50ο ΦΚΘ: Συνέντευξη τύπου της Κριτικής Επιτροπής

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Στο κεντρικό ερώτημα της 50ης επετειακής διοργάνωσης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το «Why cinema now;» κλήθηκαν να δώσουν απάντηση τα μέλη της κριτικής επιτροπής του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος, κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης συνέντευξης Τύπου που παραχώρησαν την Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009.

«Η επιλογή των ταινιών που συνθέτουν το διαγωνιστικό τμήμα ενός Φεστιβάλ ορίζει τις κατευθύνσεις του, διατυπώνει τις θέσεις του πάνω στον κινηματογράφο και αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Εξίσου σημαντική είναι η επιλογή των ανθρώπων που καλούνται να κρίνουν τις ταινίες. Το έργο τους καθίσταται πιο σημαντικό, μια που αυτοί που θα επιλέξουν τους καλύτερους προέρχονται ούτως ή άλλως από μία εκλεκτή ομάδα. Η κριτική επιτροπή αποτελείται από ανθρώπους καταξιωμένους, που διατηρούν το πνεύμα τους οξυμένο και σε εγρήγορση και πιστεύω ότι όλε οι ταινίες θα κριθούν μετά από ώριμη σκέψη, με σεβασμό και αγάπη» τόνισε κατά την έναρξη της συνέντευξης Τύπου η καλλιτεχνική διευθύντρια Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Δέσποινα Μουζακη, η οποία στη συνέχεια παρουσίασε τα μέλη της κριτικής επιτροπής. Τον πολυβραβευμένο έλληνα δημιουργό και πρόεδρο της κριτικής επιτροπής Θόδωρο Αγγελόπουλο και τα μέλη της: Τον Έιμος Πόου, από τους πρωτοπόρους δημιουργούς του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά, τον βραβευμένο Ούγγρο σκηνοθέτη Γκιόργκι Πάλφι, τον βραβευμένο με Όσκαρ production designer Εουχένιο Καμπαγιέρο, τον Λαβ Ντίαζ, ιδεολογικό ‘πατέρα’ του κινήματος του νέου φιλιππινέζικου κινηματογράφου, τη Λίσι Μπελές, σύμβουλο στο Φεστιβάλ της εταιρείας Trust Film Sales-Zentropa Productions, και την βραβευμένη ηθοποιό Μιριάνα Καράνοβιτς.

Ο πρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Γιώργος Χωραφάς σημείωσε ότι «είναι πολύ σημαντικό να έχουμε μια πολύ δυνατή ομάδα ανθρώπων του κινηματογράφου στην κριτική επιτροπή, γιατί αυτοί θα δώσουν ένα στίγμα στην επιλογή των καλύτερων ταινιών. Ξέρω πόσο δύσκολο είναι να βρουν χρόνο μέσα στο ιδιαίτερα πιεσμένο πρόγραμμά τους και για αυτό τους ευχαριστώ πάρα πολύ».

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ρωτήθηκε για τα συναισθήματα που του γεννά η επιστροφή του στο Φεστιβάλ, σε μια άλλη θέση, αυτή του προέδρου της κριτικής επιτροπής. «Ήρθα επειδή το σνομπάρισε μια ολόκληρη ομάδα κινηματογραφιστών, που απέχει από το φεστιβάλ. Πιστεύω ότι είναι λάθος, και για αυτό είμαι εδώ», τόνισε χαρακτηριστικά. Ο διακεκριμένος σκηνοθέτης ρωτήθηκε και για ένα από τα αιτήματα των κινηματογραφιστών που απέχουν από το Φεστιβάλ, αυτό της δημιουργίας «Ακαδημίας Κινηματογράφου». «Ουσιαστικά είμαι ο πρώτος που μίλησε για αυτό το θέμα, πριν χρόνια, όταν είχα προτείνει στην τότε κυβέρνηση να γίνει μια Ακαδημία Κινηματογράφου, στην πρώην αμερικανική βάση της Νέας Μάκρης. Τότε υπήρχε και μια επιχορήγηση, ενός δις για να υλοποιηθεί. Δεν έγινε. Έγινε μια Σχολή στη Θεσσαλονίκη, χωρίς οικήματα, χωρίς τίποτα. Είναι καλό να γίνει μια Ακαδημία, μακάρι να γίνει. Δεν είναι όμως θέληση μόνο των κινηματογραφιστών. Επειδή χρειάζεται πολύ σημαντικά οικονομικά μέσα, θα πρέπει να υπάρχει και απόφαση της πολιτείας».

