Η Τζοάνα Χογκ στο Φεστιβάλ!

Το 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης υποδέχτηκε τη Βρετανή σκηνοθέτιδα Τζοάνα Χογκ, την οποία τιμά με αφιέρωμα στο έργο της. Η δημιουργός, πρωτοπόρος ενός νέου ρεύματος κοινωνικού ρεαλισμού στο βρετανικό σινεμά, έδωσε συνέντευξη Τύπου το Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019, στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.

60ό ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Συνέντευξη Τύπου Τζοάνα Χογκ

Το 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης υποδέχτηκε τη Βρετανή σκηνοθέτιδα Τζοάνα Χογκ, την οποία τιμά με αφιέρωμα στο έργο της. Η δημιουργός, πρωτοπόρος ενός νέου ρεύματος κοινωνικού ρεαλισμού στο βρετανικό σινεμά, έδωσε συνέντευξη Τύπου το Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019, στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.

Τη συνέντευξη Τύπου συντόνισε ο επικεφαλής προγράμματος του Φεστιβάλ Γιώργος Κρασσακόπουλος. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης προλόγισε τη Τζοάνα Χογκ τονίζοντας: «Είναι μεγάλη τιμή η παρουσία της Τζοάνα Χογκ στη Θεσσαλονίκη. Το αφιέρωμα αυτό εγκαινιάζει και τη συνεργασία μας με το κινηματογραφικό περιοδικό της Βρετανίας, Little White Lies, το οποίο έχει τεύχος αφιερωμένο στη Χογκ και στο μέλλον θα επιλέγει ταινίες για το Φεστιβάλ».

Αναφερόμενος στην τελευταία ταινία της Βρετανίδας δημιουργού, το ημι-αυτοβιογραφικό The Souvenir (περιλαμβάνει δύο μέρη - θα ακολουθήσει σύντομα και το Souvenir II),  ο Γιώργος Κρασσακόπουλος ρώτησε την Τζοάνα Χογκ πώς αποφάσισε να αφηγηθεί μια τόσο προσωπική ιστορία. Η σκηνοθέτις παρατήρησε ότι η ταινία της αυτή δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο προσωπική από τις υπόλοιπες, όπως είπε, όμως, «πρώτη φορά κοίταξα πίσω σε μία περίοδο της ζωής μου και σκέφτηκα να κάνω αυτές τις δύο ταινίες Souvenir, ανατρέχοντας σε μία σχέση παρόμοια με αυτήν που απεικονίζεται στην ταινία, όταν ήμουν υπερβολικά μικρή ακόμη».  

Ανακαλώντας την περίοδο της νεότητάς της, η Τζοάνα Χογκ είπε ότι τα πράγματα ήταν διαφορετικά τότε σε σχέση με τον τρόπο που προσέγγιζε τον κινηματογράφο. «Όταν ήμουν νεαρή δεν σκεφτόμουν τις δυσκολίες. Γνώριζα ότι δεν υπήρχαν πολλές άλλες νεαρές σκηνοθέτιδες στη Βρετανία. Τώρα ίσως σκεφτόμουν περισσότερο τους περιορισμούς, τότε είχα μία ευτυχή άγνοια και αυτό μου έδωσε αυτοπεποίθηση - πίστευα ότι μπορούσα να γίνω σκηνοθέτις. Είχα αυτοπεποίθηση πριν πάω στη Σχολή Κινηματογράφου. Πίστευα ότι μπορούσα πρώτα να ασχοληθώ με το σινεμά και μετά να αποκτήσω τις γνώσεις. Στη Σχολή υπήρχε συγκεκριμένη ιδέα για το τι μπορούσε να είναι το σινεμά κι εγώ δεν ταίριαζα με αυτήν την ιδέα, ήθελα να δημιουργήσω έναν κινηματογράφο που δεν τον κατανοούσαν οι καθηγητές μου. Δεν ήταν θέμα, φύλου, άλλες φοιτήτριες βρήκαν υποστήριξη από τη Σχολή». 

Σε ερώτηση του Γιώργου Κρασσακόπουλου για το εάν ένιωθε σίγουρη όταν έκανε την πρώτη της ταινία, το Unrelated (2007), η Τζοάνα Χογκ απάντησε: «Πάντα υπάρχουν αμφιβολίες αλλά είχα ήδη 12 χρόνια δουλειάς στην τηλεόραση. Βέβαια τότε σκηνοθετούσα σενάρια άλλων και ίσως σε εκείνο τον τομέα να είχα περισσότερες αμφιβολίες γιατί πολεμούσα ένα σύστημα που δεν με άφηνε να κάνω εκείνα που ήθελα. Ήθελα να πω τα δικά μου λόγια, να χρησιμοποιήσω τη δική μου φωνή. Ήμουν σίγουρη ότι έκανα το σωστό και ποτέ δεν αμφέβαλα αν έπρεπε να κάνω εκείνη την ταινία εκείνο το διάστημα».

