Χρυσόστομος Σταμούλης: Ένας σινεφίλ θεολόγος στο σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας - Τιμητική εκδήλωση σε συνεργασία με την Parallaxi

Σε μια κατάμεστη Αποθήκη Γ, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και η Parallaxi τίμησαν το Σάββατο 8 Νοεμβρίου τον αείμνηστο ακαδημαϊκό θεολόγο, συγγραφέα, μουσικό και σινεφίλ, Χρυσόστομο Σταμούλη, σε μια ειδική εκδήλωση στο πλαίσιο του 66ου ΦΚΘ. Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Φιλόθεος, η σκηνοθέτρια Εύα Νάθενα, ο συγγραφέας Θανάσης Τριαρίδης και ο θεατρικος συγγραφέας Μάνος Λαμπράκης, ενώ τον συντονισμό της συζήτησης ανέλαβε ο δημοσιογράφος Γιώργος Τούλας. 

Αγαπητός από όλη τη Θεσσαλονίκη αλλά και εκτός των ορίων της, ο Χρυσόστομος Σταμούλης υπήρξε στοχαστής που είδε στο σκοτάδι της αίθουσας όχι απλώς μια σκηνή προβολής, αλλά έναν τόπο αποκάλυψης, συνάντησης και αγάπης. Όσοι συμμετείχαν σε αυτό το «άτυπο μνημόσυνο», όπως χαρακτηρίστηκε, μίλησαν για έναν θεολόγο του φωτός και της ετερότητας.

Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ Ορέστης Ανδρεαδάκης προλόγισε την εκδήλωση, εκφράζοντας την αγάπη του για έναν άνθρωπο που αγάπησε το Φεστιβάλ όσο λίγοι: «Είμαστε εδώ για να τιμήσουμε έναν άνθρωπο που αγαπήσαμε πάρα πολύ, όπως μας αγάπησε πιστεύω και εκείνος, έναν άνθρωπο από τον χώρο της θεολογίας αλλά συνάμα φανατικό κινηματογραφόφιλο. Ήταν από τους πρώτους που συνάντησα όταν ανέλαβα την καλλιτεχνικη διευθυνση του Φεστιβάλ. Με συμβούλευε σε όλα τα θέματα και είχε γράψει στα βιβλία μας. Ο Μάκης, όπως τον φωνάζαμε, πορευόταν στη ζωή με τον δικό του τρόπο, που ήταν πάντα ο τρόπος της αγάπης. Σε μια δύσκολη στιγμή του Φεστιβάλ πριν δύο χρόνια, και με αφορμή το ντοκιμαντέρ της Ελίνας Ψύκου Αδέσποτα κορμιά, είχε γράψει ένα εκπληκτικό κείμενο στην Parallaxi. Μια φράση από το κείμενο αυτό με έχει σημαδέψει και έκτοτε την επαναλαμβάνω διαρκώς: “Oi διαφορετικότητες μπορούν και εξ άπαντος οφείλουν να διαλεχθούν για χάρη του ανθρώπου και της κοινωνίας, για χάρη μιας ζωής ‘μαζί’, όπου ο καθένας θα πλουτίζει από την ετερότητα του άλλου”. Αυτός ήταν ο Χρυσόστομος Σταμούλης», ανέφερε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης.

