Προβολή «Όταν ο Βάγκνερ συνάντησε τις ντομάτες» στην Αγία Άννα

Στην πλατεία της τοπικής κοινότητας της Αγίας Άννας προβλήθηκε την Παρασκευή 23 Ιουνίου το ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Οικονόμου, Όταν ο Βάγκνερ συνάντησε τις ντομάτες, μια χιουμοριστική ματιά στην προσπάθεια μιας ομάδας ανθρώπων να διεισδύσουν στην παγκόσμια αγορά καλλιεργώντας βιολογικά έναν παλιό σπόρο ντομάτας. Η σκηνοθέτις της ταινίας ήταν παρούσα στην προβολή.

Πριν την προβολή, η κ. Οικονόμου είπε: «Αυτή η ταινία έχει γυρίσει όλο τον κόσμο, αλλά η προβολή σήμερα έχει ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα γιατί υπάρχει μια συγγένεια ανάμεσα στην περιοχή της ταινίας και τον τόπο της ταινίας. Πρόκειται για δύο πληγωμένους τόπους. Η περιοχή εδώ έχει πληγεί από την πυρκαγιά. Αλλά και στον θεσσαλικό κάμπο, λίγα χιλιόμετρα μακριά από εδώ, οι αγρότες ελπίζουν ότι μπορεί να υπάρξει αναγέννηση». Έπειτα πρόσθεσε ότι η ταινία αφηγείται μια αισιόδοξη ιστορία, την ιστορία ενός χωριού που σιγά-σιγά πεθαίνει, αλλά βρέθηκαν κάποιοι άνθρωποι που με έναν δικό τους τρόπο προσπάθησαν να το αναγεννήσουν.

Μετά την προβολή της ταινίας, η Μαριάννα Οικονόμου και ο πρωταγωνιστής της ταινίας, Αλέξανδρος Γκουσιάρης που ήταν παρών στην προβολή, απάντησαν στις ερωτήσεις του κοινού. «Ένα από τα θέματα που με απασχολούσαν εδώ και αρκετά χρόνια είναι η ερήμωση της επαρχίας, το γιατί δεν μπορεί να είναι βιώσιμες αυτές οι μικρές κοινότητες» είπε η κ. Οικονόμου, σημειώνοντας ότι κατά τύχη συνάντησε τον Αλέξανδρο, ο οποίος είχε μόλις ξεκινήσει την παραγωγή της ντομάτας στο χωριό. Πρόσθεσε ότι παρακολούθησε για αρκετά χρόνια την κοινότητα, έμπαινε στα σπίτια τους, παρακολουθούσε τις καθημερινές τους εργασίες και έγινε μέρος της καθημερινότητας και της ζωής τους. Από την πλευρά του, ο κ. Γκουσιάρης είπε ότι το εργατικό δυναμικό έχει ανανεωθεί, το χωριό έχει μικρύνει, αλλά η ντομάτα συνεχίζει να ταξιδεύει. Ανέφερε ότι μία δυσκολία είναι ο καιρός, ο οποίος είναι παράξενος παράγοντας, αλλά τόνισε ότι τα μέλη της κοινότητας εξακολουθούν να περνάνε καλά.

Σε ερώτηση σχετικά με την ανάπτυξη του σεναρίου, η κ. Οικονόμου είπε ότι δεν υπήρχε σενάριο και ότι τον πρώτο καιρό που πήγαινε στο χωριό, κατέγραφε την καθημερινότητα των μελών της κοινότητας και κάθε φορά συνέβαινε κάτι ιδιαίτερο, γεγονός που την έκανε να πηγαίνει ξανά και ξανά. Μετά από έναν χρόνο περίπου είδε το υλικό και αναρωτήθηκε ποια θα μπορούσε να είναι μια ιστορία. Συνέχισε, έτσι, να μαζεύει υλικό, αλλά πιο στοχευμένα πλέον. Ο κ. Γκουσιάρης συμπλήρωσε: «Αυτό το ντοκιμαντέρ είναι δημιούργημα είναι της Μαριάννας. Αυτό που έκανε είναι να έρχεται όσο πιο συχνά μπορούσε, ώσπου κάποια στιγμή ξεχάσαμε ότι είναι εκεί και η Μαριάννα με την κάμερα. Αυτό νομίζω ότι είναι το κλειδί».

Παίρνοντας τον λόγο, η κ. Οικονόμου είπε ότι «αυτό που βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στην περίπτωση του Αλέξανδρου ήταν πώς έμπλεκε και άλλα στοιχεία στην καθημερινότητά τους. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε μύθους και παραμύθια. Ήταν ένας τρόπος να δυναμώνει τα μέλη της ομάδα, να τα κάνει να αισθάνονται σημαντικά. Για παράδειγμα, η ιστορία του Κολόμβου τούς έκανε να αισθάνονται ότι είναι οι μοναδικοί που έχουν αυτόν τον σπόρο, έγινε κομμάτι της ζωής τους».

Σε ερώτηση τι τον έκανε να επιστρέψει στο χωριό και να ασχοληθεί με την αγροτική παραγωγή, παρ’ όλο που είχε σπουδάσει μαθηματικά, ο κ. Γκουσιάρης είπε: «Στο χωριό ξυπνάς το πρωί και ακούς πουλάκια. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Τα μαθηματικά είναι φιλοσοφία. Τα χρησιμοποιώ καθημερινά σε σχέση με την αγορά, την οικονομία. Και η μουσική για αυτό κάνει καλύτερες τις ντομάτες. Η μουσική κάνει καλό στην ψυχή μας, οπότε η μουσική κάνει καλό και στις ντομάτες».

Ερωτηθείσα πώς το διεθνές κοινό αντιμετώπισε αυτή την ιστορία, η κ. Οικονόμου είπε ότι αυτό που αγγίζει τον κόσμο είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. «Όπου έχουμε δείξει με την ταινία συγκινούνται με τις γυναίκες του χωριού, συγκινούνται με αυτό το εγχείρημα, γελάνε, προβληματίζονται. Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό και αυτό ήταν το στοιχείο που με τράβηξε και εμένα εκεί. Η παραγωγή της ντομάτας ήταν η αφορμή για να μιλήσω για κάποια άλλα πράγματα» πρόσθεσε.

Το Evia Film Project είναι ο τρίτος πόλος δράσεων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μετά το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο και το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο. Στόχος του είναι η ανάδειξη της βόρειας Εύβοιας, μιας περιοχής που έχει πληγεί βαθιά από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2021, σε παγκόσμιο κέντρο για το green cinema. Το Evia Film Project πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, στο πλαίσιο του προγράμματος Ανασυγκρότησης της Βόρειας Εύβοιας, και σε συνεργασία με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, τον Δήμο Ιστιαίας-Αιδηψού και τον Δήμο Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συνεργάζεται με τους παραγωγικούς φορείς που εδρεύουν στην Εύβοια και το Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στα Ψαχνά.