Το ερώτημα “Why cinema now” του Φεστιβάλ πυροδότησε μια σειρά από ερωτήσεις, που αφορούσαν στο παρόν και το μέλλον του κινηματογράφου, τη σχέση του με το εμπορικό σινεμά του Χόλιγουντ αλλά και τις νέες τεχνολογίες, και τελικά τη θέση του στη ζωή μας.

«Εγώ δεν ξέρω ‘Γιατί σινεμά;’. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια νόμιζα ότι δεν κάνω επάγγελμα, το σινεμά για μένα είναι ο τρόπος ζωής μου, η ίδια η συνέχειά μου. Αν δεν έκανα σινεμά δεν ξέρω τι θα μπορούσε να είχε συμβεί» ανέφερε ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος.

Ο Λαβ Ντίαζ χαρακτήρισε το σινεμά «έναν από τους ενοποιητικούς παράγοντες για την ανθρωπότητα», ένα μέσο έκφρασης κοινό για ανθρώπους κάθε εθνικότητας και τελικά «ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα στις μέρες μας, που πολλά πράγματα είναι απλώς θόρυβος».

Για τον γεννημένο στο Τελ Αβίβ Έιμος Πόου, το «τώρα» του ερωτήματος “Why cinema now” δεν είναι το πιο σημαντικό. «Το πιο καίριο για μένα είναι το ‘που’» είπε, δηλώνοντας ότι νιώθει αποκομμένος από τα πάτρια εδάφη του.

«Το ερώτημα ‘γιατί σινεμά’ είναι φιλοσοφικό, γιατί ο κινηματογράφος είναι ο τρόπος να πούμε ότι υπάρχουμε. Αφηγούμενοι ιστορίες λέμε ποια είναι η άποψή μας για τα πράγματα . Δεν θέλω να είμαι μόνη στον κόσμο, ο κινηματογράφος μου επιτρέπει να επικοινωνώ», επεσήμανε η Μιριάνα Καράνοβιτς.

Η Λίσι Μπελές αντέστρεψε το ερώτημα, λέγοντας «Γιατί όχι σινεμά; Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή χωρίς κινηματογράφο. Είναι σημαντικό για τους ανθρώπους να βλέπουν τον κόσμο έξω από τα προσωπικά τους σύνορα. Εξάλλου ο κινηματογράφος είναι ένα παράθυρο στον κόσμο».

Αν και όπως τόνισε ο Εουχένιο Καμπαγιέρο μέσω του διαδικτύου τα πάντα είναι διασυνδεδεμένα, «αυτό που λείπει είναι η οπτική ενός καλλιτέχνη, κάποιου που δεν θέλει να πει μια ιστορία που αποσκοπεί σε κάτι, αλλά που θέλει να σε κάνει να νιώσεις κάτι. Η ιδέα της ύπαρξης ιστοριών σε έναν κόσμο τόσο βάναυσο μου δίνει ελπίδα», υπογράμμισε.

Για τον Γκιόργκι Πάλφι αυτό που έχει σημασία είναι οι ταινίες και όχι τόσο το μέσο. «Μπορεί κανείς να δει ταινίες στην τηλεόραση, στο dvd, στον υπολογιστή. Πιστεύω ότι έχουμε ανάγκη να αφηγούμαστε και να βλέπουμε ιστορίες για αυτό και δεν θα σταματήσουν να υπάρχουν».