Ο Γιώργος Τούλας έπειτα καλωσόρισε όλους όσοι βρέθηκαν εκεί για να τιμήσουν τον Χρυσόστομο Σταμούλη. «Σας ευχαριστούμε που είστε εδώ, σε ένα εντελώς διαφορετικό μνημόσυνο, το οποίο νομίζω πως και ο ίδιος θα ήθελε πολύ να γίνει». Στη συνέχεια, σχετικά με την πορεία του Χρυσόστομου Σταμούλη στον χώρο της μουσικής και τη συμμετοχή του στις χορωδίες της πόλης και της παρακαταθήκης που τους άφησε, παρουσίασε τη Μεικτή Χορωδία «ΦΩΝΕΣ» του Ιερού Ναού Αγίας Βαρβάρας Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, που ερμήνευσε μέσα σε ένα βαθιά συναισθηματικά φορτισμένο κλίμα, το κομμάτι “Θα ‘ναι η αγάπη φυλαχτό”, που είχε γράψει ο ίδιος ο Χρυσόστομος Σταμούλης. «Ακριβώς δέκα χρόνια πριν είχα τον Χρυσόστομο καλεσμένο σε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο, όπου συζητήσαμε μεταξύ άλλων για το πώς ονειρευόταν τον εαυτό του στο μέλλον. Τότε μου είχε πει: “Ίσως σε 20 χρόνια, πρώτα ο Θεός, να ζω και να περιστοιχίζομαι από ανθρώπους που με αγαπούν και αγαπώ, να είμαι ακόμα δημιουργικός, να γυρίζω πίσω και να λέω πως άξιζε αυτή η ζωή, να νιώθω πως μοιράστηκα πράγματα και έκανα το χρέος μου, να βλέπω μαθητές μου να προχωρούν και να χτίζουν νέες πραγματικότητες με τα υλικά που πήραν από τα χρόνια της μαθητείας, να γκρεμίζουν το παλιο σπίτι και να φτιαχνουν ένα καινούργιο, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της εποχής και των νέων ενοίκων του. Και αν είμαι τυχερός, ένα βράδυ που θα κάθομαι στο παράθυρο του σπιτιου μου, να περάσει μια παρέα παιδιών που θα παίζει κανένα τραγουδάκι μου. Έτσι δεν λέει ο ποιητής;”. Δυστυχώς, δέκα χρόνια μετά, αυτή η προφητεία δεν εκπληρώθηκε με αυτόν τον τρόπο. Είμαι όμως σίγουρος πως ο Χρυσόστομος είναι κάπου εδώ μέσα σήμερα, να καμαρώσει τους φίλους του που θα μιλήσουν για εκείνον» δήλωσε ο κ. Τούλας. 

Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Φιλόθεος ευχαρίστησε το Φεστιβάλ και την Parallaxi για την πρωτοβουλία και μίλησε για τη γνωριμία και σχέση του με έναν βαθιά πνευματικό άνθρωπο. «Άκουσα το όνομα του Χρυσόστομου πριν γίνει κληρικός. Σε μια βόλτα κάποτε, έτυχε να ακούμε μια συναυλία της χορωδίας του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Τότε συγκράτησα το όνομα Χρυσόστομος Σταμούλης, ένα ασυνήθιστο όνομα, ένα όνομα συνήθως εκκλησιαστικό, το οποίο παραμένει στη σκέψη σου. Λίγο αργότερα, έπεσε στα χέρια το βιβλιο του Κάλλος το Άγιον. Στην αρχή δεν έκανα τη σύνδεση: πώς ένας μαέστρος σε μια χορωδία μπορεί να γράφει ένα τόσο πυκνογραμμένο και υπέροχο βιβλίο όπως αυτό; Όμως, κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως το πρόσωπο που γράφει θεολογικά κείμενα με μια σύγχρονη φρεσκάδα είναι το ίδιο που διευθύνει χορωδίες. Για μένα είναι ένα πρόσωπο βαθιά εκκλησιαστικό, γιατί μπορούσε να διαλέγεται και με όσους είναι εκτός εκκλησίας» ανέφερε αρχικά. 

