50o ΦΚΘ: Η Τζέϊν Μπίρκιν συνομιλεί με το κοινό


H ΤΖΕΪΝ ΜΠΙΡΚΙΝ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟ ΚΟΙΝΟ

Σαγηνευτική, πολυσχιδής, σύμβολο μιας εποχής και πάντοτε αεικίνητη και δραστήρια, η Τζέιν Μπίρκιν αποκάλυψε ορισμένες από τις πιο ελκυστικές πτυχές της πολύπλευρης προσωπικότητάς της στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας εφ’ όλης της ύλης συζήτησης, που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 16 Νοεμβρίου στην αίθουσα Σταύρος Τορνές, στο πλαίσιο του 50ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Η ίδια η Τζέιν Μπίρκιν προτίμησε τον όρο «συζήτηση» από τον όρο «masterclass» διότι όπως εξήγησε ο πρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Γιώργος Χωραφάς, «η ταπεινότητά της είναι βαθιά και αληθινή. Είμαστε τυχεροί για τη γενναιοδωρία της να μοιραστεί μαζί μας την αλήθεια της, αυτό που πηγάζει από μέσα της και την κάνει να αγαπάει τους ανθρώπους και τη ζωή». Η διευθύντρια του Φεστιβάλ Δέσποινα Μουζάκη καλωσόρισε την Τζέιν Μπίρκιν στην επετειακή διοργάνωση με τα εξής λόγια: «Η Τζέιν Μπίρκιν είναι μια γυναίκα που είχε την τύχη να ζήσει με μύθους, να γίνει και η ίδια μύθος, σύμβολο μιας εποχής με τις πιο εμβληματικές εικόνες. Ακολούθησε μια μοναδική, φωτεινή διαδρομή από τη γοητευτική ελαφρότητα της ποπ στην επαναστατική ενέργεια του ‘60 και στην ωριμότητα του σήμερα, εφευρίσκοντας ξανά τον εαυτό της με διάθεση να προσφέρει στην τέχνη. Βρίσκεται μαζί μας για να προσθέσει κάτι από τη γοητεία της στο Φεστιβάλ».

Η διπλή παρουσία της Τζέιν Μπίρκιν στο 50ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, τόσο με την ταινία 36 vues du Pic St-Loup του Ζακ Ριβέτ όπου πρωταγωνιστεί, όσο και με τη συναυλία της στον κινηματογράφο Αριστοτέλειον, ήταν η αφορμή για να ερωτηθεί σχετικά με το ποιος από τους δύο ρόλους είναι ο αγαπημένος της. Η ίδια ξεκαθάρισε τα εξής: «Οι συναυλίες με φέρνουν πιο κοντά στο κοινό. Μπορώ να πάω στη Ραμάλα ή στη Ρουάντα, να ξαναβρεθώ στο Σεράγεβο, είτε είμαι μόνη με ένα πιάνο είτε μαζί με μουσικούς. Στις συναυλίες έχω την ευκαιρία να κάνω τον κόσμο ευτυχισμένο, έστω και για μιάμιση ώρα. Στο σινεμά, αυτή η χαρά για μένα διαρκεί για 2-3 μήνες κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων». Αναφερόμενη ειδικότερα στην ταινία 36 vues du Pic St-Loup, τόνισε: «Πριν με προσεγγίσει ο Ζακ Ριβέτ, νόμιζα ότι είχα τελειώσει με το σινεμά, θεωρούσα ότι ήταν καιρός να σταματήσω, νόμιζα ότι ήταν ένα επάγγελμα για νέους, πιο φωτογενείς ανθρώπους. Ωστόσο, όταν εκείνος μου πρότεινε το ρόλο μιας μεγαλύτερης γυναίκας, βρήκα διασκεδαστική αυτή την πρόκληση, την οποία και αποδέχτηκα. Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, είπα ότι δεν σκοπεύω να κάνω τίποτα για ένα χρόνο, όμως πρέπει να προμοτάρω το φιλμ για τρεις μήνες. Έπειτα, θα επιστρέψω στο αγγλικό θέατρο».

