Συνέντευξη Τύπου: L. Mermin

Συνέντευξη Τύπου της Liz Mermin

Συνέντευξη τύπου παρέθεσε την Τετάρτη 6 Απριλίου 2005 η δημιουργός Liz Mermin («Η Ακαδημία Ομορφιάς της Καμπούλ») αναφορικά με την ταινία της που προβάλλεται στο πλαίσιο του 7ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα.

Liz Mermin: Η Ακαδημία Ομορφιάς της Καμπούλ

Η ταινία της Liz Mermin παρακολουθεί το ταξίδι μιας ομάδας κομμωτριών από της ΗΠΑ που ταξιδεύει στην Καμπούλ να για διδάξει στις γυναίκες του Αφγανιστάν να φτιάχνουν τα μαλλιά τους. Πρόκειται για ένα project που πραγματοποιήθηκε από μεγάλες εταιρείες καλλυντικών και το περιοδικό Vogue με στόχο να μυηθούν οι γυναίκες αυτές στη διαδικασία καλλωπισμού, να μάθουν τις τεχνικές και την πρακτική κόμμωσης. Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί από κοντά τη γέννηση της ιδέας αυτής, τα σεμινάρια ομορφιάς, καταγράφοντας τον τρόπο που εισπράττουν την εμπειρία γυναίκες που έχουν ζήσει υπό το καθεστώς των Ταλιμπάν.

Η ίδια αναφερομένη στα κίνητρά της για τη δημιουργία αυτής της ταινίας, ανέφερε ότι αφενός προσπάθησε να διερευνήσει την έννοια της ομορφιάς στο πλαίσιο άλλης κουλτούρας, καθώς και πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης και αφετέρου – ένας περισσότερο πολιτικός λόγος – προσπάθησε να διερευνήσει το γεγονός ότι κάποιοι Αμερικανοί ξεκίνησαν για μια άγνωστη ξένη χώρα, χωρίς προηγουμένως να έχουν φροντίσει να μάθουν κάτι γι’ αυτήν, χαρακτηριστικό που διέπει και την πολιτική της κυβέρνησης Μπους, με την οποία, όπως χαρακτηριστικά τόνισε, η ίδια διαφωνεί κάθετα. Μιλώντας για τις Αφγανές γυναίκες και την εντύπωση που αποκόμισε από αυτές, τόνισε ότι η ίδια περίμενε να βρεθεί μπροστά σε καταπιεσμένα, θλιβερά και τραγικά πλάσματα:

«Δεν ήταν, όμως, αυτό που πραγματικά συνάντησα: οι Αφγανές γυναίκες διηγούνταν τραγικές ιστορίες με τις οποίες γελούσαν, ήταν χαρούμενες και γεμάτες ενέργεια και ενθουσιασμό και ιδιαίτερα φιλικές απέναντί μας», είπε χαρακτηριστικά ενώ συμπλήρωσε: «Ήταν φανερό ότι η ζωή τους είχε βελτιωθεί άρδην και οι ίδιες ήταν ευτυχισμένες γι’ αυτό το γεγονός, παρ’ όλο που ακόμη και σήμερα ζούσαν σε κακές συνθήκες, σχεδόν δεν έβγαιναν απ’ τα σπίτια τους και ήταν πολύ περιορισμένες. Η ζωή τους είχε καλυτερεύσει γιατί απλούστατα πλέον ήταν ειρηνική». Δεν παρέλειψε, εξάλλου, να μιλήσει και για τις Αμερικανίδες που πήγαν στο Αφγανιστάν και πώς εκείνες βίωσαν την εμπειρία αυτή: «Στην αρχή ήταν τόσο απορροφημένες με τα διαδικαστικά του στησίματος της Ακαδημίας Ομορφιάς που δεν παρατηρούσαν τι ακριβώς συμβαίνει γύρω τους. Όταν, όμως, τα διαδικαστικά τέλειωσαν, έζησαν μια εμπειρία που, πιστεύω, ότι άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν τα πράγματα».

Το ‘Θέατρο του Παραλόγου’ μιας Ακαδημίας Ομορφιάς στην Καμπούλ σχολιάστηκε απ’ την δημιουργό: «Υπήρξαν άνθρωποι, βεβαίως, που θεώρησαν μια τέτοια Ακαδημία άτοπη για τα δεδομένα του Αφγανιστάν. Ωστόσο εγώ εξεπλάγην όταν έμαθα ότι τέτοιες ακαδημίες υπήρχαν και πριν το καθεστώς των Ταλιμπάν και ότι κάποιες απ’ τις γυναίκες που παρακολουθούσαν τα μαθήματα της Ακαδημίας είχαν ήδη παρακολουθήσει μαθήματα στις προηγούμενες ακαδημίες της Καμπούλ».

Αναφερόμενη, εξάλλου, στις συνθήκες περιορισμού των γυναικών που ακόμη επικρατούν – σε μικρότερο βαθμό – στη χώρα, η ίδια εξήγησε ότι «ο καλλωπισμός των γυναικών δεν γίνεται προκειμένου να προκαλέσουν τους άνδρες στο δρόμο, αλλά ώστε να μπορέσουν να επιδείξουν αυτό στις φίλες και σε άλλες γυναίκες, στο πλαίσιο κοινωνικών εκδηλώσεων, όπως οι γάμοι, όπου οι γυναίκες και οι άνδρες είναι σε ξεχωριστούς χώρους. Ο καλλωπισμός, με άλλα λόγια, γίνεται για να αισθάνονται οι ίδιες καλύτερα, και αυτό συνέβαινε ακόμη και κατά τη διάρκεια του καθεστώτος των Ταλιμπάν, υπό τη σκέπη της μπούργκας».

Τέλος, μιλώντας για την υποδοχή που επεφύλαξε το αμερικανικό κοινό στην ταινία της καθώς και για τον πιθανό πολιτικό του αντίκτυπο η ίδια τόνισε: «Στο πλαίσιο του κοινού της ταινίας υπήρχαν επαγγελματίες του χώρου του καλλωπισμού που το αντιμετώπισαν ως εκπαιδευτικό βοήθημα, αλλά και το ευρύ κοινό που εντόπισε το θέμα της ταινίας το παράδοξο και το παράλογο, αίσθηση που τελικά ανατράπηκε χάρη στην ίδια την ταινία. Σε ό,τι αφορά το πολιτικό επίπεδο και τον πιθανό αντίκτυπο της ταινίας μου, φρόντισα να περάσω μέσα απ’ αυτήν το γεγονός ότι τα πράγματα εξακολουθούν να είναι πολύ δύσκολα για τις γυναίκες στο Αφγανιστάν και ότι οι περιορισμοί που υφίστανται είναι μεγάλοι. Απ’ την άλλη, όμως, ήταν φανερό ότι είχε επέλθει κάποια βελτίωση μετά την πτώση των Ταλιμπάν. Το ευτύχημα για μένα, που απεχθάνομαι την πολιτική της κυβέρνησης Μπους, ήταν ότι η πρόταση να προβληθεί το ντοκιμαντέρ μου στον Λευκό Οίκο δεν τελεσφόρησε, διότι τότε πραγματικά θα είχα βρεθεί σε πολύ μεγάλο δίλημμα».