50ο ΦΚΘ: Masterclass Τόνι Γκρισόνι

MASTERCLASS TONΙ ΓΚΡΙΣΟΝΙ


Για τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει τα σενάριά του, για τις εμπειρίες του από τον χώρο της Έβδομης Τέχνης, καθώς και για την πολυετή συνεργασία και φιλία του με τον Τέρι Γκίλιαμ μίλησε ο σεναριογράφος Τόνι Γκρισόνι στο masterclass που παρέδωσε το Σάββατο 21 Νοεμβρίου στην κατάμεστη αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, στο πλαίσιο του 50ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, παρουσία του πρόεδρου του Φεστιβάλ Γιώργου Χωραφά και της διευθύντριας Δέσποινας Μουζάκη.

Το masterclass, το οποίο συντόνισε ο δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου Γιώργος Κρασσακόπουλος, προλόγισε η κ. Μουζάκη.
«Ο Τόνι Γκρισόνι είναι ένας από τους ανθρώπους που χτίζουν με λέξεις τις ιδέες τους. Σημαντικό μερίδιο του παράδοξου κόσμου όπου κατοικούν οι ταινίες του Τέρι Γκίλιαμ ανήκει σε εκείνον. Ο Τόνι Γκρισόνι έχει καθιερωθεί ως μια από τις πιο λαμπρές κινηματογραφικές πένες ολόκληρης της Ευρώπης και είναι χαρά μας που τον έχουμε μαζί μας», τόνισε η κ. Μουζάκη, επισημαίνοντας ότι ο βρετανός σεναριογράφος υπογράφει και το σενάριο του σκηνοθετικού ντεμπούτου της ηθοποιού Σαμάνθα Μόρτον με τίτλο Δίχως αγάπη, ταινία η οποία συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό της φετινής επετειακής διοργάνωσης, κάνοντας επίσης την ευρωπαϊκή της πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη.

«Όταν μπαίνεις στη διαδικασία του γραψίματος, πρέπει να πιστέψεις ότι αυτό που γράφεις είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο και ότι είναι εξίσου πραγματικό με την ίδια την πραγματικότητα - αν όχι ακόμη πιο πραγματικό από αυτή. Όμως, αν βάλεις τον εαυτό σου μέσα στο γραπτό, θα κάνεις λάθος. Το αποτέλεσμα θα είναι άθλιο», υπογράμμισε ο Τόνι Γκρισόνι. Και πρόσθεσε: «Γράφω καλύτερα όταν δημιουργώ εικόνες στο μυαλό μου. Φαντάζομαι την ταινία στο νου μου και οι λέξεις έρχονται από μόνες τους. Το σενάριο διαθέτει περισσότερο νόημα και συνοχή όταν αυτός που το γράφει σκέφτεται π.χ. τη διακόσμηση του χώρου όπου εκτυλίσσονται οι διάλογοι, τη μουσική που υπάρχει στο βάθος, κ.ο.κ. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο σκηνοθέτης που θα παραλάβει στα χέρια του το σενάριο θα διατηρήσει τα πάντα ακριβώς έτσι όπως τα σκέφτηκα εγώ που το έγραψα, καθώς μπορεί σύμφωνα με τη δική του αντίληψη τα παραπάνω στοιχεία να μην έχουν ενδιαφέρον. Άλλωστε, είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν αλλαγές στα σενάρια, καθώς αυτή ακριβώς είναι η φύση της κινηματογραφίας. Πρόκειται για μια κοινωνική δραστηριότητα, στην οποία συνεργάζεσαι με πολλούς ανθρώπους, οπότε είναι λογικό να επιδρά ο ένας στο έργο του άλλου».

Σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο γράφει τα σενάριά του, ο Τόνι Γκρισόνι επεσήμανε: «Παλιά έγραφα δέκα σελίδες την ημέρα. Τώρα γράφω πέντε σελίδες, επί έξι ημέρες την εβδομάδα. Προσπαθώ να μην ανατρέχω ποτέ στο κείμενό μου πριν αυτό τελειώσει. Έχω διαπιστώσει ότι γυρίζεις στα προηγούμενα κεφάλαια για να κάνεις διορθώσεις, όταν φοβάσαι να προχωρήσεις. Έτσι, εγώ προχωρώ με το γράψιμο και απλώς σημειώνω τις αλλαγές που θέλω να κάνω στα προηγούμενα κεφάλαια. Όταν τελειώνω, τότε μόνο κάνω τις διορθώσεις, όλες μαζί».

