Masterclass με τον STEFAN JARL

MASTER CLASS ΜΕ ΤΟΝ STEFAN JARL

«Έρχομαι από τις εσχατιές της Β. Ευρώπης, από τη Σουηδία και μάλλον δε έχετε την ευκαιρία να γνωρίζετε το έργο μου. Για το λόγο αυτό θα σας δείξω τον τρόπο που δουλεύω και πως βλέπω εγώ τα ντοκιμαντέρ». Με αυτήν την εισαγωγή ο Stefan Jarl ξεκίνησε το master class που παρέδωσε στο κοινό της Θεσσαλονίκης, ένα κοινό που γέμισε την αίθουσα Σταύρος Τορνές στο λιμάνι, την Παρασκευή 19 Μαρτίου, στο πλαίσιο του 6ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Το κοινό, στην πλειονότητά του νεανικό, άκουσε με πολύ ενδιαφέρον τις απόψεις του Jarl όχι μόνο για το σινεμά αλλά και για τον σύγχρονο κόσμο στον οποίο ζούμε.

Την αρχή στη διάλεξή του έκανε προβάλλοντας αποσπάσματα μιας ταινίας του από τη δεκαετία του ’80 με θέμα τις προσπάθειες ενός αθλητή της δισκοβολίας να συμμετέχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος ¶ντζελες και για το πώς η άρνηση των υπευθύνων τον ώθησε να κάνει παγκόσμια ρεκόρ. Δείχνοντας στο κοινό τις αρχικές σκηνές της ταινίας αποκάλυψε το όπλο του σινεμά που κατά τη γνώμη του είναι το μοντάζ. «Όταν ακούν πολλοί ‘ντοκιμαντέρ’ φαντάζονται σινεμά βεριτέ. Το σινεμά ντοκιμαντέρ για κάποιους αντιπροσωπεύει την αλήθεια. Αυτό δεν ισχύει, γιατί πίσω από κάθε ταινία υπάρχει πάντα ένας σκηνοθέτης, κάποιος που θέλει να χειραγωγεί. Το σινεμά έχει ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, το μοντάζ, κάτι που δεν έχει καμία άλλη τέχνη. Με το μοντάζ μπορείς να συνδυάσεις εικόνα, ήχο και μουσική. Όσα είδατε ήταν μόνο μοντάζ, δεν υπάρχει δράση, δεν υπάρχουν συνεντεύξεις, μόνο μοντάζ».

Συνεχίζοντας δήλωσε ότι κατά τη γνώμη του χρέος κάθε σκηνοθέτη που ασχολείται με το ντοκιμαντέρ, είναι να ανοίξει τα μάτια του κόσμου και αυτό πάντα προσπαθεί να κάνει και ο ίδιος με τις ταινίες του. «Χρέος κάθε σκηνοθέτη είναι να προσπαθεί να αλλάξει τον κόσμο. Όταν θες να πεις κάτι στο κοινό, το λες μέσα από τη δική σου ματιά. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο αλλά ο σκηνοθέτης μπορει να ξαναφτιάξει τον κόσμο». Αυτή είναι και η λογική της τριλογίας των Αταίριαστων κατά τη γνώμη του. «Στόχος της τριλογίας ήταν να σταματήσει η αδράνεια για τα ναρκωτικά. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της δεύτερης ταινίας που έκανα έχασα 30 φίλους μου από τα ναρκωτικά. Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι που κινηματογραφείς πρέπει να είναι φίλοι σου, πρέπει να έχεις καλή σχέση με τους ανθρώπους με τους οποίους δουλεύεις. Έζησα αυτούς τους ανθρώπους και κάναμε μαζί αυτό το ταξίδι».

»Στην πρεμιέρα λοιπόν της ταινίας παρέστησαν μέλη τυο Σοσιολδημοκρατικού κόμματος. Την είχε δει και ο Ούλοφ Πάλμε λίγο πριν πεθάνει και μάλιστα την έδειχνε και στις ομιλίες του. Με αυτήν την ταινία και την αίσθηση που έκανε, καταφέραμε να δει ο κόσμος το πρόβλημα των ναρκωτικών στην ουσία του. Και πράγματι μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον του κόσμου για τα ναρκωτικά. Δεν καταφέραμε βέβαια να σταματήσουμε τους εμπόρους αλλά ο κόσμος σταμάτησε να ενδιαφέρεται για τα ναρκωτικά, τα απομυθοποίησε. Να πώς μια ταινία μπορεί να αλλάξει τον κόσμο».

Για τη διαφορά στο ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία τόνισε ότι η μόνη διαφορά είναι ότι στο ντοκιμαντέρ πρέπει να έχεις αυθεντικές στιγμές. «Βέβαια η έκφραση έχει πολύ μεγάλη σημασία αλλά από κει και πέρα οι αυθεντικές στιγμές είναι που μετράνε. Για να γίνει ένα ντοκιμαντέρ πρέπει να συμμετέχει και ο σκηνοθέτης. Από τη στιγμή που κινηματογραφείς τη ζωή κάποιων ανθρώπων, γίνεσαι κι εσύ μέρος της ζωής τους. Κατά τ’ άλλα και στις δύο περιπτώσεις και στη μυθοπλασία και στο ντοκιμαντέρ, ο σκηνοθέτης χειρίζεται το κοινό του και με την εικόνα και με τον ήχο. Ο Χιούστον είχε πει ότι στη μυθοπλασία έχεις το σενάριο και μετά κάνεις τα γυρίσματα, ενώ στο ντοκιμαντέρ κάνεις πρώτα τα γυρίσματα και μετά προκύπτει το σενάριο. Πολλές από τις ταινίες μου γίνονται πάνω στο μοντάζ. Αν και ξεκινάω με ένα σενάριο, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων αυτά με αναγκάζουν να το αλλάξω. Απλά είναι καλό για ένα ξεκίνημα να υπάρχει το σενάριο».

Για τη σχέση με τους ανθρώπους με τους οποίους ασχολείται, είπε ότι πάντα τον ενδιαφέρει η γνώμη τους, συμπληρώνοντας ότι, αν έχεις τη διάθεση να τους ακούσεις, θα πάρεις πολλά χρήσιμα πράγματα για την ταινία σου. Συμβούλεψε δε τους φοιτητές κινηματογραφικών σχολών να μην εμπιστεύονται τη γνώμη κάποιου άλλου σκηνοθέτη κατά τη δημιουργία της ταινίας τους αλλά τους ανθρώπους με τους οποίους ασχολείται η ταινία.

Μιλώντας για τα θέματά του, είπε ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να κάνει ταινίες αντίστασης και ότι με τον έναν η με τον άλλο τρόπο οι ταινίες του τα βάζουν με τα αφεντικά μας. Για το λόγο αυτό και ποτέ δεν κατακρίνει τους ανθρώπους στις ταινίες του, αλλά πάντα προσπαθεί να τους δώσει φωνή, να εκφράσει αυτά που εκφράζουν οι ίδιοι. Τέλος εξέφρασε τη «ζήλια» του για τα νέα παιδιά σήμερα και για τις ευκαιρίες που τους δίνονται να έχουν φωνή και να κάνουν ταινίες. Με την ψηφιακή κάμερα και ένα laptop δήλωσε ότι μπορούν να κάνουν εύκολα μια ταινία. Τους προέτρεψε λοιπόν να αγνοήσουν τους παραγωγούς και να κάνουν τη δική τους ταινία, όπως τη θέλουν χωρίς περιορισμούς.