ που ήδη προϋπήρχε. Αναρωτιέμαι σε τι θα επικεντρωνόμασταν και ποιο θα ήταν το τελικό αποτέλεσμα αν το πρότζεκτ εκκινούσε από εμάς τους ίδιους». Αντίστοιχα, ο Μπάμπης Μακρίδης ανέφερε πως «κάθε ταινία είναι ένα βήμα για την επόμενη, είτε ατομική είτε συνεργατική», ενώ ο Νεριτάν Ζιντζιρία συμπλήρωσε: «Έχει επίσης ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο καταπιάνεσαι με ένα κείμενο σε βάθος χρόνου. Για παράδειγμα, θα είχαμε μια πιο σοφή προσέγγιση απέναντι στην Ηλέκτρα σε 10-15 χρόνια από σήμερα;»