Μasterclass με τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο: «Ο σκηνοθέτης στον ρόλο της μαμής»

Ο σπουδαίος Έλληνας δημιουργός Γιώργος Τσεμπερόπουλος έδωσε ένα συναρπαστικό masterclass με τίτλο «Ο σκηνοθέτης στον ρόλο της μαμής», το Σάββατο 8 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας στο πλαίσιο του 66ου ΦΚΘ. Το Φεστιβάλ πραγματοποίησε φέτος μεγάλο αφιέρωμα στον Γιώργο Τσεμπερόπουλο, ενώ παράλληλα του απένειμε τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο. Τον καταξιωμένο σκηνοθέτη καλωσόρισε και προλόγισε ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης: «Παρακολουθήσαμε τις μικρού μήκους που γύρισε ως φοιτητής στο Λος Άντζελες, όλες τις μεγάλου μήκους ταινίες του, είδαμε και αυτήν που πρωταγωνίστησε, και τον τιμήσαμε με Χρυσό Αλέξανδρο για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο. Σήμερα είναι μαζί μας για ένα masterclass, που πιστεύω θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον». Τη συζήτηση συντόνισε η Υπεύθυνη Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Ελένη Ανδρουτσοπούλου. «Έχουμε περάσει μια εβδομάδα παρακολουθώντας το έργο του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, αλλά ακόμη δεν έχουμε μάθει όλα τα μυστικά του. Είναι ένας σκηνοθέτης, από τους λίγους στην Ελλάδα, που κατάφερε να προσδώσει εμπορικές διαστάσεις στο καλλιτεχνικό σινεμά. Να δημιουργήσει, δηλαδή, ταινίες σκηνοθετικής ευαισθησίας που ταυτόχρονα κόβουν πολλά εισιτήρια. Ένας σκηνοθέτης που επενδύει στους ηθοποιούς του, επαγγελματίες και μη, για να φτιάξει σε κάθε του ταινία μια νέα οικογένεια».

Από την πλευρά του, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος ανέφερε πως είναι τρακαρισμένος τώρα που βρίσκεται ενώπιον του κοινού ως ομιλητής και όχι ως κινηματογραφικός δημιουργός. «Τώρα καλούμαι εγώ ο ίδιος να σας γοητεύσω και όχι μια ταινία μου. Δεν θα σας δώσω οδηγίες, ούτε θα αναφερθώ σε κάποια μέθοδο. Θα σας μιλήσω για τον δικό μου τρόπο, που ανακάλυψα εμπειρικά». Σε εκείνο το σημείο, έκανε μνεία στους δύο στενούς φίλους του, τον Γιώργο Πανουσόπουλο και τον Νίκο Περάκη, αναφέροντας ότι αμφότεροι έχουν γυρίσει πολύ ωραίες ταινίες αλλά με εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Στη διάρκεια του masterclass, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος παρουσίασε μια σειρά αποσπασμάτων από τις ταινίες του σκηνοθέτη, με τον ίδιο να εμβαθύνει στα εφόδια που αποκόμισε στην επαγγελματική του πορεία. 

Η συζήτηση ξεκίνησε από την πρώτη ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, και πιο συγκεκριμένα το ντοκιμαντέρ Μέγαρα (1974), το οποίο συνσκηνοθέτησε με τον Σάκη Μανιάτη. «Στη Χούντα δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε εύκολα. Υπήρχε, όμως, το κίνητρο. Η ταινία έπρεπε να γίνει πάση θυσία. Με τη βοήθεια ενός δημοσιογράφου, έφτασα στον μπάρμπα Παναγή. Ήμουν τυχερός: ο άνθρωπος ήταν λαχείο. Φοβήθηκα ότι όσα μας είχε πει χωρίς την κάμερα δεν θα τα έλεγε ξανά, ή τουλάχιστον με τον ίδιο τρόπο, και τελικά διαψεύστηκα. Στο ντοκιμαντέρ πρέπει να βρεις ανθρώπους που θέλουν να μιλήσουν, που μπορούν να μιλήσουν και που έχουν μια γοητεία. Να είναι άνθρωποι όλων των φύλων, όλων των ηλικιών και, όσο το δυνατόν, να έχουν και διαφορετικές απόψεις γύρω από το θέμα που διερευνάς. Ό,τι κι αν γυρίζετε, να έχετε υπόψη πως κάποια στιγμή θα παιχτεί, πως υπάρχει το ενδεχόμενο να προκύψει κάτι πολύ μεγάλο και να προβληθεί στη μεγάλη οθόνη. Αυτό που ισχύει τόσο στη μυθοπλασία όσο και στα ντοκιμαντέρ είναι ότι το κάστινγκ ξεκινάει πάντα από το σενάριο. Στο κάστινγκ, αλλά και στα μετέπειτα στάδια της παραγωγής, πρέπει να διατηρήσεις αυτό το πρώτο αίσθημα του σεναρίου».