Για την Τζέιν Μπίρκιν, ο ρόλος της τύχης και των συμπτώσεων στάθηκε καθοριστικός στη ζωή της. «Μερικές φορές κάποια πράγματα μοιάζουν με καταστροφή, αλλά τελικά αποδεικνύονται αίσια. Όταν ο Νταν Μπάρι με εγκατέλειψε για κάποια άλλη, πήγα στη Γαλλία, πράγμα που άλλαξε τη ζωή μου. Εκεί ερωτεύτηκα τους ανθρώπους και αυτοί εμένα - δεν ξέρω τι συνέβη πρώτο. Ο Σερζ (Γκενσμπούρ) είχε μια εξαιρετική οικογένεια, η οποία καλωσόρισε τόσο εμένα όσο και την κόρη μου. Μας αγκάλιασαν θερμά και αυτό για εμένα, που προέρχομαι από μια κλασική αγγλική οικογένεια, ήταν μια τεράστια δεξαμενή συναισθημάτων». Η καταξιωμένη καλλιτέχνιδα περιέγραψε, επίσης, σαν τύχη ακόμη και την ατυχία να χάσει τη βαλίτσα της, ερχόμενη στη Θεσσαλονίκη. «Είδα ηθοποιούς να βγάζουν και να μου δίνουν ρούχα και παπούτσια τους και συνειδητοποίησα τη γενναιοδωρία τους. Αυτό το γεγονός ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον από ό,τι αν είχα τη βαλίτσα μαζί μου», πρόσθεσε. Αναφερόμενη στο πώς βίωσε η ίδια τη δεκαετία του ’60, η Τζέιν Μπίρκιν παραδέχτηκε ότι δεν ένιωθε καθόλου όμορφη στα 20 της. «Κοιμόμουν με μέικ απ μήπως ξυπνήσει ο Τζον Μπάρι και με βρει άσχημη. Κρίμα που ήμουν τόσο συμβατική! Δεν ήμουν ο εαυτός μου με το μέικ απ και τα μίνι. Όταν τα έβγαλα, ήμουν επιτέλους εγώ. Όταν κάποιος είναι τόσο νέος, έχει και πολλά κόμπλεξ, τα οποία μειώνονται όταν κάνει παιδιά», κατέληξε.

Έχοντας στο ενεργητικό της περίπου 120 ταινίες, η Τζέιν Μπίρκιν παραδέχτηκε στο πλαίσιο της συζήτησης ότι καλές ήταν μόλις οι δέκα. «Ο Σερζ με ενθάρρυνε να συνεχίσω με τον κινηματογράφο, πίστευε ότι κάποια μέρα θα προκύψει ένα ‘’δώρο’’. Έτσι, κι εγώ λέω στους νέους ηθοποιούς να δοκιμάζονται, να κάνουν οντισιόν, να κάνουν ταινίες όσο ακόμη είναι νέοι». Το μάθημα που πήρε η ίδια από την κινηματογραφική πορεία της είναι πως όταν δείχνεις εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, όταν πιστεύεις ότι μπορούν να τα καταφέρουν, τότε πραγματικά αυτό συμβαίνει. «Στη ζωή μου, έκανα ό,τι έκανα επειδή κάποιοι άνθρωποι πίστεψαν ότι μπορώ να τα καταφέρω. Όλοι οι ηθοποιοί έχουν την ανάγκη να ακούσουν τη φράση ‘’πιστεύω σε σένα’’. Θεωρώ ότι το ίδιο ισχύει π.χ. και για τις κομμώτριες ή τους ηλεκτρολόγους ή για το πώς μεγαλώνει κανείς τα παιδιά του. Ως μητέρα, οφείλεις να μην κρατήσεις τα παιδιά σου για τον εαυτό σου, αλλά να τα εμπιστευτείς, έτσι ώστε να ‘’πετάξουν’’ μόνα τους».

Η Τζέιν Μπίρκιν χαρακτήρισε τη ζωή της με τον Σερζ Γκενσμπούρ ως «αστεία, ευχάριστη και γεμάτη αγάπη», προσθέτοντας ότι παρόλο που η συνύπαρξή τους ήταν δύσκολη, δεν θα την άλλαζε με τίποτα. Και πρόσθεσε: «Όταν κάποιος πεθαίνει, εξαφανίζονται όλα τα αρνητικά. Αδημονώ να πεθάνω κι εγώ, για να ξεχάσουν τα παιδιά μου όλα τα ανόητα πράγματα που έκανα. Ακόμα κι αν δεν ξέρουμε τι ακολουθεί μετά το θάνατο, αξίζει να πάρεις το ρίσκο. Έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε και επιλογή».

Ο Γιώργος Χωραφάς ρώτησε την Τζέιν Μπίρκιν εάν όντως είναι όπως δείχνει, δηλαδή εξαιρετικά ανοιχτή και απρόβλεπτη, έτοιμη να ταξιδέψει σε μέρη που δεν είχε φανταστεί. «Αυτό είναι ελάττωμα» σχολίασε η ίδια. «Σε σύγκριση με τις κόρες μου, που προγραμματίζουν τις ασχολίες τους και κάνουν τη μια ταινία μετά την άλλη, συνειδητοποιώ πόσο επιπόλαια ήμουν εγώ», πρόσθεσε.