Αναφερόμενη στην πρώτη ταινία της, πρόσθεσε ότι δούλεψε πάνω σε κανονικό σενάριο στην αρχή, σύντομα όμως στράφηκε σε αυτοσχεδιασμούς. «Δύο μέρες αφού ξεκινήσαμε συνειδητοποίησα ότι με ενδιέφερε περισσότερο αυτό  που είχα μπροστά μου. Μου αρέσει ο αυτοσχεδιασμός, να μην γνωρίζω πού πηγαίνω, να φτιάχνω πράγματα εκείνη την ώρα». Όσο για το πώς αντιμετωπίζουν οι ηθοποιοί τους αυτοσχεδιασμούς της, η Βρετανίδα σκηνοθέτις απάντησε: «Εξαρτάται από τον ηθοποιό. Κάποιοι το βρίσκουν τρομακτικό, σε κάποιους δεν αρέσει και θέλουν να φύγουν. Έχω την τάση να ψάχνω από πριν για ηθοποιούς έτοιμους να πάρουν το ρίσκο. Δεν ξέρεις, όμως, πόσο γενναίοι είναι πριν αρχίσει το γύρισμα».

Συχνά η Τζοάνα Χογκ δουλεύει με μη επαγγελματίες ηθοποιούς, κάτι που όπως είπε, την ενθουσιάζει. «Κάποιες φορές γνωρίζω ανθρώπους και σκέφτομαι ότι έχουν μία πτυχή που μου αρέσει. Δεν θέλω να ξέρω τι ερμηνεία θα πάρω από πριν, θέλω να ανακαλύψω κάποιον καθώς τον κινηματογραφώ. Οι μη επαγγελματίες συχνά είναι πιο φυσικοί, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση».

Αγαπάει να δουλεύει με σταθερούς συνεργάτες. «Είναι ωραίο να έχεις ίδιους συνεργάτες σε κάθε έργο, καθώς γνωρίζεστε και η δουλειά γίνεται πιο βαθιά. Υπάρχουν περιστάσεις που συνεργάζομαι με κάποιον καινούργιο, όπως με τον διευθυντή φωτογραφίας του Souvenir, Ντέιβιντ Ρέντεκερ. Ήταν ενδιαφέρον, σαν να βγαίνεις πρώτο ραντεβού με κάποιον».

Όσο για την επιλογή της πρωταγωνίστριας του Souvenir, Όνορ Σουίντον Μπερν (κόρη της ηθοποιού Τίλντα Σουίντον, φίλης και συνεργάτιδάς της), η Τζοάνα Χογκ εξήγησε: «Τώρα πια δεν μπορώ να φανταστώ άλλη σε αυτό τον ρόλο, αλλά μου πήρε καιρό να την εντοπίσω. Γνώριζα την Όνορ ως κόρη της φίλης μου και σκεφτόμουν ότι δεν βάζουμε παιδιά φίλων σε ταινίες. Σε μία τυχαία συνάντησή μας σε πλατφόρμα τρένου, κάτι που είπε η Όνορ με έκανε να σκεφτώ ότι μπορεί να παίξει στην ταινία, ταίριαζε σε αυτό που είχα στο μυαλό μου».

Πάντα, όπως είπε, σκεφτόταν να γυρίσει το Souvenir σε δύο μέρη. «Δεν θα ήταν μία πολύ μεγάλη ταινία, θα αφηγούμουν μία εμπειρία, μία ιστορία και μετά μία αντίδραση σε αυτήν την ιστορία. Για μένα το πρώτο μέρος του Souvenir δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το δεύτερο. Πρέπει να δεις και το υπόλοιπο του ταξιδιού. Μοντάρω τώρα το δεύτερο μέρος. Το σκεπτικό ήταν να είναι μία ταινία που μπορείς να τη δεις μόνη της, αλλά και να μπορείς αν θέλεις να δεις το δεύτερο μέρος πριν από το πρώτο».