Έπειτα, η συζήτηση μεταφέρθηκε στον Ξαφνικό Έρωτα (1984), την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του σκηνοθέτη στην Ελλάδα. «Ήδη απ' όταν έγραφα το σενάριο είχα στο μυαλό μου την Μπέτυ Λιβανού για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήταν τότε αναγνωρισμένη ηθοποιός, ένα ίνδαλμα και τύχαινε να είναι και φίλη μου. Είχα βάλει στόχο να την εντυπωσιάσω. Τελικά, δέχτηκε να συμμετάσχει στην ταινία. Εκείνη την εποχή ήμουν άγνωστος και το όνομά της μας βοήθησε να εξασφαλίσουμε σημαντικές χρηματοδοτήσεις. Έπρεπε επομένως να βρούμε και έναν αντάξιό της άνδρα συμπρωταγωνιστή. Είχα τον Αντώνη Θεοδωρακόπουλο στο μυαλό μου από την πρώτη στιγμή, αλλά κανείς δεν πίστευε ότι θα άφηνε το θέατρο Κουν. Τελικά, τα καταφέραμε. Κάναμε κάποιες δοκιμαστικές πρόβες με κάμερα, και αρχικά ο Αντώνης ήταν πολύ σφιγμένος. Έκανα τότε κάτι που κανονικά δεν κάνουμε ποτέ με ηθοποιούς: του έδειξα τα αμοντάριστα πλάνα του. Ευτυχώς, στην περίπτωσή του λειτούργησε και του επέτρεψε να αφεθεί». 

Στη συνέχεια, προβλήθηκαν αποσπάσματα της ταινίας Άντε Γειά (1991). «Ο Κώστας Κόκλας ήταν ένα δώρο που μου έκανε ο Άλκις Κούρκουλος, καθώς ήταν φίλος του από τη σχολή. Κάτι που κατάλαβα πρώτη φορά σε αυτή την ταινία είναι πως δεν θα έκλεινα ποτέ ηθοποιό εάν δεν τους έκλεινα όλους μαζί, είναι περίπου όπως όταν δημιουργεί κανείς έναν θίασο. Ξεκίνησα εντατικές, αυτοσχεδιαστικές πρόβες, και εκεί συνειδητοποίησα πόσα μπορεί να αποκομίσει κανείς από αυτή τη διαδικασία. Πόσο γενναιόδωροι γίνονται οι ηθοποιοί όσο τους δίνεσαι. Κάναμε πρόβες επί μήνες. Επέστρεψα στο σενάριο με καινούργιες ατάκες. Σπανίως πειράζω τη δομή, αλλά μού αρέσει να πειράζω τις λεπτομέρειες. Υπάρχουν βέβαια και οι δεξιότητες που πρέπει να κατέχουν οι ηθοποιοί σου. Πρόκειται για ένα είδος τέχνης». 

Αναφερόμενος στην ταινία Πίσω Πόρτα (2000), ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος σημείωσε ότι ήταν μια χαοτική εμπειρία γιατί έπρεπε «να συνυπάρξουν τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι, μαζί και ο πρωταγωνιστής, ο οποίος ήταν ερασιτέχνης. Υπάρχει μια ιστορία που πιστεύω έχει νόημα να μοιραστώ. Με είχε γοητεύσει στην αρχή ένα άλλο αγόρι, απόλυτα ταιριαστό για τον ρόλο, αλλά από το άγχος του γέμιζε εξανθήματα και δεν γινόταν να παίξει στην ταινία. Πρέπει να τα λαμβάνεις κι αυτά υπόψη» εξήγησε. Ο κ. Τσεμπερόπουλος επισήμανε πως είχε βρει τον δικό του τρόπο προσέγγισης ήδη από το Άντε Γειά, κυρίως μέσα από τις αυτοσχεδιαστικές πρόβες. «Επιπλέον, σε αυτά τα γυρίσματα ανακάλυψα κάτι στο οποίο έκτοτε διαρκώς επανέρχομαι: πώς ό,τι κι αν συμβεί υπάρχει πάντα το σενάριο» τόνισε. Μίλησε, επίσης, και για μια άλλη πρακτική που του φάνηκε χρήσιμη, αναφέροντας ότι στις ταινίες βοηθάει να τοποθετείς καμιά φορά φωτογραφίες των ηθοποιών τη μία δίπλα στην άλλη και να βλέπεις πώς δένουν μεταξύ τους. «Προσωπικά, όταν παρατηρώ τους ηθοποιούς, τους βλέπω μέσα από το κάδρο, δεν εμπιστεύομαι τα μάτια μου» πρόσθεσε. 

Όσον αφορά στην ταινία Ο Εχθρός Μου (2013), ο σκηνοθέτης ανέφερε πως «αν δεν ήταν ο Μανώλης Μαυροματάκης θα είχαμε μια άλλη ταινία. Ήταν ένα ρίσκο η επιλογή του και μάλιστα οι χρηματοδότες δεν πίστευαν ότι μπορούν να επενδύσουν σε έναν ηθοποιό τότε άγνωστο, που δεν κουβαλούσε τη στερεοτυπική ματσίλα που απαιτούσε ο ρόλος. Κάναμε την ταινία με πολύ λίγα χρήματα και πραγματικά δεν θα τα είχαμε καταφέρει χωρίς την υποστήριξη της παραγωγής μας».

