Οι πίνακες των Π. και Δ. Ζωγράφου

Η δικαία απόφασις του Θεού δια την απελευθέρωσιν της Eλλάδος (αρ. 1)

Η ιεραρχία στη σύνθεση της εικόνας, η τοποθέτηση των μορφών στο ζωγραφικό χώρο και οι συμβολισμοί που εμπεριέχονται είναι δηλωτικά της ελέου Θεού κοσμοθεωρίας που έχει καταβολές στο Βυζάντιο και σύμφωνα με την οποία οι ηγεμόνες έχουν λάβει εντολή της εξουσίας από τον Θεό, ο οποίος τους φωτίζει και τους καθοδηγεί και στον οποίο λογοδοτούν. Στην εικόνα ενσαρκώνεται δραστικά με τον τρόπο αυτό η αντίληψη της Θείας εντολής που δόθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις να προστατεύουν την Ελλάδα αλλά και η ηθική ευθύνη που τους ανατέθηκε.
Ο αναχρονισμός στην απεικόνιση των ηγεμόνων, οι οποίοι σύμφωνα με τις συνοδευτικές επιγραφές βασίλευαν όχι την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά την εποχή που φιλοτεχνήθηκαν οι πίνακες (1839), υπαγορεύεται από πολιτική σκοπιμότητα και αναδεικνύει την πρόθεση του Μακρυγιάννη εκτός από ευγνωμοσύνη να απευθύνει και έκκληση βοήθειας προς τους ξένους ηγεμόνες για τη συνέχιση του Αγώνα τη δεδομένη στιγμή.

 

Πτώσις της Κωσνταντινουπόλεως (αρ. 2)

Η παράσταση συμπυκνώνει την ιστορική αφήγηση στο χώρο και το χρόνο. Τοποθετώντας την απαρχή των δεινών του Ελληνισμού με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η διήγηση συνεχίζει με την υποτέλεια ιερατείου και προκρίτων στον κατακτητή, προβάλλει την αντίσταση των αδούλωτων Ελλήνων που θα κρίνουν το μέλλον του Αγώνα πολεμώντας στα βουνά και καταλήγει στη δράση του Ρήγα Βελεστινλή (1757-1798), ο οποίος εμπνέει με τους λόγους την ανάγκη της ελευθερίας στους Έλληνες. Η εικόνα με τον έντονα συμβολικό χαρακτήρα, συνιστά στην ουσία τον ιστορικό πρόλογο της εικονογραφίας του Αγώνα που θα ακολουθήσει.

 

Οι Ναυμαχίες των Ελλήνων (αρ. 3)

Αυτή η συμπυκνωμένη αναπαράσταση διαφόρων ναυμαχιών τιμά τους νησιώτες αγωνιστές από την Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά, οι οποίοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στον αγώνα της Ανεξαρτησίας διαθέτοντας στόλο και αγωνιστές. Το 1821 περίπου 300 εμπορικά καράβια, με πληρώματα έως 12.000 ναύτες εξοπλίστηκαν με κανόνια. Για να ανταπεξέλθουν την ευθεία αντιπαράθεση ανέπτυξαν την τεχνική του μπουρλότου: φόρτωναν εκρηκτική ύλη σε πλοιάριο, το οποίο στη συνέχεια προσδενόταν στο εχθρικό πλοίο και πυρπολούνταν κατακαίοντάς το. Όλα τα πλοία είναι ζωγραφισμένα τρικάταρτα, με τα τουρκικά να φέρουν κόκκινη σημαία και τα ελληνικά γαλανόλευκη.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην πρώτη πυρπόληση τουρκικού πλοίου στην Ερεσσό της Λέσβου το Μάϊο του 1821 από το Δημήτρη Παπανικολή, ενώ κάτω δεξιά εικονίζεται η περίφημη πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στο λιμάνι της Χίου από τον Κωνσταντίνο Κανάρη τον Ιούνιο του 1822. Αποδίδεται, επίσης, τιμή στο αγγλικής ναυπήγησης ατμόπλοιο «Καρτερία», το οποίο διοικούσε ο φιλέλληνας πλοίαρχος Frank Αbney Hastings (1794-1828) και με το οποίο έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις το 1826.

 

Πρώτη μάχη των Ελλήνων μετά των Τούρκων κατά την γέφυρα της Αλαμάνας και θάνατος του αρχηγού Διάκου και Ησαΐου αρχιεπισκόπου Σαλόνων και άλλων γενναίων αξιωματικών (αρ. 4)

Στον πίνακα αναπαρίστανται η μάχη της Αλαμάνας τον Απρίλιο του 1821, όπου σκοτώθηκε ο Αθανάσιος Διάκος, και μια ανεπιτυχής επίθεση στην ίδια περιοχή εναντίον του Δράμαλη ένα χρόνο μετά όπου έλαβε μέρος και ο Μακρυγιάννης με τις δυνάμεις του Πανουργιά στο Πατρατζίκι, ως οπλαρχηγός τεσσάρων χωριών των Σαλώνων. Τέλος απεικονίζεται η μάχη της Υπάτης (αρχές Μαΐου 1822) εναντίον του Δράμαλη.