Στη συνέχεια του masterclass, ο βρετανός σεναριογράφος εξήγησε για ποιο λόγο δεν θεωρεί τον εαυτό του εφάμιλλο των λογοτεχνών: «Είχα δηλώσει ότι δεν θεωρώ έναν σεναριογράφο πραγματικό συγγραφέα, εννοώντας ότι η δική μου δουλειά δεν μπορεί να υπάρξει σε ακαδημαϊκό επίπεδο, πέρα από την κινηματογραφία». Αναφερόμενος στην ταινία In This World του Μάικλ Γουίντερμποτομ, στην οποία έχει γράψει το σενάριο, ο Τόνι Γκρισόνι δήλωσε: «Θέλω να δουλεύω σε κινηματογραφικά projects τα οποία αποτελούν πρόκληση για μένα. Στην αρχή, ήμουν τρομαγμένος. Δεν ήξερα τι να κάνω.
Η συμμετοχή μου σε αυτήν την ταινία, όμως, ήταν μια από τις πιο ευτυχισμένες εμπειρίες της καριέρας μου». Μιλώντας για το συγκεκριμένο φιλμ, το οποίο αφηγείται το ταξίδι δυο νεαρών λαθρομεταναστών από το Αφγανιστάν στο Λονδίνο, ο Τόνι Γκρισόνι υπογράμμισε: «Πρόκειται για ένα παράξενο ‘’μίγμα’’ μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Ο πρωταγωνιστής, ο Τζαμάλ, ήταν ερασιτέχνης ηθοποιός, ένα 14χρονο παιδί από το Αφγανιστάν, που ζούσε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Πακιστάν, από το οποίο δεν είχε φύγει ποτέ. Όταν, λοιπόν, το φορτηγό που τον μετέφερε στην ταινία διέσχιζε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, εκείνος αντιδρούσε πολύ αυθόρμητα και ρεαλιστικά». Καταλήγοντας, ο Τόνι Γκρισόνι πρόσθεσε ότι πλέον ο Τζαμάλ ζει όντως στο Λονδίνο: «Έχει εγκατασταθεί εκεί. Σπουδάζει και έχει γίνει κανονικός Λονδρέζος. Μέχρι και στο Facebook μπήκε!».

Ο Τόνι Γκρισόνι αναφέρθηκε εκτενώς στην επιτυχημένη συνεργασία του με τον Τέρι Γκίλιαμ, με τον οποίο έχει δουλέψει μεταξύ άλλων στις ταινίες Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας και Tideland. «Ο Τέρι είχε διαβάσει ένα σενάριό μου και είχε δείξει ενδιαφέρον. Του άφηνα διαρκώς μηνύματα στον τηλεφωνητή για να μιλήσουμε, αλλά εκείνος τελικά επικοινώνησε μαζί μου έπειτα από τέσσερα χρόνια, λέγοντας ότι ήταν... απασχολημένος!», ανέφερε χαρακτηριστικά ο βρετανός σεναριογράφος, ενώ με εξίσου αυτοσαρκαστική διάθεση σχολίασε: «Όταν ρωτούν τον Τέρι γιατί συνεργάζεται τόσο συχνά μαζί μου, εκείνος απαντά: ‘’Μα επειδή κοστίζει φτηνά’’!». Τους δυο δημιουργούς συνδέει και μια βαθιά φιλία, όπως επεσήμανε ο Τόνι Γκρισόνι: «Ο Τέρι Γκίλιαμ είναι πολύ καλός όσον αφορά στο πώς καταπιάνεται με ένα σενάριο. Έχει διαβάσει πολλά σενάριά μου, για διάφορα projects που έχω κάνει, όπως για το Red Riding και το Kingsland #1. Είναι φίλος, έχει ξεκάθαρη άποψη και λέει πάντα αυτό που πιστεύει. Έτσι, παρότι συχνά πριν από το γύρισμα μιας σκηνής τον έχω ακούσει να λέει ‘’πέταξε το σενάριο’’, στην πραγματικότητα γυρίζει την σκηνή και μέσα σε αυτή επινοεί και εντάσσει και δικά του στοιχεία». Επιπλέον, ερωτώμενος σχετικά με τη «χαοτική» ατμόσφαιρα που συχνά ακούγεται ότι επικρατεί στο κινηματογραφικό πλατό μιας ταινίας του Τέρι Γκίλιαμ, ο Τόνι Γκρισόνι διευκρίνισε: «Όταν πήρα μια μικρή γεύση από την σκηνοθεσία, κατάλαβα ότι στο γύρισμα προσπαθείς να απελευθερώσεις τους υπόλοιπους από τις σκέψεις και τις ανασφάλειές τους. Ένας τρόπος για να το πετύχεις, λοιπόν, είναι να δημιουργήσεις αυτήν την αίσθηση του χάους».