Φυσικά, το masterclass δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς κάποια αναφορά στην πιο πρόσφατη δουλειά του σκηνοθέτη, την ταινία Υπάρχω (2024). «Αν δεν βρισκόταν ο Χρήστος Μάστορας, η ταινία δεν θα γινόταν. Τουλάχιστον, όχι με μένα να τη σκηνοθετώ. Ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε πάθος στη ζωή του, κι έπρεπε να βρούμε τον άνθρωπο που θα τολμούσε να τον ενσαρκώσει. Ο Χρήστος Μάστορας είχε την κατάλληλη ηλικία, μπορούσε να τραγουδήσει και παραδόθηκε στις μεθόδους μου. Ερχόταν στις πρόβες και δούλευε εξαντλητικά. Υπάρχει αυτή η σκηνή στο νυχτερινό κέντρο, που  γυρίστηκε μες το καλοκαίρι και οι ηθοποιοί δούλευαν χωρίς air condition, φορώντας αυτά τα βαριά κουστούμια. Κι όμως, τα κατάφεραν. Αυτή είναι η μαγεία του σινεμά. Από τη μεριά μου, θεωρώ ότι είναι ανεπίτρεπτο να έχω πείσει τόσους ανθρώπους να συμμετάσχουν σε μια ταινία, κι εγώ να φτάσω την ώρα των γυρισμάτων και να βρω τους ηθοποιούς ανέτοιμους. Θεωρώ ότι πρέπει να είναι έτοιμοι για κάθε απρόοπτο. Τίποτα δεν πρέπει να αφήνεις για μετά. Να είστε απαιτητικοί με τους ηθοποιούς σας. Η αλήθεια είναι ότι τους ζητάω υπερβολικά πράγματα, κι εκείνοι μου δίνουν την ψυχή τους. Αυτό μπορεί να καταστεί δυνατό μόνο εάν εσύ ο ίδιος πιστεύεις ακράδαντα στο σενάριό σου». 

Η συζήτηση ολοκληρώθηκε με Q&A, στη διάρκεια του οποίου ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος επεκτάθηκε στις μεθόδους που χρησιμοποιεί για να εδραιώσει τη σχέση του με τους ηθοποιούς, αλλά και να εγκαθιδρύσει τη μεταξύ τους εγγύτητα. «Η σκηνοθεσία δεν συμβαίνει μόνο την ώρα του γυρίσματος. Είναι ολόκληρη η προετοιμασία πριν και η προσπάθεια να εκμαιεύσεις από τους ηθοποιούς σου τα στοιχεία του χαρακτήρα που θα υποδυθούν στην ταινία σου με οποιαδήποτε μέθοδο μπορεί να σταθεί αποτελεσματική. Έχω πάντα casting director στις ταινίες μου και φροντίζω πάντα να έχω διαθέσιμο χώρο ειδικά για τις πρόβες. Τα θέματα που συζητάμε με τους ηθοποιούς μου είναι αποκλειστικά εκείνα που το ένστικτό μου λέει ότι έχουν σχέση με τον ρόλο που παίζουν στην ταινία. Και πριν απ' όλα, πρέπει να έχεις μελετήσει εσύ ο ίδιος». 

Τέλος, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος συμπλήρωσε πως «ίσως το δυσκολότερο κομμάτι στη διαδικασία παραγωγής μιας ταινίας αφορά τα όσα έπονται της προβολής, και αυτό διότι δεν χρηματοδοτούνται σωστά οι ταινίες και καταλήγεις να έχεις ανάγκη όλους τους γύρω. Έχετε μπροστά σας έναν σκηνοθέτη που έχει καταφέρει να δημιουργήσει επιτυχημένες ταινίες, με τις περισσότερες να έχουν πάει καλά στα ταμεία, ωστόσο ούτε κατά διάνοια είναι δυνατόν να ζήσω οικονομικά από τις ταινίες μου».  Αναφερόμενος στους λόγους που κάνει ταινίες, απάντησε: «Αυτό που με ωθεί να δημιουργώ ταινίες είναι η συγκίνηση, και συγκίνηση δεν είναι μόνο τα δάκρυα, είναι και η οργή και όλα τα συναισθήματα. Να τολμάτε να λέτε όχι, να φοβάστε τα μεσοβέζικα. Ζητήστε κι άλλο χρόνο. Να είστε σίγουροι για την επιλογή των ηθοποιών σας». Αναφερόμενος στο αφιέρωμα στο έργο του και στον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο που του απονεμήθηκε από το 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος επισήμανε: «Αυτή η εβδομάδα ήταν σημαντική για μένα. Έχω ξανανιώσει. Μέσα από τα δικά σας μάτια, μέσα από το δικό σας χειροκρότημα, έχω αισθανθεί ότι άξιζε η ζωή μου».