Η μεγαλύτερη μορφή σε πρώτο πλάνο είναι αυτή του Αθανάσιου Διάκου. Στην παράσταση μνημονεύεται η ανδρεία ενός ακόμη αγωνιστή, του Νικόλαου (ή Μήτρου όπως τον αναφέρει στα «Απομνημονεύματα» ο Μακρυγιάννης) Καθάριου από το χωριό Κολοβάτες των Σαλώνων που πολέμησε εναντίον τεσσάρων εχθρών στη μάχη, ενώ ήταν σοβαρά τραυματισμένος. H υπόλοιπη δράση ζωγραφίζεται συλλογικά.

 

Μάχη εις της Γραβιάς το χάνι (αρ. 5)

Η πέμπτη εικόνα περιγράφει τις μάχες της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821) και της Άμπλιανης (14 Ιουλίου 1824), καθώς και μικροσυμπλοκές Ελλήνων και Οθωμανών σε διάφορα χωριά της περιοχής. Μετά την Αλαμάνα, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κλείστηκε στο χάνι της Γραβιάς με 120 άνδρες. Η εμπροσθοφυλακή του πασά του Μπερατιού Ομέρ Βρυώνη έπεσε πάνω στον Ανδρούτσο που άντεξε τέσσερις επιθέσεις με ελάχιστες απώλειες. Όσο ο πασάς περίμενε ενισχύσεις με κανόνια, ο Οδυσσέας ξεπέτρωσε το χάνι και ξεγλίστρησε. Τον Ιούλιο του 1824, ο Πανουργιάς κατόρθωσε να σταματήσει μεγάλη τουρκική στρατιά 15.000 ανδρών από την οχυρή του θέση στην Άμπλιανη, μεταξύ Γραβιάς και Σαλώνων.

 

Μάχη Λαγγάδας και Κομπότι (αρ. 6)

Η έκτη εικόνα αναπαριστά πολεμικές αναμετρήσεις γύρω από την Άρτα το 1821. Απασχολημένος στα Ιωάννινα εναντίον του Αλή Πασά, ο σερασκέρης (αρχιστράτηγος) Χουρσίτ Πασάς έστειλε τον Ισμαήλ Πασά Πλιάσα στη δυτική Ελλάδα, επικεφαλής 1.800 ανδρών. Ο οπλαρχηγός Ανδρέας Ίσκος χτύπησε την εμπροσθοφυλακή του Ισμαήλ που υποχώρησε και στρατοπέδευσε στο Κομπότι (28 Μαΐου 1821). Μερικές μέρες αργότερα στο ίδιο σημείο αντιμετώπισαν τις τουρκικές δυνάμεις ο Καραϊσκάκης με τον Γιαννάκη Κουτελίδα και 40 παλικάρια.

 

Πόλεμος των Βασιλικών (αρ. 7)

Η νίκη των Ελλήνων στα Βασιλικά στην ανατολική Στερεά Ελλάδα στις 26 Αυγούστου 1821 ήταν καθοριστική για την έκβαση του αγώνα καθώς καθυστέρησε την εισβολή ισχυρών τουρκικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο. Οι ελληνικές δυνάμεις ακολουθώντας το σχέδιο του στρατηγού Γιάννη Δυοβουνιώτη έστησαν ενέδρα και κατατρόπωσαν στο στενό των Βασιλικών τουρκικό στρατό  8.000 ανδρών με επικεφαλής τον Μπαϊράν Πασά που κατευθυνόταν με εντολή του Σουλτάνου από την Μακεδονία προς την πολιορκημένη Τρίπολη. Η επιτυχία των Ελλήνων στα Βασιλικά έδωσε χρόνο στους Έλληνες οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου να εκπορθήσουν την Τριπολιτσά, έδρα των Οθωμανών στο Μοριά με αποτέλεσμα να εδραιωθεί η πορεία της Επανάστασης στα πρώτα βήματά της.

Η εικόνα αποδίδει τη σύγχυση της πολεμικής αναμέτρησης, το θρίαμβο των Ελλήνων και τους πανικόβλητους Οθωμανούς. Ούτε ένας φουστανελοφόρος δεν κείται στο πεδίο της μάχης, το οποίο είναι γεμάτο από νεκρά σώματα αντιπάλων. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στο τοπίο με τους ορεινούς όγκους στις δύο πλευρές της κοιλάδας και το καταπράσινο δάσος.

 

Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων (αρ. 8)