Η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Χάντερ Τόμπσον Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας – άλλη μια συνεργασία του Τέρι Γκίλιαμ και του Τόνι Γκρισόνι- ήταν ένα ακόμη θέμα που τέθηκε στο πλαίσιο του masterclass. «Είναι πολύ δύσκολο να μετατρέψεις οποιοδήποτε βιβλίο σε σενάριο. Ο συγγραφέας του βιβλίου έχει δουλέψει πολύ γι’ αυτό, δημιουργώντας σύνθετους χαρακτήρες και πλοκή. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, το βιβλίο αποτελεί και ένα μεγάλο δώρο για τον σεναριογράφο, ο οποίος το παίρνει στα χέρια του και μπορεί να το δουλέψει επίσης», είπε και συμπλήρωσε: «Ο μόνος που μπορεί να γράψει σαν τον Χάντερ Τόμπσον είναι ο ίδιος. Όσοι δοκίμασαν να τον μιμηθούν, απέτυχαν. Γι’ αυτό, ο Τέρι κι εγώ μοιράσαμε το βιβλίο του στα δύο - εγώ πήρα το δεύτερο μισό, αν θυμάμαι καλά - και κάναμε ένα ιδιόμορφο ‘’κολάζ’’, παίρνοντας αυτούσια διάφορα σημεία από το βιβλίο. Μάλιστα, όπου χρειάζονταν συνδετικές ατάκες στο ενδιάμεσο, τις αναζητήσαμε σε άλλα βιβλία του ίδιου συγγραφέα».

Κάνοντας λόγο για τη νέα συνεργασία του με τον Τέρι Γκίλιαμ, το The man who killed Don Quixote, μια ταινία που βρίσκεται στο στάδιο του pre-production, ο βρετανός σεναριογράφος τόνισε: «Η συγκεκριμένη ταινία είναι μια προσπάθεια που είχε ξεκινήσει πριν από δέκα χρόνια, αλλά ‘’κατέρρευσε’’ έπειτα από μερικές μέρες γυρισμάτων. Το σημερινό σενάριο, πάντως, είναι διαφορετικό σε σύγκριση με τότε. Αυτή τη φορά θα είναι καλό!». Η κουβέντα συνεχίστηκε με μια αναφορά στην τριλογία ταινιών Red Riding, οι οποίες βασίστηκαν στα ομώνυμα βιβλία και προβλήθηκαν στη βρετανική τηλεόραση. Σε αυτό το σημείο, ο Τόνι Γκρισόνι βρήκε την ευκαιρία να επισημάνει την αξία που έχει η έρευνα κατά τη διάρκεια της συγγραφής ενός σεναρίου: «Πάντα προσπαθώ να βρω την αλήθεια. Η πραγματικότητα είναι πάντοτε πιο ενδιαφέρουσα από ό,τι φαντάζεσαι. Μου αρέσει να παίρνω ψήγματα πραγματικότητας και να τα εντάσσω μέσα στο σενάριό μου. Επιπλέον, το να ψάχνεις στοιχεία στο διαδίκτυο ή σε μια βιβλιοθήκη είναι μια υπέροχη δικαιολογία για να αποφύγεις το γράψιμο!».