Εκτός από ηθοποιός και τραγουδίστρια, η Τζέιν Μπίρκιν έχει δοκιμαστεί και πίσω από την κάμερα, και σε αυτό το ρόλο θα τη δούμε και στο προσεχές μέλλον. Όπως αποκάλυψε η ίδια, του χρόνου σχεδιάζει να σκηνοθετήσει μια ταινία με την Σαρλοτ Ράμπλινγκ. Αυτό που έχει αποκομίσει ως τώρα από την σκηνοθετική εμπειρία της είναι ότι δεν θα πρέπει να κάνεις υπερβολικές πρόβες ακόμη κι αν έχεις καταπληκτικούς ηθοποιούς, γιατί μπορεί να χάσεις την ερμηνεία, το στιγμιαίο συναίσθημα. Πρέπει να είσαι έτοιμος για τη στιγμή που θα βρεις αυτό που θέλεις, αλλά έτοιμος και για οποιεσδήποτε κακοτοπιές, οι οποίες, όμως, πολλές φορές μπορεί να φέρουν ενδιαφέροντα αποτελέσματα». Μιλώντας για την ταινία Boxes, την οποία η ίδια υπογράφει σκηνοθετικά και η οποία χαρακτηρίστηκε ως αυτοβιογραφική, η Τζέιν Μπίρκιν εξομολογήθηκε: «Η ταινία δεν ήταν η ζωή μου, αλλά ταυτόχρονα ήταν, κατά κάποιο τρόπο. Στο Boxes μιλώ με φαντάσματα, αρκετά οικεία μεν, αλλά όχι αληθινά. Ήταν μια ταινία για τις κόρες και για τη μητέρα μου. Γιατί πάντα οι μητέρες αναρωτιούνται αν ήταν σωστές μητέρες και τα παιδιά πάντα ανησυχούν αν τις απογοήτευσαν ή όχι. Το ίδιο έκανα και εγώ με τη δική μου μητέρα».

Μεγάλο μέρος της συζήτησης περιστράφηκε γύρω από τις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει κατά καιρούς η Τζέιν Μπίρκιν σε «καυτά» σημεία του πλανήτη, όπως το Σεράγεβο, η Τσετσενία και η Βιρμανία, καθώς και για τις συναυλίες που δίνει για φυλακισμένους. «Ήξερα ότι θα μπορούσα να ανοίξω τα θέατρα του Παρισιού για τα παιδιά της Τσετσενίας. Προσπάθησα να δείξω ότι δεν πρόκειται μόνο για έναν λαό που σκοτώνει και σκοτώνεται, αλλά για έναν λαό με πολιτισμό» τόνισε. Όσο για την εμπειρία της να μπει στο Σεράγεβο επάνω σε έναν τανκ και να κάνει συναυλία σε μια πόλη υπό πολιορκία, η Τζέιν Μπίρκιν σημείωσε ότι αυτή ήταν μια από τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής της και ότι, παράλληλα, ένιωσε πως ο πατέρας της, ο οποίος μετείχε στη γαλλική αντίσταση κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα ήταν περήφανος για εκείνη. Σχετικά με την βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης Άουνγκ Σαν Σου Κούι, η οποία παραμένει φυλακισμένη στη πατρίδα της, την Βιρμανία, η Τζέιν Μπίρκιν επεσήμανε:«Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να κάνω κάτι παραπάνω από συνεντεύξεις. Ήξερα ότι δεν θα άλλαζε τίποτα, αλλά παρόλα αυτά επισκέφτηκα τον Νικολά Σαρκοζί και τους υπευθύνους της πετρελαιοπαραγωγού εταιρείας Total και στο τέλος έγραψα ένα τραγούδι». Η Τζέιν Μπίρκιν πιστεύει ότι η τέχνη πρέπει να περάσει τις πύλες των φυλακών και των νοσοκομείων, να φτάσει σε ανθρώπους που δεν έχουν τα οικονομικά μέσα. Λίγο πριν επισκεφτεί την Ελλάδα τραγούδησε στις φυλακές της Μασσαλίας. «Οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να πάνε πουθενά, θα πρέπει να έχουν την ευκαιρία να μάθουν κάτι περισσότερο από όσα τους δίνει η τηλεόραση». Η ίδια δεν δίστασε να παραδεχτεί ότι συνεχίζει ακόμα να μαθαίνει, ότι ανακάλυψε το διάβασμα στα 30 της και την όπερα στα 50 της. Όπως λέει χαρακτηριστικά, «απλά, ποτέ δεν είναι αργά».