Η πολιορκία της Τριπολιτσάς, που εικονίζεται στο κέντρο του πίνακα διήρκεσε από τον Απρίλιο έως το Σεπτέμβριο του 1821Η συστηματική πολιορκία του κάστρου της Τριπολιτσάς ξεκίνησε με νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821) και στη συνέχεια αναχαίτιση του εχθρού στα Δολιανά, τα Βέρβενα (18 Μαΐου) και άλλες γειτονικές περιοχές. Η κατάληψη της πόλης στις 22 Σεπτεμβρίου 1821 από τους Έλληνες οδήγησε σε εκτεταμένες σφαγές και λεηλασίες.
Ο υπομνηματισμός καταγράφει τη συμμετοχή του καλλιτέχνη Δημήτρη Ζωγράφου στην πολιορκία. Ξεχωρίζουν ακόμη ο Δημήτριος Υψηλάντης ντυμένος δυτικότροπα, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα με σκούρο πράσινο φόρεμα και το σπαθί στο χέρι, ενώ άλλες γυναίκες εφοδιάζουν με νερό το στρατό. Στον υπομνηματισμό του πίνακα περιλαμβάνεται και το όνομα του στρατιωτικού και φιλέλληνα Thomas Gordon (1788-1841) – γνωστού μετέπειτα και για τη συγγραφή της Ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης – που πήρε ενεργό μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Ενδιαφέρον προκαλεί ο ρυθμός και η γεωμετρική τάξη της σύνθεσης. Διάφορα γεγονότα, όπως το συμβούλιο των οπλαρχηγών, αναμετρήσεις στα γειτονικά χωριά και εξορμήσεις οθωμανικών δυνάμεων για να ανεφοδιάσουν την πόλη αναπαρίστανται γύρω από το κάστρο της Τριπολιτσάς με δύο αντιθετικές κινήσεις: μία κεντρομόλο από έξω προς το εσωτερικό της πόλης (Έλληνες) και μία φυγόκεντρη προς την αντίθετη κατεύθυνση από μέσα προς τα έξω (Τούρκοι).

 

Ο πόλεμος συγκροτηθείς εις Άρταν (αρ. 9)

Η κατάληψη της Άρτας, όπου ο Μακρυγιάννης έζησε τα εφηβικά του χρόνια, είναι η πρώτη μάχη στην οποία συμμετέχει προσωπικά υπό τις διαταγές του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα, εξ ου και ο αναλυτικός υπομνηματισμός. Ο πίνακας αναπαριστά τρεις μάχες στην περιοχή: τη μικρή μάχη του Πέτα (Σεπτέμβριος 1821)· την πολιορκία και κατάληψη της Άρτας (Νοέμβριος 1821)· και την ολέθρια ήττα των Ελλήνων στο Πέτα στις 4 Ιουλίου 1822.
Toν Σεπτέμβριο του 1821 οι Τούρκοι της Άρτας χτύπησαν το χωριό Πέτα που υπερασπιζόταν ο Γώγος Μπακόλας. Στη μάχη ο Μακρυγιάννης τραυματίστηκε στο πόδι και γεννήθηκε αμοιβαία εκτίμηση μεταξύ του ίδιου και του οπλαρχηγού Μπακόλα. Έτσι, ο Γώγος όρισε τον Μακρυγιάννη, αν και άπειρο, επικεφαλής 100 ανδρών.
Τον Νοέμβριο του 1821 πολιορκείται και καταλαμβάνεται για λίγο από τις ελληνικές δυνάμεις η Άρτα, με τη συνεργασία Αλβανών ενόπλων. Ακολούθησε βίαιη λαφυραγώγηση επί 16 ημέρες εις βάρος του τοπικού πληθυσμού, ανεξαρτήτως εθνότητας ή θρησκεύματος. Ο Μακρυγιάννης αντέδρασε στις αδικίες, με αποτέλεσμα οι Aρτινοί να τον κάνουν οπλαρχηγό τους.
Μετά το θάνατο του Αλή Πασά τον Ιανουάριο του 1822, όλη η Ήπειρος προσκύνησε τον Χουρσίτ πασά, εκτός από το Σούλι και οι Έλληνες υπέστησαν βαριά ήττα στο Πέτα με αποτέλεσμα την ύφεση της Επανάστασης.

 

Μάχη πρώτη των Αθηνών (αρ. 10)

Παρόλο που η Αθήνα δεν είχε δείξει αρχικά δείγματα επαναστατικής δράσης, η προκήρυξη της Επανάστασης το Μάρτιο ανησύχησε τους Τούρκους της πόλης που στις 9 Απριλίου 1821 φυλάκισαν τους 12 δημογέροντες από τις αρχοντικές οικογένειες των Αθηνών στον Κουλά, τον πύργο της Ακρόπολης. Αρκετοί χωρικοί από τα Μεσόγεια με αρχηγό τον Δήμο Αντωνίου κατόρθωσαν να εισβάλουν στην τειχισμένη πόλη των Αθηνών τη νύχτα της 25ης Απριλίου. Οι Τούρκοι πανικόβλητοι έσπευσαν να οχυρωθούν με τις οικογένειές τους στο ισχυρότατο φρούριο της Ακροπόλεως. Η πολιορκία της πόλης λύθηκε με την άφιξη του Ομέρ Βρυώνη τον Ιούλιο στην Αθήνα, ενώ μετά την αποχώρησή του το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς ξεκινά νέα πολιορκία με κανόνια και λαγουμιτζήδες. Εξαντλημένοι από την πείνα, τη δίψα και τον καλοκαιρινό καύσωνα, οι πολιορκημένοι Τούρκοι παραδίδονται τελικά στις 10 Ιουλίου 1822. Ο πίνακας αποδίδει αυτή τη δεύτερη πολιορκία.
Η παράσταση αναπτύσσεται ημικυκλικά γύρω από το βράχο της Ακρόπολης. Τα σημαντικότερα αθηναϊκά μνημεία (Ακρόπολη, Στύλοι Ολυμπίου Διός, Πύλη Αδριανού) δημιουργούν ένα αναγνωρίσιμο και αισθητικά ενδιαφέρον σκηνικό. Η εικόνα των γυναικών που καταφθάνουν στο πεδίο της μάχης για να περιποιηθούν τους πληγωμένους αγωνιστές ή να θρηνήσουν τους πεσόντες είναι ιδιαιτέρως συγκινητική.