Κάνοντας μια αναδρομή στο ξεκίνημα της ενασχόλησής του με τον κινηματογράφο, ως παραγωγός, αλλά και στο πέρασμά του από τη θέση του σκηνοθέτη, ο Τόνι Γκρισόνι επεσήμανε: «Κάποτε ήθελα να γίνω παραγωγός. Είχα ασχοληθεί με ό,τι δουλειά είχε να κάνει με την κινηματογραφία και το 1978 γυρίσαμε με έναν φίλο μου τρεις ταινίες μικρού μήκους. Εκείνος ανέλαβε την σκηνοθεσία, ενώ εγώ την παραγωγή και το σενάριο, ωστόσο δεν έβλεπα τον εαυτό μου σαν σεναριογράφο. Έπειτα από πέντε χρόνια, η ζωή μου άλλαξε και βρέθηκα να ζω μακριά από το Λονδίνο. Τότε άρχισα να γράφω κάποιες ιδέες μου για ταινίες που θα ήθελα να δω». Και πρόσθεσε με μια δόση χιούμορ: «Νομίζω, πάντως, ότι η πρώτη ευκαιρία για να γίνουν ταινίες μου δόθηκε όχι επειδή κάποιος πίστεψε στην συγγραφική μου ικανότητα, αλλά επειδή οι συγκεκριμένοι άνθρωποι με γνώριζαν από παλιά!».

Μιλώντας για την εμπειρία του ως σκηνοθέτης στην ταινία μικρού μήκους Kingsland #1, ο Τόνι Γκρισόνι εξήγησε: «Αφού είχα επεξεργαστεί την ιδέα και το σενάριο, διαπίστωσα πως είτε θα έπρεπε να το υπαγορεύσω σε κάποιον άλλον με κάθε λεπτομέρεια, είτε θα έπρεπε να το σκηνοθετήσω εγώ. Η συγκεκριμένη ταινία, την οποία και σκηνοθέτησα, ήταν μια υπέροχη εμπειρία, αλλά η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν ήθελα να γίνω σκηνοθέτης. Το μόνο που ήθελα ανέκαθεν είναι να είμαι παρών στο όλο... πάρτι του κινηματογραφικού χώρου, τον οποίο λατρεύω. Ο κινηματογράφος είναι για μένα ένα ‘’σοβαρό παιχνίδι’’, όπως θα έλεγε και ο Τέρι Γκίλιαμ». Όπως παραδέχτηκε ο Τόνι Γκρισόνι, στο Kingsland #1 άντλησε έμπνευση από την ταινία Ο Ρόκο και τα αδέρφια του, του Λουκίνο Βισκόντι, μια από τις πιο κλασικές ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού, ενός κινηματογραφικού ρεύματος που ο ίδιος αγαπά πολύ. «Αυτές οι ταινίες αποπνέουν ένα περίεργο είδος ανθρωπιάς και διαθέτουν την υφή του ονείρου. Τις είχα δει ως φοιτητής, αλλά τις ανακάλυψα ξανά μαζί με τον Μάικλ Γουίντερμποτομ, όταν συνεργαστήκαμε για το φιλμ In This World. Ο ιταλικός νεορεαλισμός με επηρέασε τόσο στο Kingsland #1 όσο και πρόσφατα στο σενάριο της ταινίας Δίχως αγάπη».

Στον επίλογο του masterclass, ο Τόνι Γκρισόνι ομολόγησε την ανασφάλεια του σεναριογράφου για το δημιούργημά του, λέγοντας: «Πάντοτε έχεις αμφιβολίες για αυτό που έγραψες. Ποτέ δεν νιώθεις ότι τελείωσε η δουλειά σου, απλά φτάνει ένα σημείο που παραδίνεσαι, είτε για να εισπράξεις την υπόλοιπη αμοιβή σου από τον παραγωγό είτε επειδή εκείνος έχει ένα σωρό άλλους τρόπους για να σου αποσπάσει το σενάριο. Επομένως, όποτε οι παραγωγοί παίρνουν το σενάριο στα χέρια τους, συνηθίζουν να το διαβάζουν και να σου λένε ‘’είναι φανταστικό’’! Αυτό είναι το μόνιμο σχόλιό τους, για κάθε σενάριο. Και εγώ τους πιστεύω κάθε φορά!».