Σε ερώτηση του Γιώργου Κρασσακόπουλου για τον τρόπο που προσέγγισε το Λονδίνο της δεκαετίας του ’80 στο Souvenir, η Τζοάνα Χογκ απάντησε: «Ήταν πολύ δύσκολο για μένα να είμαι αντικειμενική για το μέρος που μεγάλωσα και αγαπάω. Δεν υπάρχει πια το Λονδίνο που γνώρισα στις αρχές του ’80, άρα χρειάστηκε να δημιουργήσω την εποχή. Χρησιμοποίησα παλιές φωτογραφίες μου γιατί ήμουν φωτογράφος πριν και επίσης δημιουργήσαμε σκηνικά σε μέρη που έζησα τότε. Έτσι έδωσα την αίσθηση του τόπου, δημιούργησα μία εμπειρία της δεκαετίας του ’80 στο Λονδίνο». Η διαδικασία αυτή, όπως είπε, ήταν για την ίδια ένα ταξίδι στον χρόνο. «Ήταν ένα ταξίδι με πολύ λυπηρές στιγμές, μια μελαγχολική διαδικασία, καθώς στις φωτογραφίες έβλεπα πρόσωπα που απουσιάζουν πλέον. Νιώθω ότι μου λείπει πολύ εκείνη η εποχή, βγήκαν τόσες αναμνήσεις ανάμεσα σε τόσα εφήμερα πράγματα. Νιώθω όμορφα που έζησα σε εκείνη την εποχή, μία άστατη, αλλά δημιουργική εποχή».

Για τη συνήθειά της να κρατάει σημειώσεις σαν ημερολόγιο από τα νεανικά της χρόνια, η Τζοάνα Χογκ είπε ότι δεν το έκανε από φόβο μήπως ξεχάσει, αλλά γιατί «έπρεπε να σημειώσω κάτι, για να το βγάλω από μέσα μου, σαν μία κάθαρση της στιγμής».

Σε ερώτηση για τη σημασία που δίνει στις διακρίσεις, όπως για παράδειγμα το βραβείο της Επιτροπής στο Sundance πρόσφατα, η Βρετανίδα σκηνοθέτις είπε: «Τα βραβεία δεν είναι ο λόγος που κάνω ταινίες. Είναι κάτι ευχάριστο για το συνεργείο μου, τους συνεργάτες μου, αλλά για μένα δεν κάνει διαφορά -ούτως η άλλως θα δημιουργήσω αυτό που είναι να δημιουργήσω. Αν κάνεις ταινίες για να πάρεις βραβεία, δεν σε ικανοποιεί το ταξίδι. Μία άλλη σημαντική πτυχή είναι ότι το βραβείο θα κάνει περισσότερους ανθρώπους να δουν την ταινία».

Σε ερώτηση σχετικά με τη θέση της στη βρετανική βιομηχανία κινηματογράφου και αν νιώθει ότι είναι διαφορετική από τους συμπατριώτες της σκηνοθέτες, η Τζοάνα Χογκ είπε: «Δεν βλέπω αρκετές βρετανικές ταινίες για να μπορώ να απαντήσω. Υπάρχουν αρκετοί σκηνοθέτες όπως ο Μπεν Ρίβερς, ο Πίτερ Στρίκλαντ, η Λιν Ράμσεϊ που κάνουν πολύ προσωπικές ταινίες. Φυσικά όλοι είμαστε διαφορετικοί. Ακολουθώ το ένστικτό μου, δεν κοιτάζω γύρω μου για να συγκρίνω τον εαυτό μου γιατί αυτό είναι επικίνδυνο, μένω στον δικό μου τρόπο. Στο βρετανικό σινεμά υπάρχει πρόβλημα στον τρόπο που λειτουργεί η χρηματοδότηση σε σχέση με τη συγγραφή ενός σεναρίου. Η διαδικασία αυτή ίσως ενθαρρύνει τους νεαρούς κινηματογραφιστές για να ολοκληρώσουν το σενάριό τους, αλλά είναι πολύ αυστηρή και πρέπει να αντισταθούμε γιατί έτσι φτιάχνονται ταινίες που έχουν παρόμοιο σχήμα, καθώς μεσολαβούν πολλές εξωτερικές φωνές και χάνεται η εσωτερική φωνή του δημιουργού».

Ομολογεί ότι κάνει ταινίες με αργό ρυθμό. «Δεν μπορώ να δουλεύω πάνω από μία ταινία τη φορά. Τις δύο ταινίες Souvenir τις έχω σχεδιάσει μαζί και γι’ αυτό τις δουλεύω παράλληλα. Θα ήθελα, όμως, να μπορώ να κάνω πιο γρήγορα τα πράγματα». Όσο για το από πού αντλεί έμπνευση λέει: «Η έμπνευση έρχεται από κάτι καθημερινό, μία συνομιλία για παράδειγμα. Κοιτάζω γύρω μου συνεχώς, με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι και η έμπνευση έρχεται από τις παρατηρήσεις μου, τα ημερολόγιά μου, μικρές λεπτομέρειες που μου γίνονται εμμονή και μετά μετατρέπονται σε ταινία».

 

Με την υποστήριξη του British Council