 

Μάχες Άργους, Κορίνθου και Αγιονορίου (αρ. 11)

Μετά τη συντριβή του Αλή Πασά στην Ήπειρο, ο Χουρσίτ Πασάς συγκέντρωσε τεράστιες στρατιωτικές δυνάμεις για να καταστείλει την Ελληνική Επανάσταση υπό τη διοίκηση του Μαχμούτ πασά της Λάρισας (Δράμαλη). Η στρατιά του Δράμαλη ξεκίνησε στα τέλη Ιουνίου από τη Λαμία πέρασε από τη Θήβα, την οποία πυρπόλησε και προχώρησε προς τη Μεγαρίδα με κατεύθυνση τον Ισθμό της Κορίνθου. Αρκετά κάστρα εγκαταλείφθηκαν και έπεσαν στα χέρια των Τούρκων, και ο Δράμαλης στις 13 Ιουλίου μπαίνει στην πόλη του Άργους που είχε σχεδόν ερημώσει. Από ελληνικής πλευράς, ο Κολοκοτρώνης εν τω μεταξύ στρατοπέδευσε στους Μύλους και ενίσχυσε την άμυνα του Παλιόκαστρου, εφαρμόζοντας την τακτική της «καμένης γης»· έπαιρνε μαζί του όσα εφόδια μπορούσε και κατέστρεφε τα υπόλοιπα. Επιπλέον, η επικοινωνία του Δράμαλη με τον Χουρσίτ στο Ζητούνι εμποδιζόταν από τις ενέργειες του Ανδρούτσου και του Μακρυγιάννη στην Ανατολική Στερεά. Υποφέροντας από έλλειψη τροφής, ο πολυάριθμος στρατός του Δράμαλη σφαγιάστηκε από τις ελληνικές δυνάμεις στις 26 Ιουλίου 1822 στο πέρασμα των Δερβενακίων. Τα κάστρα επέστρεψαν σε ελληνικά χέρια και ο Κολοκοτρώνης αναγορεύθηκε αρχιστράτηγος.
Συμμετρική σύνθεση με δυο βουνοκορφές πάνω και κάτω και με μεγάλο κενό στο κέντρο της εικόνας όπου εικονίζεται ο τουρκικός στρατός σε παράταξη.

 

Μάχη των Ελλήνων εις Καρπενήσι και Καλιακούδα (αρ. 12)

Τον Αυγούστο του 1823 κινούν δύο μεγάλες στρατιές για το Μεσολόγγι, υπό τον πασά της Σκόδρας Μουστα(χ)ή και τον Ομέρ Βρυώνη. Η εμπροσθοφυλακή του πρώτου φτάνει στο Καρπενήσι και υφίσταται ξαφνική νυχτερινή επίθεση (5 Αυγούστου 1823), όπου σκοτώνεται ο Μάρκος Μπότσαρης. Ελληνικές δυνάμεις καθυστερούν τον Μουσταή Πασά, αλλά τελικά ενώνεται με το στρατό του Ομέρ Βρυώνη στην πολιορκία του Αιτωλικού τον Οκτώβριο του 1823.

 

Πολιορκία και μάχαι των Ναβαρίνων (αρ. 13)

Μετά την αποτυχία του σουλτάνου να καταστείλει την επανάσταση στάλθηκε στη Μεσσηνία ο πειθαρχημένος στρατός του Ιμπραήμ, γιου του πασά της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλη (1825). Αφού άλωσαν την Μεθώνη και την Κορώνη, οι Αιγύπτιοι στράφηκαν εναντίον του Νεόκαστρου της Πύλου. Ο Μακρυγιάννης βοήθησε στην ενίσχυση της φρουράς του Παλαιόκαστρου και αργότερα του Νεόκαστρου. Επίσης διαπραγματεύτηκε τους όρους της παράδοσης των πολιορκημένων του Νεόκαστρου με τον Ιμπραήμ. Όταν οι άνδρες του ζήτησαν μισθούς και άρματα, τους πλήρωσε με δικά του χρήματα.
Η εικόνα συμπυκνώνει πολλά περιστατικά στο ζωγραφικό καμβά. Είναι ταυτόχρονα περίπλοκη και γεμάτη αφηγηματική δράση, ενώ ο ίδιος ο Μακρυγιάννης απεικονίζεται τουλάχιστον έξι φορές. Το τελευταίο σχόλιο του στρατηγού («Αι Χώρες και ο Κουντουργιώτης με τους Έλληνας εκάθουντο εκεί») αποτελεί έμμεση κριτική κατά των πολιτικών προσώπων, του Κουντουριώτη συγκεκριμένα, που αρνήθηκαν τη βοήθειά τους στους υπερασπιστές του κάστρου με αποτέλεσμα όχι μόνο να χαθεί η οχυρή θέση αλλά και να χαθούν τόσες ανθρώπινες ζωές.