Έπειτα, αναφερόμενος με περισσότερες λεπτομέρειες στη γνωριμία τους, δήλωσε: «Τον γνώρισα σε πιο προσωπικό επίπεδο πριν πέντε χρόνια: ήταν λες και ξέραμε ο ένας τον άλλο χρονιά. Δεν μπορώ να πω ότι συμφωνούσαμε σε όλα, αλλά αυτή είναι η ομορφιά της ζωής. Να μπορείς μέσα από τη διαφορετικότητα του τρόπου ζωής, σκέψης και απόψεων να χαίρεσαι τη φιλία σου με τον άλλον. Ο Χρυσόστομος πίστευε και κύρρητε –όσο κι αν δεν μας αρέσει πολλές φορές η χριστιανική ορολογία– έναν Χριστό που δεν διστάζει να γίνει “άλλος”. Το έπραττε αυτό μέσα από όλα του τα βιβλία, τα τραγούδια και τον τρόπο ζωής του. Έδινε τη διάσταση ενός Θεου που δεν φοβάται να διαλεχθεί με τον άλλον και να μεταμορφωθεί ο ίδιος σε άλλον. Αυτή τη δυνατότητα του να βγαίνεις από τον εαυτό σου, την έδωσε και σε εμάς. Με τον Χρυσόστομο έχουμε μια καρδιακή φιλία. Επιτρέψτε μου και μια δημόσια εξομολόγηση: συγκλονίστηκα όπως όλοι μας και δυσκολεύτηκα με αυτόν τον πρόωρο αποχαιρετισμό. Η δύναμη της πίστης μάς κρατά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν βιώνουμε την οδύνη που φέρνει ο αποχωρισμός. Προσπαθώ λοιπόν να μη τον ξεχνω, ιδίως στη Θεία Λειτουργία. Κάθε φορά που μνημονεύω το όνομά του, τον βιώνω παρόντα. Όπως και η Εκκλήσια, έτσι και εκείνος είχε στην ουσία αυτόν τον ενωτικό ρόλο. Νομίζω αυτή ήταν η ενότητα που διδαξε. Κι αυτήν την ώρα θελω να του πω ένα μεγάλο ευχαριστώ, γιατι, έστω και σύντομα, πέρασε από αυτή τη ζωη και δεν θα μας εγκαταλείψει ποτε. Μέσα από τον λόγο, μέσα από τις συγγραφές, τα τραγούδια του και την οικογένειά του, αλλά κυρίως μέσα από τη σχέση του με τον Θεό και την εκκλησιά, εξακολουθεί να είναι κοντα μας μέχρι να συναντηθούμε και πάλι στην αυλή του Θεού», ολοκλήρωσε ο παναγιώτατος.

Στο σημείο αυτό, ο Γιώργος Τούλας έδωσε τον λόγο στον συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη, επιστήθιο φίλο του Χρυσόστομου Σταμούλη, ο οποίος εγκωμίασε αρχικά τον «αναρχικό», όπως χαρακτηρίστηκε, Χρυσόστομο Σταμούλη: «Ο Σταμούλης είναι ένας ογκόλιθος της νεότερης Ελλάδας, και σε μερικά χρόνια θα το έχουμε καταλάβει, αλλά το Φεστιβάλ και η Parallaxi δείχνουν ήδη τα αντανακλαστικα τους μέσα από τη σημερινή εκδήλωση» ανέφερε ο Θανάσης Τριαρίδης. «Ο Μάκης ήταν η γέφυρα που ενώνει τους ανθρώπους. Η χαρά, ο προσανατολισμός, το θεολογικό του βάθος, το πνευματικό του εκτόπισμα έγιναν όλα μια μηχανή, μια ενωτική ορμή. Κατανόησε έναν Θεό ο οποίος δεν υπάρχει, εκτός κι αν γίνουμε ένα. Σήμερα σας μιλώ ως αυτόκλητος και διορισμένος από τον εαυτό μου και μόνο εκπρόσωπός του αναρχικού χώρου, και σας λεω οτι ήταν ο μεγαλύτερος αναρχικός που έβγαλε αυτή η πόλη και αυτή η χώρα συνολικά τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ο ίδιος έλεγε πως ήταν εκπρόσωπος του “Χατζιδακισμού”, της πιο ουσιαστικής δηλαδή αναρχίας κατά την ταπεινή μου γνώμη. Είχε το θάρρος να πει πως πρέπει να γκρεμίσουμε το παλιο σπίτι για να φτιάξουμε ένα καινούργιο, πρέπει να αφήσουμε τον Θεό που μας μάθανε, να πετάξουμε τη θρησκεία που κρέμασαν από πάνω μας και να αναζητήσουμε μια καινούργια ενσάρκωση του Θεού εντός και απέναντί μας. Έγραψε υπέροχα βιβλία και μοιράστηκε μαζί μας ότι τη θεολογία που έχουμε πρέπει να την εξελίξουμε περεταίρω, να μιλήσουμε ανοιχτά για τη χαρά της ζωής, τη σεξουαλικότητα, τον έρωτα, πρέπει να δοξάσουμε την ηδονή, να ανοίξουμε την αγκαλιά μας στον ξένο και τον ζητιανο στον δρόμο, χωρίς τον οποίο δεν είμαστε τίποτα. Μίλησε ανοιχτά και για τα κακώς κείμενα της εκκλησίας, την οποία λάτρευε όσο κανείς άλλος, και παρότι δέχτηκε τόσες επιθέσεις, όσο περισσότερη βία δεχόταν, άλλη τόση αγάπη αντιγύρίζε. Άλλον σαν και αυτόν δεν γνώρισα. Αυτό που έκανε ο Μάκης το κατανοώ ως αληθινή θεολογία. Ο Χρυσόστομος δεν ήταν ένα νησί, ήταν μια γη που μας ένωσε όλους» ολοκλήρωσε σχετικά.