Όσο για το μέλλον του κινηματογράφου, τα μέλη της κριτικής επιτροπής εμφανίστηκαν αισιόδοξα. «Τα μέσα θα αλλάξουν, ίσως και η προσέγγιση, όμως σε κάθε βήμα της ιστορίας θα υπάρχει η ανάγκη της αφήγησης ιστοριών», σημείωσε ο Εουχένιο Καμπαγιέρο. Κατά την άποψη της Μιριάνα Καράνοβιτς ο κόσμος γίνεται όλο και πιο πλουραλιστικός. «Κάποτε ακούγαμε μουσική μόνο στην αγγλική, τώρα αυτό έχει αλλάξει, δεν υπάρχει μόνο ένα κέντρο της παγκόσμιας μουσικής. Το ίδιο συμβαίνει με το σινεμά. Βέβαια πάντα θα υπάρχουν τα χολιγουντιανά blockbusters , αλλά έχουμε και πολύ σημαντικές ταινίες από όλο τον κόσμο. Υπάρχει πολύς χώρος για άγνωστους δημιουργούς και χώρες χωρίς κινηματογραφική παράδοση, για να εκφραστούν μέσα από τον κινηματογράφο. Η τεχνολογία βοηθάει πολύ στο να ακουστούν νέες φωνές», εξήγησε.

Η Λίσι Μπελές υπενθύμισε ότι το 1980 η Δανία ήταν απούσα από τον κινηματογραφικό χάρτη, «μέχρι που έγινε το ‘θαύμα’ με Όσκαρ και άλλαξε ριζικά η κατάσταση. Βρεθήκαμε στο χάρτη, συσφίξαμε σχέσεις με άλλες χώρες» είπε δηλώνοντας αισιόδοξη για το μέλλον των μικρών χωρών στο χώρο της κινηματογραφικής βιομηχανίας.

Ο Έιμος Πόου παραδέχτηκε ότι τώρα βλέπει πολύ περισσότερες ταινίες μέσω διαδικτύου. «Μου λείπει ο κινηματογράφος του ρεπερτορίου, η συζήτηση μεταξύ των κινηματογραφιστών» είπε και προέβλεψε ότι στο μέλλον θα έχουμε κινηματογράφο σε μικροτσίπ όπου θα έχουμε κατεβάσει ολόκληρες ταινιοθήκες και θα επιλέγουμε τι θα θέλουμε να προβάλλεται κατευθείαν στο κεφάλι μας. «Στο μέλλον η τεχνολογία θα κάνει τον κινηματογράφο όλο και λιγότερο μια εμπειρία από κοινού, όλο και περισσότερο κάτι πιο αποκομμένο», κατέληξε.

Το μέλλον του κινηματογράφου στις εμπορικές αίθουσες και η «μάχη» του ανεξάρτητου κινηματογράφου με τις ταινίες του Χόλιγουντ ήταν ένα από τα ερωτήματα που τέθηκαν προς τα μέλη της κριτικής επιτροπής. «Δεν μπορούμε να αναγκάσουμε όλους τους ανθρώπους να κάνουν υγιεινή διατροφή, να τρέφονται με φρούτα και να μην καπνίζουν. Πάντα κάποιοι θα διαλέγουν το fast food, ενώ κάποιοι άλλοι θα προσπαθούν να κάνουν το σωστό για την υγεία τους», σχολίασε η Μιριάνα Καράνοβιτς, προσθέτοντας: «Δεν πιστεύω ότι οι καλλιτεχνικές ταινίες θα υπερισχύσουν του Χόλιγουντ, μπορούν όμως να συνυπάρχουν».

Αντιθέτως ο Έιμος Πόου προέβλεψε «διάλυση της αμερικανικής αυτοκρατορίας» και «κατάρρευση του προπυργίου του Χόλιγουντ. Αυτή η κυριαρχία θα λήξει με το τέλος του ‘αιώνα του πετρελαίου» είπε. Ο Εουχένιο Καμπαγιέρο ανέφερε από την πλευρά του, το παράδειγμα του Μεξικού. «Όταν ήμουν παιδί ήταν δύσκολο να δεις ταινία που να μην είναι τεράστια εμπορική επιτυχία του Χόλιγουντ. Σήμερα το κοινό αναζητά περισσότερες αίθουσες που να προβάλλουν όχι μόνο το mainstream σινεμά. Ο κατακερματισμένος κόσμος διεγείρει την περιέργεια του κοινού, που αναζητά κάτι διαφορετικό. Αυτό το γεγονός προκαλεί και την ενεργοποίηση όσων εμπλέκονται στην αγορά του κινηματογράφου. Βέβαια είναι δύσκολο να ανταγωνιστείς τις εμπορικές ταινίες, αλλά όσο ο κόσμος ζητά και άλλου είδους ταινίες η κατάσταση θα αλλάζει» κατέληξε.