 

Η Μάχη των Μύλων της Ναυπλίας (αρ. 14)

Μετά την ήττα στην Πύλο, οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα εκστρατευτικά σώματα των Τουρκο-Αιγυπτίων που κινούνταν προς την Τριπολιτσά. Οι ελληνικές δυνάμεις υπό τον Κολοκοτρώνη επιχείρησαν ανεπιτυχώς να τον αντιμετωπίσουν στα Δερβένια μεταξύ Μεσσηνίας και Αρκαδίας. Ο Μακρυγιάννης εκτίμησε ορθά ότι ο Ιμπραήμ θα χτυπήσει το Ναύπλιο και τους Μύλους στη Λέρνα, κέντρο επισιτισμού και ανεφοδιασμού της πόλης. Έτσι, οχύρωσε τη θέση εξασφαλίζοντας άφθονες ποσότητες νερού και τροφής. Δύο μέρες αργότερα έφθασαν ενισχύσεις από στεριά και θάλασσα. Οι ελληνικές δυνάμεις κέρδισαν τη μάχη στις 13 Ιουνίου του 1825, την πρώτη σε ελληνικό έδαφος κατά της στρατιάς του Ιμπραήμ, αλλά ο Μακρυγιάννης τραυματίστηκε σοβαρά στο δεξί χέρι. Ο τουρκο-αιγυπτιακός στρατός αναχαιτίστηκε και ο Ιμπραήμ στράφηκε προς το Μεσολόγγι.
Το σχέδιο είναι σχεδόν νατουραλιστικό, ενώ το τοπίο, οι βάρκες και οι μορφές παρουσιάζονται σχηματοποιημένες, το ίδιο και οι ομάδες των στρατιωτών που κινούνται σε γεωμετρικά σχήματα χωρίς εξατομικευμένα χαρακτηριστικά. Η περίπλοκη αφήγηση απαιτεί ταυτόχρονη παρουσία των προσώπων σε διαφορετικά σημεία. Ο Υψηλάντης, με φράγκικη ενδυμασία, παρουσιάζεται σε δύο θέσεις, ενώ ο Μακρυγιάννης τέσσερις φορές. Η διαδρομή της βάρκας καταδηλώνεται με την απεικόνισή της διαδοχικά στην αποβάθρα, στο πέλαγος και πλάι στη φρεγάτα.

 

Διάφοραι πολιορκίαι του Μεσολογγίου (αρ. 15)

Το Μεσολόγγι είχε αναδειχθεί σε έδρα της Επανάστασης στη δυτική Ελλάδα, λόγω της φυσικής οχυρής του θέσης και της εγγύτητάς του με την Πελοπόννησο. Οι Οθωμανοί πολιόρκησαν την πόλη δύο φορές.
Ο Ομέρ Βρυώνης με τον Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά (Κιουταχή) και στρατό περίπου 11.000 ανδρών στρατοπέδευσαν έξω από το Μεσολόγγι (Οκτώβριος 1822), ενώ ο Γιουσούφ Πασάς κάνει θαλάσσιο αποκλεισμό. Επικεφαλής της άμυνας τίθενται ο Μαυροκορδάτος με τους Μάρκο Μπότσαρη και Κίτσο Γεωργάκη. Τα πλοία από την Ύδρα και τις Σπέτσες εκμεταλλεύονται τις διαφωνίες των τριών Οθωμανών στρατιωτικών διοικητών για κοινή στρατηγική, και καταφέρνουν να σπάσουν τη θαλάσσια πολιορκία και να ανεφοδιάσουν τους πολιορκημένους. Οι Τούρκοι επιχείρησαν μία τελευταία επίθεση το βράδυ των Χριστουγέννων, αλλά το σχέδιό τους προδόθηκε και έλυσαν την πολιορκία.
Ο Κιουταχής ξεκίνησε δεύτερη πολιορκία στο Μεσολόγγι με πολυπληθή στρατό το 1825. Αυτή τη φορά η άμυνα της πόλης ήταν καλύτερα οργανωμένη: τάφρος, προμαχώνες (ντάπιες), πύργοι με πυροβόλα και όλμους. Όταν ο Ιμπραήμ ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές του Κιουταχή, το Μεσολόγγι πλέον αποκλείστηκε και από στεριά και από θάλασσα. Πείνα και εξάντληση βασάνιζαν τους πολιορκημένους που αποφάσισαν ηρωϊκή έξοδο την Κυριακή των Βαΐων (10 Απριλίου 1826).