Ο Μάνος Λαμπράκης, ο οποίος δεν είχε την τύχη να γνωρίσει από κοντά τον Χρυσόστομο Σταμούλη όπως ανέφερε, ανέλυσε τα όσα πρέσβευε εκείνος: «Υπάρχουν άνθρωποι που ο θάνατος τους συρρικνώνει και άνθρωποι που ο θάνατος τους απλώνει: εσύ ανήκεις σε αυτούς. Σε διαβάζω και επιστρέφω, αναπόδραστα, στον Πλωτίνο. Εκείνος είδε στον έρωτα την οντολογική ορμή της ψυχής προς το Ένα, το ίδιο το ρεύμα του κόσμου που αναζητεί την πηγή του. Εσύ, πήρες την ίδια μυστική γραμμή και την αντέστρεψες εκκλησιολογικά: δεν είπες “να επιστρέψουμε στο Ένα”, αλλά “να αφήσουμε το Ένα να κατοικήσει ανάμεσά μας”. Δεν πρότεινες διαφυγή αλλά έδειξες συγκατάβαση. Αν στον Πλωτίνο η έκσταση είναι έξοδος από τα πολλά, σε σένα είναι είσοδος στα πολλά — είναι κοινωνία. Γι’ αυτό και επιμένεις πως ο Θεός δεν σώζει με εξουσία αλλά με επιθυμία. Ο Θεός, γράφεις, δεν υπάρχει μόνος αλλά εν σχέσει. Δεν παραμένει στην υπερβατικότητα, κατέρχεται, συναντά, συνοικεί. Το θείο δεν είναι απονεκρωμένο Ένα, είναι πρόσωπο που ποθεί και μεταμορφώνει. Η σύγχρονη σκέψη συναντά τη θεολογία σου: ο άλλος δεν είναι αντικείμενο πληρώσεως αλλά φανέρωση. Ο έρωτας δεν είναι εργαλείο αυτοεπιβεβαίωσης αλλά κίνηση εκτός εαυτού. Κι έτσι ο δρόμος του όντος προς το Είναι γίνεται ο δρόμος του Θεού προς τον άνθρωπο — κι εκεί συναντώνται ο Πλωτίνος και εσύ: στην πεποίθηση ότι η ύπαρξη είναι πάντοτε επιστροφή, μόνο που η δική σου επιστροφή είναι η επιστροφή του Θεού στον κόσμο. Μας έμαθες ότι ο έρωτας είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η αλήθεια μιλά. Ότι η πίστη δεν είναι σύστημα ιδεών αλλά ικανότητα να μένεις εκτεθειμένος, να παραδίδεσαι στον άλλο χωρίς να τον καταναλώνεις. Ότι η σωτηρία δεν είναι πράξη αλλά κίνηση: είναι το να συναντηθούν οι δύο εκδοχές του ίδιου ρεύματος, η έκσταση που ανεβαίνει και η συγκατάβαση που κατεβαίνει, η νοσταλγία του ανθρώπου και η επιθυμία του Θεού. Εκεί, στη συμβολή των δύο ρευμάτων, η ύπαρξη παύει να είναι φόβος και γίνεται ευγνωμοσύνη. Ίσως τελικά, Χρυσόστομε, αυτή να είναι η τελευταία σου διδασκαλία: ότι η Ανάσταση είναι το άλλο όνομα του έρωτα. Ότι το φως δεν κατοικεί στα ύψη αλλά στα βλέμματα· ότι η αιωνιότητα δεν είναι παρά η παρατεταμένη στιγμή της αγάπης, η στιγμή όπου ο χρόνος νικιέται από τη σχέση. Στην Ανάσταση συναντιούνται όλα όσα δίδαξες —το σώμα, ο θάνατος, ο πόθος, η σιωπή— και αναμειγνύονται σε μία κίνηση επιστροφής. αν όντως είσαι εδώ, έστω και ως ψίθυρος, τότε ξέρουμε: η αιωνιότητα δεν είναι αλλού· είναι αυτός ο αναστεναγμός που ενώνει για μια στιγμή τον ουρανό με τη γη. Σε ευχαριστούμε, ας μου επιτρέψεις τις λέξεις, φίλε και δάσκαλε», δήλωσε.