 

Πόλεμος των Ελλήνων εις Ράχωβα (αρ. 16)

Η άλωση του Μεσολογγίου διέλυσε κάθε επαναστατική κίνηση στη δυτική Ελλάδα και ο Κιουταχής κατευθύνθηκε προς στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1826. Δυσαρεστημένοι από τη βαριά φορολογία του Γιάννη Γκούρα, ο οποίος είχε τη διοίκηση της πόλης, οι κάτοικοι στη Χασιά και το Μενίδι στα ανατολικά της Αττικής προσκύνησαν τον Κιουταχή. Τον Αύγουστο, ο Γκούρας κλείστηκε στην Ακρόπολη και η κυβέρνηση διόρισε αρχιστράτηγο ελληνικών δυνάμεων στην ανατολική Στερεά Ελλάδα τον Καραϊσκάκη. Εκείνος ανασύνταξε τις επαναστατικές δυνάμεις σε Ελευσίνα και Σαλαμίνα. Επίσης, απέσπασε σώμα 200 ανδρών με επικεφαλής τους Αλέξη Γαρδικιώτη Γρίβα και Γεώργιο και Μήτρο Βάγια με εντολές να επιτεθούν στον οθωμανικό στρατό που κατευθυνόταν στα Σάλωνα· αργότερα ένωσε με αυτούς και τις δικές του δυνάμεις. Πράγματι, 2.000 Τούρκοι του Μουσταφάμπεη σφαγιάστηκαν στην Αράχωβα στις 17 Νοεμβρίου του 1826, ενώ οι Έλληνες είχαν ελάχιστες απώλειες. Την επόμενη της μάχης, οι άνδρες του Καραϊσκάκη σχημάτισαν δύο πύργους με τα κεφάλια 300 σκοτωμένων εχθρών.

 

Μάχη εις Ανάλατον (αρ. 17)

Η μάχη του Αναλάτου (σημερινή Νέα Σμύρνη) έγινε μετά από τη μάχη του Πειραιά και του Φαλήρου που απεικονίζεται στον πίνακα αρ. 18. Εν τω μεταξύ ο αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης είχε σκοτωθεί στη μάχη του Φαλήρου και τη διοίκηση ανέλαβαν ο Κίτσος Τζαβέλας και ο Richard Church. Σκόπευαν να επιτεθούν στον οθωμανικό στρατό από το Φάληρο για να λύσουν την πολιορκία της Ακρόπολης, σχέδιο επικίνδυνο για τις ελληνικές δυνάμεις, αφού θα έπρεπε να διασχίσουν μεγάλη απόσταση ακάλυπτες και σε ομαλό σχετικά έδαφος που ευνοούσε το οθωμανικό ιππικό και τις πολυπληθέστερες εχθρικές δυνάμεις.
Το σχέδιο όμως προδίδεται. Παρά τις διαφωνίες (χρειάζονταν σωστά ταμπούρια) ο ναύαρχος Thomas Cochrane αποβιβάζει τους στρατιώτες στην Κωλιάδα (σημερινός Άγιος Κοσμάς) νωρίτερα και ξεκινά η επίθεση. Ο Κιουταχής όμως τους περιμένει με ιππικό και πεζικό μεταξύ του Φιλοπάππου και των Στύλων του Ολυμπίου Διός. Οι απώλειες για την ελληνική πλευρά είναι οι πιο καταστροφικές από την αρχή της Επανάστασης (περίπου 2000 άτομα).
Ο Μακρυγιάννης κατηγορείται για τη δεινή ήττα, αλλά αποποιείται της ευθύνης επιρρίπτοντας την στον Cochrane και τον Κίτσο Τζαβέλα που άφησαν αδρανείς 9.000 πολεμιστές στους λόφους του Φαλήρου και της Καστέλας. Τελικά, εξαντλημένη από την πολιορκία και με τσακισμένο το ηθικό μετά την καταστροφή στον Ανάλατο, η φρουρά της Ακρόπολης παραδίδεται το Μάιο του 1827.
Στον πίνακα αυτό χρησιμοποιείται προοπτική για να αποδοθεί το μέγεθος του κάθε πολεμιστή με βάση τη θέση του στο χώρο, ενώ ο ζωγράφος δίνει απόσταση και βάθος στην περιοχή μεταξύ του πεδίου της μάχης και της πόλης των Αθηνών.
Τα ονόματα των Church, Cochrane, Καλλέργη, Μακρυγιάννη και Βάσιου είναι γραμμένα ιδιοχείρως στον πίνακα.

 

Μάχαι του Πειραιά (αρ. 18)

Στις 17 Νοεμβρίου 1826 ο Μακρυγιάννης έφυγε από τη φρουρά της Ακρόπολης [πίνακας αρ. 19], προς αναζήτηση βοήθειας. Έπεισε πολιτικούς, στρατιωτικούς, ναυτικούς και φιλέλληνες να δημιουργήσουν στρατόπεδο στο Φάληρο και να εξαπολύσουν επίθεση κατά των Οθωμανών πολιορκητών της Ακρόπολης. Στις 24 Ιανουαρίου του 1827 ο Μακρυγιάννης και άλλοι οχυρώνουν την Καστέλλα, ενώ το δεύτερο σώμα των Βάσου Μαυροβουνιώτη και Παναγιώτη Νοταρά νικήθηκε από τον Κιουταχή στο Καματερό στις 27 του μηνός.
Σημειώνονται διάφορες αψιμαχίες μεταξύ των αντιπάλων, μεταξύ αυτών και η νίκη του Καραϊσκάκη στο Κερατσίνι στις 4 Μαρτίου 1827. Ο στόλαρχος λόρδος Thomas Cochrane σχεδιάζει κατά μέτωπον επίθεση στην Αθήνα από το Φάληρο (Τρεις Πύργοι), σχέδιο που προξενεί διαφωνίες μεταξύ των περισσότερων οπλαρχηγών, γιατί θα άφηνε εκτεθειμένες στην ανοιχτή πεδιάδα τις ελληνικές δυνάμεις, αλλά εκείνος το επιβάλλει με απειλή παραίτησης. Λίγο πριν τη γενική επίθεση στις 22 Απριλίου, ο θάνατος του Καραϊσκάκη από εχθρικό βόλι επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις και συνέβαλε στην ήττα των ελληνικών δυνάμεων στον Ανάλατο στις 24 Απρίλιο του 1827.

 

Πολιορκία Αθηνών (αρ. 19)

Ο πίνακας απεικονίζει περιστατικά που συνέβησαν κατά τη δεύτερη πολιορκία της Αθήνας. Οι δυνάμεις του Κιουταχή και του Ομέρ Βρυώνη πολιορκούν το κάστρο της Ακρόπολης από το καλοκαίρι του 1826, ενώ ο Μακρυγιάννης ως πολιτάρχης και μέλος της φρουράς υπερασπίζεται τα τείχη της Ακρόπολης. Μετά το θάνατο του φρούραρχου Γκούρα την 1η  Οκτωβρίου, την υπεράσπιση της Ακρόπολης αναλαμβάνει διοικούσα επιτροπή, στην οποία συμμετείχε και ο Μακρυγιάννης. Το πόστο του Μακρυγιάννη ήταν ο Σερπεντζές (Ωδείο Ηρώδου του Αττικού) μαζί με τον οπλαρχηγό Διονύσιο Ευμορφόπουλο και τον Κώστα Χορμοβίτη τον Λαγουμιτζή, ειδικό στα εκρηκτικά. Και οι δύο πλευρές συνήθιζαν να σκάβουν λαγούμια, να ρίχνουν μέσα μπαρούτι, να του βάζουν φωτιά και να προκαλούν εκρήξεις στην πλευρά που βρισκόταν ο εχθρός. Από αυτή τη θέση-κλειδί ο Μακρυγιάννης με τους άνδρες του κατορθώνει να αποκρούσει τη μεγαλύτερη επίθεση στην Ακρόπολη στις 7 Οκτωβρίου 1826.
Όπως προκύπτει και από τον πίνακα, ο Μακρυγιάννης έσπασε τον εχθρικό κλοιό και απευθύνθηκε για βοήθεια στην κυβέρνηση. Εμφανίζεται με ομάδα ιππέων σε τρία σημεία της σύνθεσης: στην είσοδο του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού, έξω από την Ακρόπολη και έξω από τη γραμμή πυρός των πολιορκητών. Η φρουρά της Ακρόπολης αναγκάστηκε εν τέλει να παραδοθεί το Μάιο του 1827. Η Αθήνα θα απελευθερωθεί επίσημα τον Μάρτιο του 1833 με την άφιξη του Όθωνα.
Η σύνθεση διατάσσεται ημικυκλικά, παράλληλα με τις παρυφές του βράχου. Το σχέδιο, τα χρώματα και η κίνηση θυμίζουν λαϊκό κέντημα. Η ταυτόχρονη εμφάνιση του Μακρυγιάννη σε τέσσερις θέσεις διακόπτει την ενότητα τόπου και χρόνου, αλλά μοιάζει απαραίτητη για να αφηγηθεί γεγονότα που εξελίσσονται σε βάθος χρόνου και φανερώνει την ικανότητα του Ζωγράφου να χειρίζεται το χώρο. Καλύπτει το σύνολο σχεδόν του ζωγραφικού χώρου με μορφές και δράση.

 

Η ναυμαχία των Παλαιοναβαρίνων (αρ. 20)

Οι έξοδος του Μεσολογγίου και η κατάληψη της Αθήνας από τους Οθωμανούς μετέβαλλαν τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση. Αποφασίστηκε η δημιουργία ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους, ενώ η Ιουλιανή Σύμβαση του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) απαιτούσε ανακωχή και παύση των εχθροπραξιών και με μυστικό άρθρο επέτρεπε την επέμβαση των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων σε περίπτωση που η Οθωμανική αυτοκρατορία αρνούνταν τη συμφωνία. Η διπλωματική αυτή εξέλιξη οδήγησε στη ναυμαχία του Ναυαρίνου (8/20 Οκτωβρίου 1827) όπου ο αγγλικός, γαλλικός και ρωσικός στόλος κατέστρεψαν το στόλο του Ιμπραήμ δίνοντας νέα πνοή στη φθίνουσα Επανάσταση. Ο Ιμπραήμ συνθηκολόγησε πάνω στην ναυαρχίδα του βρετανού Κόδριγκτον.

Για να εικονογραφήσει τη ναυμαχία και να τονίσει τη σημασία της, ο καλλιτέχνης αποδίδει τα φρούρια του Νεόκαστρου και του Παλαιόκαστρου σε μικρότερο μέγεθος και διογκώνει το θαλάσσιο χώρο έναντι της στεριάς.