Η σκηνοθέτρια Εύα Νάθενα πήρε τον λόγο τελευταία και αναφέρθηκε στην ιδιαίτερη σχέση του Χρυσόστομου Σταμούλη με τον κινηματογράφο: «Είμαι εδώ ως φίλη του Χρυσόστομου των ύστερων χρόνων, με μια εκλεκτική συγγένεια που ομολογήσαμέ αμφότεροι από την πρώτη στιγμή, μαζί με την κοινή μας αγάπη για το σινεμά. Η ζωη ήθελε να σταθεί συνδετικός μας κρίκος η θυγατέρα του, η Αλεξάνδρα, η οποία στέκεται πλάι μου στο επόμενο κινηματογραφικό μου εγχείρημα: αυτό είναι το σημείο που ενωνόμαστε οι τρεις μας, έχοντας τη ευχή του. Η πολυετής εμπλοκή μας βέβαια είχε ξεκινήσει όταν τον ανακάλυψα και συμπεριέλαβα το έργο του στην πολυετή εργασία μου για τη Φόνισσα, ακόμη και εν αγνοία του. Η αγάπη του για τον κινηματογράφο εκφραζόταν με τόσους τρόπους, από το μάθημα του “Θεολογία και Κινηματογράφος” στο πανεπιστήμιο έως τις προβολές που χάριζε με δική του μέριμνα στους φοιτητές του, ανάμεσα τους και η Φόνισσα, η αφίσα της οποία κοσμεί ακόμη το γραφείο του. Επιλεγω ωστόσο να σταθώ σε ένα πάσχον σημείο του κινηματογράφου και της κινηματογραφικής κοινότητας, αυτό της διχόνοιας, της έλλειψης συμπερίληψης και ακόμη κάποτε της διαμάχης, η οποία μόνο βλάπτει και για την οποία ο Χρυσόστομός στάθηκε η πιο ανοιχτή και ανθεκτική γέφυρα. Το μόνο που με παρηγορεί, ακριβέ φίλε μου, ήταν πως δεν πέθανες αλλά πήγες στο φως. Η πίστη σου το καθιστά πιθανό να σε δούμε κάποτε εκεί, στο φως: ίσως σήμερα, βγαίνοντας από την Αποθήκη Γ, να σε δούμε να στρίβεις ερχόμενος στα στέκια του σινεμά που τόσο αγάπησες. Εδώ είμαστε, για σένα και για εμάς, γιατί το ‘μαζί’ που τόσο όμορφα δίδαξες κάνει ακόμη και αυτόν τον αποχωρισμό λιγότερο αβάσταχτο. Στο φως μαζί σου φίλε μου, κράτα μια θέση δίπλα, αυτή την ταινία θα τη δούμε βουβά» είπε βαθιά συγκινημένη η σκηνοθέτρια. 

«Ο Μάκης ήταν κάτι για τον καθένα, κάτι από όλα όσα ακούσαμε σήμερα. Αλλά εκτός από όλα αυτά ήταν κάτι και για την ίδια την πόλη. Και σε μια εποχή που η πόλη στερείται φωτεινών προσώπων που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν να πάει παρακάτω, κάθε φορά που μιλούσε γι’ αυτή, μας έδειχνε και ένα μονοπάτι. “Οφείλουμε να ονειρευτούμε ξανά την Άνοιξη της πόλης” είχε γράψει για το επετειακό τεύχος μας πέρυσι και για αυτό τον ευχαριστούμε πολύ», ολοκλήρωσε ο Γιώργος Τούλας.