 

Κάδρον της Δυτικής Ελλάδος και κέντρον η Βόνιτζα όπου έγιναν αρκετοί πόλεμοι εις αυτά τα μέρη και σημειώνονται οι αγωνισταί όπου ενθυμούμεθα (αρ. 21)

Η εικόνα αυτή της Βόνιτσας, καθώς και των Θηβών που ακολουθεί (αρ. 22) αποδίδουν συμβολικές πολεμικές σκηνές, εφόσον δεν παρουσιάζουν ένα συγκεκριμένο περιστατικό αλλά πολλές μάχες γενικά. Σκοπός είναι η απαρίθμηση των ονομάτων των αγωνιστών που έδρασαν στη δυτική Στερεά Ελλάδα καθώς επίσης και η έμφαση στη συμμετοχή των γυναικών στον Αγώνα, οι οποίες παρουσιάζονται να εφοδιάζουν με νερό τους άνδρες.
Η παράσταση είναι ιδιαίτερα σχηματική με την πόλη της Βόνιτσας στο κέντρο σε μορφή πετάλου γύρω από το λιμάνι, ενώ δεξιά απεικονίζεται η Πρέβεζα. Ομάδες αγωνιστών που έδρασαν κατά καιρούς στην περιοχή, απεικονίζονται κάθε μία με επικεφαλής τον αρχηγό της. Την πόλη κατέλαβε τελικά στις 15 Δεκεμβρίου 1828 με τη βοήθεια του ναυτικού ο αρχιστράτηγος Sir Richard Church (Τζούρτζ) που απεικονίζεται έφιππος, ενώ η τουρκική φρουρά του κάστρου παραδόθηκε το Μάρτιο του 1829.

 

Μάχαι διάφοραι της Ανατολικής Ελλάδος και κέντρον η Θήβα (αρ. 22)

Ο Ιωάννης Καποδίστριας διόρισε με την έλευσή του το 1828 διοικητή ανατολικής Ελλάδας το Δημήτριο Υψηλάντη. Το 1828 ο Καποδίστριας δημιουργεί τακτικό στρατό, το Λόχο των Ευελπίδων, μέρος του οποίου μετακινεί ο Υψηλάντης στα τέλη Αυγούστου. Οι ελληνικές δυνάμεις νικούν τους Τούρκους στο στενό πέρασμα της Πέτρας στη Βοιωτία και ο οθωμανός διοικητής συνθηκολογεί με αντάλλαγμα για τους Έλληνες την περιοχή από τη Λιβαδειά ως τις Θερμοπύλες και την Αλαμάνα (14 Σεπτεμβρίου 1829). Το καλοκαίρι του 1829 η Πελοπόννησος, κάποια νησιά και μεγάλο μέρος της Στερεάς Ελλάδας έχουν απελευθερωθεί.
Η πόλη της Θήβας δεσπόζει στο κέντρο της σύνθεσης μεταξύ των δύο κωνικών λόφων στο βάθος, ενώ γύρω από την πόλη βρίσκονται οι οπλαρχηγοί με τα σώματά τους. Οι οπλαρχηγοί αποδίδονται μετωπικά και σε μεγάλο μέγεθος ώστε να ξεχωρίσουν από τους στρατιώτες που αποδίδονται εντελώς σχηματικά δημιουργώντας κάποιο ρυθμό στη σύνθεση.

 

Mάχαι της Κρήτης και Σάμου (αρ. 23)

Στην Κρήτη η Επανάσταση ξεσπά επίσημα στις 14 Ιουνίου του 1821 με τη νικηφόρα μάχη στο Λούλο Χανίων. Ως αντίποινα οι Οθωμανοί εκτελούν θρησκευτικούς ηγέτες, ιερείς, μοναχούς και λαϊκούς. Την άνοιξη του 1824 η σύμπραξη των τουρκο-αιγυπτιακών δυνάμεων οδήγησε στην κατάπνιξη της Επανάστασης σε όλο το νησί. Τον επόμενο χρόνο, ωστόσο, η επανάσταση στην Κρήτη αναζωπυρώνεται και έως το 1829 όλη η Κρήτη είναι ελεύθερη εκτός των τριών μεγάλων φρουρίων στα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο.
Το νησί της Σάμου τελούσε υπό καθεστώς αυτοδιοίκησης από τον 16ο αιώνα. Στις 18 Απριλίου 1821 κηρύσσεται τοπική εξέγερση στο Βαθύ. Με τους άνδρες τους και τη στήριξη του ελληνικού στόλου απέκρουσαν τον οθωμανικό κίνδυνο το 1821, ενώ στη ναυμαχία του Γέροντα (κόλπος της Μικράς Ασίας) στις 29 Αυγούστου 1824 ο ναύαρχος Μιαούλης νίκησε τον τουρκο-αιγυπτιακό στόλο εξασφαλίζοντας τη Σάμο από τον τουρκικό στόλο και σημειώνοντας τη μεγαλύτερη ναυτική νίκη της Επανάστασης. Όμως το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830) εξαιρούσε και την Κρήτη και τη Σάμο από τη γεωγραφική επικράτεια του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.